Ο πρώτος κύκλος της σειράς «The Americans» ξεκινά καταιγιστικά, με ένα ανθρωποκυνηγητό υπό τους ήχους των ντραμς ενός από τα λιγότερο γνωστά αλλά οπωσδήποτε πιο εθιστικά κομμάτια του 1979, του «Tusk» των Fleetwood Mac. Στις Ηνωμένες Πολιτείες των αρχών της δεκαετίας του ’80 ένα ζεύγος ρώσων πρακτόρων που επί χρόνια δρα για χάρη της KGB, υπό το προσωπείο του μέσου αμερικανού οικογενειάρχη, μπορεί ως πλοκή να φαντάζει βγαλμένη από την αντικομμουνιστική υστερία των 50s, το 2013 όμως εξελίχθηκε σε μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία του FX –και όχι μόνο εξαιτίας της εξαίρετης παραγωγής που αναπλάθει πειστικά το ύφος και το ύστερο ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής.
Είχαν περάσει μόλις τρία χρόνια από το 2010, όταν η αποκάλυψη της 28χρονης ρωσίδας κατασκόπου Αννα Τσάπμαν και η απέλασή της από τις ΗΠΑ επανέφερε σε ένα προσκήνιο ραγδαίας ανάπτυξης των ηλεκτρονικών μέσων κατασκοπείας, κυριαρχίας του λογισμικού και διάδοσης των drones την αναντικατάστατη αρχή του παιχνιδιού –«ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση». Πόρρω απέχοντας από το να λειτουργεί απλώς ως ρετρό σειρά, σε ένα δεύτερο επίπεδο το «The Americans», που θα βαδίσει τον Μάρτιο στα χνάρια της 6ης και τελευταίας σεζόν του, υπαινίσσεται ότι το σύμπαν του Ψυχρού Πολέμου δεν έχει εξαφανιστεί, ότι τώρα, όπως και τότε, η Ρωσία παραμένει ένας διόλου ευκαταφρόνητος αντίπαλος και ότι στον 21ο αιώνα, όπως ακριβώς και στον 20ό, τα gadgets του υλικού έρχονται προς επίρρωσιν και όχι ως υποκατάσταση του ανθρώπινου παράγοντα.
«Τώρα που η Σοβιετική Ενωση ήταν πια παρελθόν και μαζί της ο κίνδυνος της μετατροπής τού Ψυχρού Πολέμου σε θερμό, τι απέμενε πια να κατασκοπεύσει κανείς;». Το ερώτημα που έθετε το 2012 ο δημοσιογράφος των «Times» Εντουαρντ Λούκας στην εισαγωγή του βιβλίου του «Deception: The Untold Story of East-West Espionage Today» (εκδ. Walker & Co.) υπήρξε κοινή απορία μετά το 1991. Την απάντηση την έδωσε η πορεία των πραγμάτων και ο ίδιος ο Λούκας λίγο παρακάτω: «Αντί να πεταχθούν στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας μαζί με τα απορρίμματα του παλαιού συστήματος, οι κατάσκοποι της κομμουνιστικής εποχής εξελίχθηκαν για να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες».
Για πολλούς οι «νέες συνθήκες» σήμαιναν τη συνταξιοδότηση ή την αλλαγή επαγγέλματος: ο προϋπολογισμός των υπηρεσιών ασφαλείας από 71 δισεκατομμύρια δολάρια (σε σημερινές τιμές) στα τέλη της δεκαετίας του ’80 περικόπηκε στα 43,8 δισ. το 1994. Ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» και οι ασύμμετρες απειλές μετά την 11η Σεπτεμβρίου αντιμετωπίστηκαν με ένα πιο λιτό μοντέλο, στο οποίο θεωρήθηκε ότι τον πρώτο λόγο ως προς τη συλλογή πληροφοριών θα είχαν τα ηλεκτρονικά μέσα και τα drones. Η εξέλιξη του επαγγέλματος του κατασκόπου που επικαλείται ο Εντουαρντ Λούκας για αρκετό χρονικό διάστημα σκεπάστηκε από προγράμματα, σήματα και κυβερνοεπιθέσεις.
Οχι ότι η στροφή της προσοχής σε αυτόν τον τομέα ήταν άδικη. Η βιομηχανική κατασκοπεία τελείται πια συχνότερα και αποτελεσματικότερα μέσω των κενών ασφαλείας. Το 2010 η Google ανακοίνωσε ότι έπεσε θύμα επίθεσης χάκερ συνδεομένων με τον κινεζικό στρατό, με αντικείμενο την πρόσβαση σε δεξαμενές πηγαίου κώδικα. Η «Επιχείρηση: Aurora», όπως έγινε γνωστή, είχε τον ίδιο στόχο σε σχεδόν άλλες 20 εταιρείες, μεταξύ των οποίων η Adobe και η Yahoo. Εναν χρόνο αργότερα, η εταιρεία λογισμικού προστασίας δεδομένων McAfee ανακοίνωσε μια σειρά κινεζικών επιθέσεων με το όνομα «Νυχτερινός Δράκος» που αποσκοπούσαν στην υποκλοπή τοπογραφικών χαρτών δυνητικών πετρελαϊκών κοιτασμάτων από μεγάλες ευρωπαϊκές και αμερικανικές ενεργειακές επιχειρήσεις, όπως η Royal Dutch Shell και η Baker Hughes.
Πιο πρόσφατα, ωστόσο, οι δυτικές υπηρεσίες πληροφοριών διακρίνουν τα αποτυπώματα κρατικών δακτύλων στα ψηφιακά αρχεία τους. Τον Ιούνιο του 2015 το Γραφείο Διαχείρισης Προσωπικού των Ηνωμένων Πολιτειών ανακοίνωσε ότι τα ηλεκτρονικά αρχεία του είχαν προσβληθεί από χάκερ. Στοιχεία για 4,1 εκατ. υπαλλήλους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, που περιλαμβάνουν το σύνολο των 2,1 εκατ. σημερινών εργαζομένων και άλλα 2 εκατ. που είχαν εργαστεί στο παρελθόν στον αμερικανικό δημόσιο τομέα, είχαν υποκλαπεί. Δημόσια οι δράστες παρέμεναν άγνωστοι. Σε ιδιωτικές συζητήσεις αμερικανοί αξιωματούχοι έλεγαν στην «Washington Post» ότι η επίθεση ήταν έργο των κινεζικών μυστικών υπηρεσιών.
Σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 2017, η μεγαλύτερη διαρροή απόρρητου υλικού της CIA θα ανέβαζε στο WikiLeaks περίπου 9.000 έγγραφα με λεπτομέρειες για τις προχωρημένες τεχνικές παρακολούθησης και παραβίασης ηλεκτρονικών συσκευών που χρησιμοποιεί η υπηρεσία. Και το καλοκαίρι του 2016 οι ρώσοι χάκερ «Shadow Brokers» υπέκλεψαν και δημοσιοποίησαν την εργαλειοθήκη υψηλής ευαισθησίας προγραμμάτων ηλεκτρονικού πολέμου της NSA, που προσέφεραν στον λεγόμενο «σκοτεινό ιστό» σε όποιον ήταν διατεθειμένος να πλειοδοτήσει –αν και οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών υποπτεύονταν με τη σειρά τους ότι ο υποτιθέμενος πλειστηριασμός δεν ήταν παρά προπέτασμα καπνού για την κάλυψη μιας επιχείρησης που είχε στηθεί με τις ευλογίες της ρωσικής κυβέρνησης.
Καμία όμως από αυτές τις ρωγμές στο σύστημα ασφαλείας δεν συγκρίνεται με την εξάλειψη του ανθρώπινου δικτύου πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών στην Κίνα μεταξύ 2010 και 2012. Εχοντας επιτύχει να στρατολογήσει «κεφάλαια» στη βαθιά κινεζική γραφειοκρατία έπειτα από προσπάθειες πολλών ετών, η CIA τα είδε στα τέλη του 2010 να εξαφανίζονται από τον χάρτη: μέσα σε δύο χρόνια 18-20 άτομα τέθηκαν εκτός κυκλοφορίας, 12 εκ των οποίων δολοφονήθηκαν –ορισμένα μάλιστα παρουσία συνενόχων τους, ώστε το μήνυμα να δοθεί με περισσή σαφήνεια. Σύμφωνα με όσα έγραφαν οι «New York Times» στις 20 Μαΐου 2017, η απώλεια ήταν ανυπολόγιστης αξίας, μια και οι πηγές δεν ήταν απλώς μισθοφόροι, αλλά ιδεολογικά αντίθετες στη συστημική διαφθορά που επικρατούσε στα ανώτερα κλιμάκια της κινεζικής κυβερνητικής ελίτ.
Ισοδύναμο με ορισμένες από τις χειρότερες προδοσίες του Ψυχρού Πολέμου, το πλήγμα προκάλεσε πανικό στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινότητας ασφαλείας. Κάποιοι θεώρησαν ότι στη CIA είχε εισχωρήσει ένας «τυφλοπόντικας», ένας διπλός πράκτορας, ο οποίος περνώντας πλέον οριστικά στην άλλη πλευρά κατέδιδε τώρα τους πληροφοριοδότες του. Κάποιοι άλλοι φοβούνταν ότι οι Κινέζοι είχαν σπάσει τον κρυπτογραφημένο κώδικα επικοινωνίας της οργάνωσης με τους εμπίστους της. Κάποιοι τρίτοι απέδιδαν το συμβάν σε «επαγγελματική τσαπατσουλιά» –οι χειριστές των πηγών «χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά τα ίδια δρομολόγια για τα ίδια σημεία συνάντησης».
Τελικά, η πρόσφατη σύλληψη (στις 16 Ιανουαρίου) του Τζέρι Τσουν Σινγκ Λι, ενός 53χρονου πρώην μέλους της CIA που δούλευε για την οργάνωση μεταξύ 1994 και 2007 και είχε αποχωρήσει απογοητευμένος για τη στασιμότητα της καριέρας του, έδειξε ότι το φλουρί κέρδιζε η θεωρία της αποστασίας. «Διακριτικός» και «σχεδόν άγνωστος» στο Χονγκ Κονγκ, όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια, «προσεκτικός σε σημείο ώστε να μην αφήνει καν ηλεκτρονικά ίχνη», σύμφωνα με τον «Guardian», ο Λι προσωποποιεί την αδιάβλητη αξία του ανθρώπινου παράγοντα στην κατασκοπεία, αντιστρόφως ανάλογη μάλιστα με το πόσο ασήμαντος ή low profile μοιάζει αυτός εκ πρώτης όψεως.
Το γεγονός ότι τα φαινόμενα απατούν αποδεικνύεται εξίσου περίτρανα στην περίπτωση του ρωσικού προξενείου του Σαν Φρανσίσκο. Το εσπευσμένο κλείσιμό του εντός 48 ωρών που ανακοινώθηκε στις 31 Αυγούστου 2017 από την κυβέρνηση Τραμπ αποτελούσε, υποτίθεται, το τελευταίο επεισόδιο σε μια διελκυστίνδα αντιποίνων: απάντηση στη μείωση του προσωπικού των αμερικανικών διπλωματικών υπηρεσιών στη Ρωσία κατά 755 άτομα από τον Βλαντίμιρ Πούτιν τον Ιούλιο του 2017, κίνηση που αντιστρατευόταν την απέλαση 35 ρώσων διπλωματών από τον Μπαράκ Ομπάμα τον Δεκέμβριο του 2016, αντίδραση που με τη σειρά της απέρρεε από την εικαζόμενη ρωσική ανάμειξη στην κλοπή των e-mail των Δημοκρατικών και άλλες λαθροχειρίες στις προεδρικές εκλογές της ίδιας χρονιάς.
Μέλη των υπηρεσιών πληροφοριών που μίλησαν υπό καθεστώς ανωνυμίας στον Ζακ Ντόρφμαν του περιοδικού «Foreign Policy», στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου, αποκάλυψαν το κρυμμένο υπόβαθρο του διπλωματικού πολέμου: το προξενείο ήταν παραδοσιακό άντρο πρακτόρων από τη δεκαετία του ’80, όταν είχε υπολογιστεί ότι στάβλιζε περίπου 50 κατασκόπους. «Τότε το ενδιαφέρον ήταν πιο πολύ οικονομικό παρά πολιτικό» δήλωνε στο περιοδικό ο Ολεγκ Καλούγκιν, πρώην στρατηγός της KGB και υπαρχηγός του σταθμού της στη σοβιετική πρεσβεία της Ουάσιγκτον μεταξύ 1975 και 1980. Κοντά στη Σίλικον Βάλεϊ, το προξενείο του Σαν Φρανσίσκο βρισκόταν δίπλα στο λίκνο των νέων τεχνολογιών, από τη γνώση των οποίων η Σοβιετική Ενωση θα μπορούσε να ωφεληθεί.
Καθαρά τεχνολογικό ήταν το σημερινό ενδιαφέρον. Σύμφωνα με τον Ντόρφμαν, την προσοχή του FBI προσέλκυσε αρχικά μια σειρά από παράξενες επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες ανθρώπων που σχετίζονταν με το προξενείο: συχνές επισκέψεις σε βενζινάδικα χωρίς αγορές βενζίνης ή ολιγόλεπτες βόλτες σε ακτές του Ειρηνικού για να αγναντεύσουν τον ωκεανό. Η τελική ετυμηγορία συνδύασε την παρουσία των Ρώσων με τη συνθήκη περί «Ανοικτών Ουρανών» που από το 1992 επιτρέπει έναν ορισμένο αριθμό υπερπτήσεων ρωσικών και αμερικανικών αεροσκαφών πάνω από το σύνολο της επικράτειας των δύο χωρών υπό καθορισμένους όρους και συνθήκες για λόγους στρατιωτικής διαφάνειας.
Εκμεταλλευόμενη αυτή τη δυνατότητα, η Ρωσία είχε αποδυθεί σε μια αποστολή «εντοπισμού του υπόγειου δικτύου επικοινωνιών, χαρτογράφησης και καταλογογράφησης των σημείων του δικτύου οπτικών ινών όπου γινόταν μεταφορά δεδομένων». Η παρουσία συγκεκριμένων ανθρώπων σε συγκεκριμένα σημεία πριν, μετά και κατά τη διάρκεια των υπερπτήσεων ήταν δηλωτική της σημασίας τους ως κόμβων, αν και δεν διευκρινίζεται το πώς τα εντόπιζαν οι ίδιοι οι πράκτορες. Δεδομένης της αποδεδειγμένης ποιότητας των ρώσων χάκερ και της ιδιαίτερης προσοχής που δόθηκε στην καταγραφή επικοινωνιακών δικτύων κοντά σε στρατιωτικές βάσεις, οι αμερικανικές αρχές αντικατασκοπείας κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «απώτερος στόχος της Μόσχας ήταν να αποκτήσει τη δυνατότητα αποκοπής των επικοινωνιών, παραλύοντας έτσι τα συστήματα διοίκησης και ελέγχου σε περίπτωση αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο δυνάμεων».
«Οι Βρυξέλλες είναι σαν ένα μεγάλο τυρί Γκριγέρ» έλεγε μια ανώνυμη δυτική πηγή του χώρου των μυστικών υπηρεσιών στον αμερικανικό δικτυακό τόπο Politico το καλοκαίρι του 2016. «Εκεί είναι η Κομισιόν, εκεί είναι το ΝΑΤΟ, και οι Ρώσοι βασικά θέλουν να ξέρουν τι γίνεται». Το «νέο παιχνίδι των κατασκόπων» που επικαλούνταν στο άρθρο του ο Πιερ Μπριανσόν επιβάλλει την ύπαρξη «παρανόμων» στην έδρα του άλλου, έστω και αν αυτοί λειτουργούν ως εφεδρείες. Μια τέτοια ήταν ο Χένρι Φριθ, ένας πενηντάρης από τον Ισημερινό, επικεφαλής της εταιρείας συμβούλων Frimor Consultores στη Μαδρίτη, άλλως γνωστός και ως Σεργκέι Τσερεπάνοφ, αξιωματικός της ρωσικής SVR, που διέφυγε στο εξωτερικό το 2010 έπειτα από ευδόκιμη υπηρεσία κατασκοπείας δύο δεκαετιών. Παρόμοια, αν και πολύ πιο σύντομης διάρκειας, ήταν και η περίπτωση της Αννα Τσάπμαν, που συνελήφθη στη Νέα Υόρκη την ίδια χρονιά. Και οι δύο υπήρξαν θύματα της εκ των έσω γνώσης τού Αλεξάντρ Ποτέγεφ: φοβούμενος ότι οι ρωσικές αρχές βρίσκονταν στα ίχνη του, ο συνταγματάρχης της SVR και συνεργάτης των Αμερικανών διέφυγε το 2010 στις ΗΠΑ και «κελάηδησε» διάφορα ονόματα.
Ανθρωποι σαν τον Τσερεπάνοφ ή την Τσάπμαν δεν κυκλοφορούν σε μεγάλους αριθμούς, δεν έχουν σπουδαίες αποστολές, ούτε και η πιθανή σύλληψή τους ανακοινώνεται με πηχυαίους τίτλους: «Λιγότεροι από 15, περισσότεροι από 10» κυκλοφορούν αυτήν τη στιγμή σε όλη την Ευρωπαϊκή Ενωση, σύμφωνα με πηγή του Μπριανσόν, τις περισσότερες φορές λειτουργούν ως κούριερ μηνυμάτων που οι επαγγελματίες, ταυτοποιημένοι κατάσκοποι δεν μπορούν να μεταφέρουν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί –η πρακτική των μυστικών υπηρεσιών ακόμη και σήμερα είναι να εργάζονται υπό σκιάν, δίχως να προκαλούν η μία την άλλη με δημόσιες αντιπαραθέσεις. Αν το στόρι της Αννα Τσάπμαν έγινε γνωστό, αυτό δεν συνέβη γιατί οι Αμερικανοί θέλησαν να κοκορευτούν, αλλά γιατί αμέσως μετά τη σύλληψή της ο βρετανός πρώην σύζυγός της το πούλησε στην «Daily Telegraph». Χαμηλής προτεραιότητας ενίοτε, υψηλής λειτουργικής αξίας πάντοτε, τα πιόνια του αθλήματος πιστοποιούν ότι η κατασκοπεία είναι μια τέχνη με επίκεντρο τον άνθρωπο.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ