Αυτό που κάνει τον αµερικανικό εκλογικό κύκλο τόσο ιδιαίτερο είναι ότι δεν κλείνει ποτέ. Την προεδρική εκλογή ακολουθούν, µία διετία αργότερα, οι ενδιάµεσες εκλογές που συχνά αναδιατάσσουν Βουλή και Γερουσία, την ίδια στιγµή αρχίζει η σεζόν της ονοµατολογίας για την επερχόµενη αναµέτρηση, ενώ στο τρίτο έτος ξεκινούν µε ζέση τα προαπαιτούµενα για τους υποψηφίους –επιτροπές που διερευνούν το έδαφος, επιχειρήσεις σαγήνευσης της κοινής γνώµης, εκστρατείες συγκέντρωσης οικονοµικών πόρων. Το ότι το όνοµα της Οπρα Γουίνφρεϊ διακινείται δεν είναι παράξενο, το ίδιο συνέβη νωρίτερα µε αυτό του Μαρκ Ζούκερµπεργκ και άλλων: το χάος του Ντόναλντ αποτελεί πόλο έλξης για ακόµη περισσότερους προεδροποιήσιµους από ό,τι συνήθως. Οµως αυτό δεν σηµαίνει ότι ελέω Τραµπ τον πρώτο λόγο έχουν πλέον οι outsiders της πολιτικής σκηνής. Για του λόγου το αληθές, η πιο πρόσφατη δηµοσκόπηση, από τις 11 Ιανουαρίου, µεταξύ των εγγεγραµµένων ψηφοφόρων των Δηµοκρατικών, δεν ευνοεί την Οπρα, αλλά έναν γερόλυκο της παράταξης –τον πρώην αντιπρόεδρο επί Μπαράκ Οµπάµα, Τζο Μπάιντεν.
Ο 75χρονος Μπάιντεν αποτελεί εξαίρεση στον χώρο της αμερικανικής πολιτικής. Παρά τη μακρόχρονη παρουσία του στη σκηνή (36 χρόνια γερουσιαστής της Πολιτείας του Ντέλαγουερ, οκτώ χρόνια αντιπρόεδρος των ΗΠΑ), δεν τον ακολουθεί η οσμή των σκανδάλων. Δεν τον ακολουθεί επίσης το χρήμα: είναι ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους στην Ουάσιγκτον, σύμφωνα με το «Vanity Fair», που συντηρούνταν μόνο από τον κυβερνητικό μισθό στη διάρκεια της θητείας τους. Και δεν εγκατέλειψε τις ρίζες του: επί τρεισήμισι δεκαετίες ταξίδευε καθημερινά με το τρένο προς την πρωτεύουσα από το Γουίλμινγκτον όπου έμενε –κάπου 7.000 διαδρομές, σύμφωνα με τη σιδηροδρομική εταιρεία που μετονόμασε τον σταθμό της πόλης προς τιμήν του το 2011. Αν κάτι τον υπονόμευε πάντα, αυτό ήταν η γλώσσα του, «μια επίμονη τάση να λέει ανόητα, προσβλητικά και απωθητικά πράγματα», όπως έγραφε o Μαρκ Χάλπεριν στο «Time» το 2008. Εξαιρετικά δείγματα του είδους αποτελούν τα σχόλιά του για έναν λόγο του Τζορτζ Μπους («αυτά είναι μ…κίες, αυτά είναι μπούρδες»), η πρόσκλησή του προς έναν ανάπηρο πολιτειακό γερουσιαστή («σήκω, Τσακ»), η εκτίμησή του για το αξίωμα του δημάρχου («ποτέ δεν ήθελα να γίνω δήμαρχος, είναι μια κανονική δουλειά, πρέπει να παράγεις επιτεύγματα. Γι’ αυτό εγώ ήμουν 36 χρόνια στη Γερουσία»).
Είναι γεγονός ότι παρόµοιες γκάφες µοιάζουν πλέον πταίσµατα µπροστά στην πραγµατικότητα του Λευκού Οίκου εν έτει 2018. Ο Μπάιντεν αξιολογείται ως στιβαρή παρουσία, µε απήχηση στη µέση και στην εργατική τάξη, τα στρώµατα ακριβώς που έµειναν σπίτι ή ψήφισαν Τραµπ το 2016 αντί να προσέλθουν στη σκηνή της Χίλαρι Κλίντον, και θεωρείται άνθρωπος ιδανικός για συνεργασία. Ενας ιδιαίτερα απαιτητικός πολιτικός, όπως ο Μπαράκ Οµπάµα, βρήκε τελικά στο πρόσωπό του έναν ικανό δεύτερο («είναι σαν µπασκετµπολίστας ο οποίος κάνει πολλά πράγµατα που δεν φαίνονται στη στατιστική») σε µια σχέση που εξελίχθηκε από επιφυλακτική επαγγελµατική σύµπραξη σε βαθιά φιλία. Η κοινή γνώµη, από την πλευρά της, βλέπει τον Μπάιντεν µε συµπάθεια, όχι µόνο εξαιτίας της γενικά θετικής απόδοσής του στην αντιπροεδρία, αλλά και λόγω της οικογενειακής τραγωδίας που τον έπληξε το 2015, όταν ο 46χρονος µεγάλος γιος του, Μπο, πέθανε από καρκίνο. Η ειρωνεία; Το 1972, όταν ο Μπο ήταν τεσσάρων ετών, µαζί µε τον τρίχρονο τότε αδελφό του, Χάντερ, είχαν επιζήσει από το αυτοκινητικό δυστύχηµα στο οποίο σκοτώθηκαν η µητέρα τους και η µόλις ενός έτους αδελφή τους…
Ο θάνατος του γιου του εµπόδισε τον Τζο Μπάιντεν να ασχοληθεί ουσιαστικά µε τη διεκδίκηση της προεδρίας το 2016. Τα δεδοµένα για το 2020 είναι διαφορετικά. Ο ίδιος έχει εξορκίσει το πένθος καταγράφοντας διεξοδικά τη διαδικασία στο εξοµολογητικό βιβλίο µε τίτλο «Promise Me, Dad: A Year of Hope, Hardship, and Purpose» (Flatiron Books) που εκδόθηκε τον περασµένο Νοέµβριο. Σε αντίθεση µε τη Χίλαρι Κλίντον, ακόµη και µε τον Μπαράκ Οµπάµα, ο Μπάιντεν λογίζεται ως αυθόρµητος και φυσικός στην επαφή του µε τον κόσµο. «Το ευχαριστιέµαι, αληθινά» δήλωνε στο «Vanity Fair» τον περασµένο Οκτώβριο, προσθέτοντας ότι «ο Μπαράκ θα προτιµούσε να µιλήσει σε ένα εκατοµµύριο κόσµο παρά σε 30 άτοµα». Αντιπροσωπεύει δεκαετίες εµπειρίας στην εξωτερική πολιτική και στην τέχνη της διαπραγµάτευσης µε το αντίπαλο κόµµα, δεξιότητες που στη µετά Τραµπ εποχή θα βρίσκονται αναµφισβήτητα σε µεγάλη ζήτηση.
Οσο για το απύλωτο στόµα του; Στην εποχή του προέδρου του Twitter, οι δικές του παρόλες του παρελθόντος µοιάζουν µε άκακη φλυαρία. Σε όσους τον ρωτούν, επαναλαµβάνει ότι δεν έχει αποφασίσει υπέρ µιας πιθανής υποψηφιότητας, αλλά ούτε και κατά. Τους τελευταίους µήνες πάντως φρόντισε να γράψει διάφορα επικριτικά κείµενα στο «Atlantic» και στους «New York Times» αναφορικά µε τα πεπραγµένα της προεδρίας Τραµπ, ενώ τον περασµένο Ιούνιο συγκρότησε µια επιτροπή πολιτικής δράσης. Ισως όµως η πιο αποκαλυπτική κουβέντα ως προς τις προθέσεις του να είναι εκείνη που είπε τον Οκτώβριο του 2017 στον Ντέιβιντ Καµπ του «Vanity Fair»: «Εχω πολύ περισσότερα πράγµατα να κάνω από το να καθίσω και να γράψω την αυτοβιογραφία µου. Δεν θεωρώ ότι έχω ολοκληρώσει τη συµβολή µου στον δηµόσιο χώρο». Γνήσια δήλωση υπαινικτικού χαρακτήρα, µε άλλα λόγια, που αφήνει τον καθένα να διαβάσει πίσω από τις γραµµές όσα θέλει χωρίς να δεσµεύει σε τίποτε συγκεκριµένο αυτόν που τη λέει –ταιριαστή σε έναν ταλαντούχο επιζώντα σχεδόν µισού αιώνα πολιτικής.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ