Δύσκολα θα περίµενε κανείς ότι ο άνθρωπος που θα εξεδίωκε τελικά τον Μπιλ Γκέιτς από τον θρόνο του πλουσιότερου ανθρώπου του κόσµου, στον οποίο εδώ και χρόνια στρογγυλοκάθεται (µε µικρά διαλείµµατα για να ξεµουδιάσει), θα ήταν ο Τζέφρι Πρέστον Γιόργκενσεν. Οχι γιατί πρόκειται για κάποιον σκιώδη επιχειρηµατία ή κοµήτη του βιοµηχανικού κόσµου –τον γνωρίζετε καλύτερα ως Τζεφ Μπέζος, ονοµατεπώνυµο που απέκτησε από τον δεύτερο σύζυγο της µητέρας του. Απλώς έως το 2016 η περιουσία του ήταν κάτι παραπάνω από σεβαστή (53,2 δισεκατοµµύρια δολάρια), δεν ήταν όµως αµύθητη.
Ωστόσο, η αλματώδης άνοδος της αξίας του Amazon εντός του 2017 τον έφερε ξαφνικά στην pole position ενός αγώνα γκραν πρι για την πρωτοκαθεδρία στο πρωτάθλημα πλούτου του πλανήτη. Ηταν για μερικές ώρες ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου στις 27 Ιουλίου 2017, όταν η τιμή των μετοχών του Amazon ανέβασε το βιος του πάνω από τα 90 δισεκατομμύρια δολάρια, υποχώρησε αργότερα την ίδια ημέρα στη δεύτερη θέση μαζί με τη χρηματιστηριακή αξία της εταιρείας του, επανήλθε στην πρωτοπορία στις 27 Οκτωβρίου και πήρε οριστικά αποστάσεις από τον Μπιλ στις 24 Νοεμβρίου, έχοντας ξεπεράσει το φράγμα των 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Στα τέλη του 2017 το «Forbes» τού αποδίδει ακόμη τα 99,8 από αυτά (ο Μπιλ βρίσκεται στα 90,9) –κάτι παραπάνω από αρκετά για να καλύψουν τις ανάγκες του για το 2018: να διατηρήσει το Amazon στην κορυφή των διαδικτυακών πωλήσεων παγκοσμίως, να χρηματοδοτήσει το κύρος της «Washington Post», να δει την αεροδιαστημική εταιρεία του ονόματι Blue Origin να πραγματοποιεί την πρώτη της επανδρωμένη τροχιακή πτήση.
Θα υπήρξαν σίγουρα και άλλοι πριν από αυτόν, που µάλλον χάθηκαν στην πορεία, ωστόσο ο Μπέζος είναι ο κατ’ εξοχήν πραµατευτής της διαδικτυακής εποχής. Ο µύθος τον θέλει να εγκαταλείπει τη Γουόλ Στριτ όπου, µετά την αποφοίτησή του από το Πρίνστον, εργαζόταν, στον τοµέα των ηλεκτρονικών υπολογιστών, προκειµένου να εκµεταλλευτεί εµπορικά τη ραγδαία ανάπτυξη του Ιnternet. Σε ένα ταξίδι από τη Νέα Υόρκη στο Σιάτλ, το 1994, συγκρότησε το business plan αυτού που θα γινόταν το Amazon και ξεκίνησε να πουλάει βιβλία από την επόµενη χρονιά. Συνέχισε µε CD, ρούχα και κάθε είδους αντικείµενα, καθιστώντας ουσιαστικά µόνος του δηµοφιλές το άθληµα των online αγορών. Πέντε χρόνια µετά την κρίση της φούσκας των dot.com, είχαν επιζήσει λίγοι, ένας εκ των οποίων ήταν ο Τζεφ –χάρη στο αξίωµα που θα διατύπωνε χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Business Insider»: «Οι εταιρείες που δεν πειραµατίζονται διαρκώς, που δεν εναγκαλίζονται την αποτυχία, καταλήγουν στην απελπιστική θέση να εξαρτώνται από ένα θαύµα στα τέλη της εταιρικής τους ύπαρξης».
Αν ήταν κανείς κυνικός, θα έλεγε ότι κάτι παρόμοιο συνέβη στη «Washington Post», έναν θεσμό της αμερικανικής δημοσιογραφίας που, όπως μεγάλο μέρος του δυτικού Τύπου, δεν προσαρμόστηκε έγκαιρα στην αλλαγή του παραδείγματος το οποίο ενστερνίστηκε (και βοήθησε να επιβληθεί) ο ίδιος ο Μπέζος. Να όμως που εδώ έκανε την εμφάνισή της η εξαίρεση του κανόνα, ο από μηχανής θεός στο τέλος του παιχνιδιού: ο Ντόναλντ Γκρέιαμ, γιος της θρυλικής Κάθριν Γκρέιαμ, κληρονόμος της «Washington Post» στη δύσκολη τρέχουσα οικονομική συγκυρία, προσήλθε ως ικέτης στον ιδρυτή του Amazon τον Αύγουστο του 2013 και ο Τζεφ ανταποκρίθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Εβγαλε 250 εκατομμύρια δολάρια από το πορτοφόλι του και τα ενεχείρισε στον εκδότη. «Δεν έλεγξα τα λογιστικά βιβλία και δεν διαπραγματεύθηκα με τον Ντον» δήλωνε στο «Business Insider» τον Μάρτιο του 2016. «Απλώς αποδέχθηκα το νούμερο που μου πρότεινε».
Δεν είναι ότι τα νούμερα δεν έχουν σημασία για τον Μπέζος. Δεν είναι ο Τζον Ρόμπαξ, ο αντίπαλος του Σκρουτζ Μακ Ντακ, που ξοδεύει αφειδώς χρήμα σε αμφιβόλου κύρους επενδύσεις. Αντίθετα, προσέχει ιδιαίτερα τις τοποθετήσεις του, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ονόματα όπως η Google, το Twitter, η Uber, το Airbnb. Ενίοτε, ωστόσο, το όραμά του υπερνικά την όρεξη για άμεσες αποδόσεις. Πάρτε για παράδειγμα την Blue Origin, την αεροδιαστημική εταιρεία που ίδρυσε το 2000. Δεκαεπτά χρόνια μετά, έχει φθάσει στο στάδιο των επιτυχημένων εκτοξεύσεων και στόχος της συνεχίζει να είναι η επανδρωμένη υπο-τροχιακή πτήση εντός του 2018, παραμένει όμως εκτός ρεαλιστικά κερδοφόρων δραστηριοτήτων. Το 2016 ο Μπέζος πούλησε περίπου 2 εκατ. μετοχές του Amazon αντί 1,42 δισεκατομμυρίων δολαρίων για να χρηματοδοτήσει την Blue Origin, πρακτική που, σύμφωνα με όσα έλεγε στους «New York Times» τον Απρίλιο του 2017 προτίθεται να συνεχίσει για τα επόμενα χρόνια, εκποιώντας στοκ αξίας κάπου 1 δισ. δολαρίων ετησίως. Και αυτό γιατί ο ίδιος διακρίνεται από ένα πάθος για το Διάστημα, το οποίο χρονολογείται από τα εφηβικά του χρόνια, όταν φιλοδοξούσε να χτίσει ξενοδοχεία, πόλεις και αποικίες σε τροχιά γύρω από τη Γη.
Πιο µετριοπαθής σήµερα, µε τη σοφία των 53 ετών του, πιστεύει απλώς, σύµφωνα µε τα όσα έλεγε στο «GeekWire» τον Μάρτιο του 2016, ότι το µέλλον ανήκει στην «εµπορευµατοποίηση του Διαστήµατος, που θα διαρκέσει εκατοντάδες χρόνια, οδηγώντας σε µια εποχή που εκατοµµύρια ανθρώπων θα ζουν και θα εργάζονται στο Διάστηµα».
Αυτή η εµµονή µε το Διάστηµα προσδίδει στον Μπέζος (όπως και στον Ελον Μασκ) έναν αέρα κόµικ –έναν αέρα του φανταστικού, του άπιαστου, του ελαφρώς εκκεντρικού ίσως. Η όψη, η διάνοια, η επιχειρηµατική δεξιότητα άλλωστε θυµίζουν κάτι από Λεξ Λούθορ, τον ορκισµένο εχθρό του Σούπερµαν. Κάποιοι τον βλέπουν µάλιστα στον ρόλο του κακού: η Διεθνής Συνοµοσπονδία Εργατικών Σωµατείων τον κατονόµασε το 2014 ως «χειρότερο εργοδότη παγκοσµίως» και οι «New York Times» περιέγραφαν το 2015 το εργασιακό περιβάλλον του Amazon ως συνειδητά συγκρουσιακό και εξαντλητικό ψυχολογικά. Τι απάντησε ο Τζεφ Μπέζος; Εστειλε στους εργαζοµένους ένα υπόµνηµα, ισχυριζόµενος ότι το δηµοσίευµα δεν εκφράζει τις αξίες της εταιρείας και καλώντας τους, σε περίπτωση που γίνουν µάρτυρες παρόµοιων φαινοµένων, να του απευθυνθούν προσωπικά. Λοιπόν, κανείς δεν είναι τέλειος…

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ