Το «Grand Tour» στην Ιταλία και στην Ανατολική Μεσόγειο μπορούμε να πούμε ότι περιείχε τον ρηξικέλευθο με την εποχή του μποβαρισμό. Μια ρομαντική φυγή από την πραγματικότητα σε τόπους εξωτικούς, όπου άνθησε το αρχαίο κάλλος. Βεβαίως, ο σπουδαίος συγγραφέας της «Μαντάμ Μποβαρί» –άρχισε να τη γράφει αμέσως μετά την επιστροφή του από το μεγάλο ταξίδι –είχε κατά νου τις φανταστικές ερωτικές αποδράσεις από μιαν ανικανοποίητη καθημερινότητα. Αλλά μήπως και το ταξίδι δεν περιέχει στην αρχική του σύλληψη αυτή την κεντρική ιδέα;
Τα ταξίδια του γάλλου μυθιστοριογράφου (ο οποίος βασανιζόταν επί μακρόν για να βρει την κατάλληλη λέξη που θα ενταχθεί καίρια στο κείμενό του) τύλιγε με το φθηνό άρωμά του ο αγοραίος ερωτισμός, καθώς τα πορνεία σε κάθε σταθμό του ήταν οι αγαπημένοι χώροι συστηματικών επισκέψεων. Γι’ αυτό η καθημερινή ζωή της λαγγεμένης και μαγικής Ανατολής τον συνεπαίρνει περισσότερο από αυτήν της σύγχρονης Ελλάδας του 1850:
«Πήγα να σκάσω από τη λύπη μου αποχαιρετώντας την Πόλη. Ακόμα μια πόρτα που έκλεισε πίσω μου. Ακόμα μια μποτίλια που άδειασε. Εδώ και έξι εβδομάδες αισθάνομαι άγριες ταξιδιωτικές ορέξεις, ακριβώς γιατί το ταξίδι μου φτάνει στο τέλος του. Απελπίζομαι που μου ξέφυγε η Περσία. Ας το ξεχάσουμε. Ο άνθρωπος δεν είναι ποτέ ευχαριστημένος από τίποτα: απόφθεγμα που, επειδή δεν είναι καινούργιο, δεν σημαίνει πως είναι και πιο παρήγορο».
«Γράμματα του Φλωμπέρ απ’ την Ελλάδα», 2o γράμμα στον Λουδοβίκο Μπουγιέ, μετάφραση Νίκος Αλιφέρης, εκδόσεις Αγρα, 1984.
Ο Φλωμπέρ έγραφε στη μητέρα του, στις 19 Δεκεμβρίου 1850, αραγμένος στην ακτή, απέχοντας μία ώρα από την Αθήνα: «Oταν πριν από λίγο αντίκρισα την Αθήνα, αισθάνθηκα ευτυχισμένος σαν μικρό παιδί». Αυτή ήταν η πρώτη από τις οκτώ επιστολές προς τη μητέρα του και τον Λουδοβίκο Μπουγιέ που αποκαλύπτουν την ατμόσφαιρα της επίσκεψής του στη χώρα των αρχαίων θεών. Ο Κ. Θ. Δημαράς σχολιάζει στον πρόλογο του βιβλίου «Το ταξίδι στην Ελλάδα» (μετάφραση Π. Α. Ζάννας, εκδόσεις Ολκός, 1989):
«(…) έχουμε πολλά να διδαχθούμε για τον τρόπο με τον οποίο ο Φλωμπέρ ετοιμάζει όσα θα γίνουν οι κατοπινές συμβολές του στη γαλλική δημιουργική λογοτεχνία· γυμνάζεται: το μάτι και το χέρι. Το μάτι που θα συλλάβει τη χαρακτηριστική λεπτομέρεια, το χέρι που θα την περιγράψει. Είναι, αληθινά, θαυμαστό σε τι βαθμό ο πληθωρικός αυτός άνθρωπος βρήκε τη δύναμη να τιθασεύσει την ορμή του και να φθάσει σε ένα ύφος που έχει τη λιτότητα και την απονιά του φωτογραφικού φακού».
Τα επαναστατημένα πνεύματα του Βίκτορος Ουγκώ και του Λόρδου Μπάιρον δεν μένουν πια εδώ. Μένει όμως ο κύριος Κανάρης, στο σαλόνι με έπιπλα από μαόνι και καρυδιά, επίπλωση σαλονιού γιατρού επαρχιακής κωμόπολης. «Πραγματικός αστός. Θλιβερή επίσκεψη»:
«Ο Κανάρης μπαίνει και μας σφίγγει αμέσως το χέρι. Aνθρωπος μικρόσωμος, κοντόχοντρος, ψαρομάλλης, λευκή επιδερμίδα, πλακουτσωτή μύτη και στραβή στην άκρη, τετράγωνο πρόσωπο· ύφος τραχύ, αλλά και γλυκό, δίχως μέτωπο».
«Γράμματα του Φλωμπέρ απ’ την Ελλάδα».
Κατοικεί όμως ακόμη εδώ η γοητεία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και τα ερείπια είναι η ζωντανή ηχώ του στους καιρούς που έρχονται και παρέρχονται:
«Ακτινοβολούμε από ικανοποίηση που βρισκόμαστε στην Αθήνα. Και κατ’ αρχήν, για το κλίμα, μας φαίνεται πως είναι άνοιξη σε σύγκριση με την Πόλη που, μες στο χειμώνα, είναι πραγματική Σιβηρία. Οι άνεμοι της Ρωσίας, αφού δροσίζονται απ’ τη Μαύρη Θάλασσα, σου ‘ρχονται κατευθείαν απ’ τις πηγές τους. Εδώ ξαναβρήκαμε τις μυρτιές και τα λιόδεντρα που μας θυμίζουν την καλή μας Συρία. –Και κατόπι τα ερείπια! Τα ερείπια! Τι ερείπια! Τι άνθρωποι αυτοί οι Eλληνες! Τι καλλιτέχνες! Διαβάζουμε, κρατούμε σημειώσεις. Οσο για μένα, βρίσκομαι σε ολύμπια κατάσταση, ρουφώ την αρχαία τέχνη μ’ όλο μου το νου. Η θέα του Παρθενώνα είναι ένα απ’ τα λίγα πράγματα σε τούτη τη ζωή που χαράχτηκαν τόσο βαθιά μέσα μου. –Δεν πα να λένε, η Τέχνη δεν είναι ψέμα».
3o γράμμα στη μητέρα του, 26 Δεκεμβρίου 1850.
«Πήγα να αποχαιρετήσω την Ακρόπολη. Μέσα στον Παρθενώνα, στη βάση μιας πλάκας, ένας μηρός φαγωμένος, εντελώς γκρίζος.
Φυσούσε δυνατά, ο ήλιος βασίλευε, ο ουρανός ήταν κατακόκκινος πάνω από την Αίγινα· πίσω από τους κίονες των Προπυλαίων, ο ουρανός απλωνόταν με χρώμα κίτρινο κροκάτο.
Καθώς επέστρεφα από το ναό του Ποσειδώνα, δυο μεγάλα πουλιά ξεπετάχτηκαν πάνω από το αέτωμα και έφυγαν ανατολικά, κατά τη μεριά της Σμύρνης, της Ασίας.
Σπρώχνοντας την πόρτα της Ακρόπολης, παρατήρησα πως έτριζε πονεμένα, σαν πόρτα σιταποθήκης».
«Το ταξίδι στην Ελλάδα».
Ο Φλωμπέρ μπήκε στα μονοπάτια της σύγχρονης
Ελλάδας αναζητώντας τη διαφυγή προς την αρχαία. Oμως δεν μένει αδιάφορος απέναντι στο παρόν:
«Σήμερα, μία από τις ωραίες μέρες του ταξιδιού, από εκείνες που τις ένιωσα βαθύτερα, τις πιο προσωπικά ευχάριστες· από τα Μέγαρα στην Κινέτα, θα παραμείνει για μένα σαν μία από τις ηλιόλουστες στιγμές της ζωής μου. Τι φτωχό πράγμα η πένα, το μόνο που μπορεί είναι να σου το θυμίζει αυτό!».
«Το ταξίδι στην Ελλάδα».
Και το κεντρικό μονοπάτι της αρχαίας Ελλάδας τραβά, φυσικά, προς τον Παρνασσό:
«Ο Παρνασσός, στην ανατολή του ήλιου, έδειχνε όλα του τα χιόνια· ήταν λαξευμένος σε δυο φέτες μυτερές που προεξείχαν, ακουμπισμένες σε βάσεις πολύ φαρδιές που σχημάτιζαν, για το μάτι, το πέρασμα από τη μία στην άλλη. Κορυφή λεπτή με πλατιά βάση, σε χρώμα άσπρο, αστραφτερό σαν γυαλισμένο μάργαρο· το φως που κυκλοφορούσε πάνω της έμοιαζε με κρυστάλλωμα από υγρό ατσάλι».
«Στο βάθος της χαράδρας κυλάει, λευκό σαν χέλι από μάργαρο, ένα ρυάκι που ελίσσεται μέσα σ’ έναν ελαιώνα· Υστερα πλαταίνει στην πεδιάδα που πρόκειται να περάσουμε αύριο. Αριστερά ο κόλπος των Σαλώνων εισχωρεί μέσα στα εδάφη· ύστερα από τον κόλπο, βουνό· ύστερα ένα άλλο, ύστερα ένα τρίτο, βυθισμένο στην ομίχλη, και στο πλάι (δεξιά) άλλα ακόμη που συνωστίζονται σαν κεφάλια γιγάντων που σπρώχνονται για να δουν».
«Το ταξίδι στην Ελλάδα».
«Το να έχεις διαλέξει τους Δελφούς για να βάλεις την Πυθία είναι μεγαλοφυής σύλληψη. Πρόκειται για τοπίο που προκαλεί θρησκευτικό τρόμο, στενή κοιλάδα ανάμεσα σε δυο βουνά κάθετα σχεδόν, το βάθος γεμάτο από μαύρα λιόδεντρα, τα βουνά κόκκινα και πράσινα, με φαράγγια παντού, με τη θάλασσα στο βάθος, και στον ορίζοντα βουνά χιονισμένα».
8ο γράμμα, στον Λουδοβίκο Μπουγιέ, από την Πάτρα, 10 Φεβρουαρίου 1851.
«Βουνά στωικά ή σπαρτιάτικα». Μπορεί την ιστορία να την έγραψαν οι Αθηναίοι και να έδωσαν το στίγμα τους σε ολάκερη την κλασική εποχή, όμως αυτή η αυστηρή πολιτεία των πραγματικά «ομοίων» στρατιωτών-πολιτών δεν έπαψε ποτέ να ασκεί συγκρατημένη γοητεία στους περιηγητές του 19oυ αιώνα, όπως και στους προγενέστερους. Μετά, η κοιλάδα του Ευρώτα, άρχισε να χάνει το ένα μετά το άλλο τα ούτως ή άλλως φτωχά τεκμήρια της μνήμης της. Τώρα, στο τοπίο δεσπόζει η καστροπολιτεία του Μυστρά και όχι η αρχαία Σπάρτη. Τότε, όμως, οι Ευρωπαίοι δεν είχαν ανακαλύψει το Βυζάντιο και το προσπερνούσαν:
«(…) δεξιά ο Μυστράς και η τούρκικη ακρόπολή του, όψη σταχτιά, χτισμένος πάνω στην τελευταία πλαγιά του βουνού· αριστερά, πάνω σε μια προεξοχή, στη μέση της πεδιάδας, άσπρα σπίτια της Σπάρτης».
«Αφού περάσαμε τη γέφυρα, επανερχόμαστε αριστερά και προχωράμε στη μέση, εντελώς, της κοιλάδας του Ευρώτα. Δεξιά, μια μικρή σειρά από πράσινους λόφους, πίσω από τους οποίους κάθε τόσο εμφανίζεται ο Ταΰγετος, κάθετος, γαλάζιος σκούρος, τυλιγμένος με χιόνια στο κεφάλι του· αριστερά τα βουνά, πέρα από το ποτάμι με δέντρα στις όχθες του, παίρνουν τη μορφή ενός προτειχίσματος με μεγάλο μάκρος που προχωράει, χαμηλώνει καθώς πλησιάζει στη Σπάρτη, έχει χρώμα κοκκινόξανθο και περίγραμμα ίσιο. Δεν ξέρω γιατί το θέαμα αυτό μού θυμίζει τον δωρικό ρυθμό και μ’ αρέσει πολύ, περισσότερο και από τον Ταΰγετο (αν και είναι ωραίος): είναι βουνά στωικά ή σπαρτιάτικα».
«Το ταξίδι στην Ελλάδα».
Η επιχείρηση της απαγκίστρωσης από την αρχαία Ελλάδα ήδη έχει αρχίσει, αλλά οι ακτινοσκόποι οφθαλμοί του συγγραφέα μένουν εστιασμένοι στους κίονες του ναού του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες:
«Ο ναός έχει ένα ομοιόμορφο γκρίζο χρώμα· οι δωρικοί κίονες, με ραβδώσεις (τρεις αυλακώσεις κάτω από τον εχίνο του κιονόκρανου), έχουν σε ορισμένα σημεία άλικους λεκέδες σαν λεκέδες κρασιού· πάνω στους άλικους αυτούς λεκέδες (λειχήνες), μικρά στίγματα ή μάλλον γραμμές άσπρες κυματιστές, υπάρχουν και ορισμένοι λεκέδες κίτρινοι».
«Το ταξίδι στην Ελλάδα».
Πάτρα, Σάββατο 8 Φεβρουαρίου: «(…) Τέλος τα ταξίδια! Ολα έχουν ένα τέλος. Τι κουτός που είναι ο άνθρωπος! (…) Την Τρίτη θα φύγουμε για το Πρίντιζι. Αλλοι τόποι! Αλλες μέρες»…
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ