Ο Χριστός, η ελπίδα δηλαδή, μπορεί να γεννηθεί παντού. Το Καλό δεν έχει ούτε μεγάλη ούτε μικρή πατρίδα. Εχουμε όμως εμείς, και αυτές τις ημέρες ταξιδεύουμε σε τόπους που τους τυλίγει σαν φωτοστέφανο η υπερβατική μαγεία των Χριστουγέννων. Ταξιδεύουμε με τον Γιώργο Σεφέρη, ανήμερα Χριστούγεννα, ανοιχτά της γλυκιάς χώρας Κύπρου, για να μπούμε στον κόλπο της Λεμεσού, με το πρώτο και τελευταίο ποίημα που του έδωσε το λατρεμένο νησί και το έγραφε δεκαεπτά χρόνια: τις «Γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα»:
«Φαίνεται ο Κάβο-Γάτα…»,
μου είπε ο καπετάνιος
δείχνοντας ένα χαμηλό γιαλό μέσα στο πούσι
τ’ άδειο ακρογιάλι ανήμερα Χριστούγεννα,
«…και κατά τον Πουνέντε αλάργα το κύμα γέννησε την Αφροδίτη·
λένε τον τόπο Πέτρα του Ρωμιού.
Τρία καρτίνια αριστερά!»
(…)
«Παράξενο», ξανάειπε ο καπετάνιος.
«Τούτη η καμπάνα –μέρα που είναι –
μου θύμισε την άλλη εκείνη, τη μοναστηρίσια»
Η μονή του Αγίου Νικολάου των Γάτων με όλους τους θρύλους της εξακολουθεί να υπάρχει εκεί, στη «μούτη» του Ακρωτηρίου, από τον καιρό, λένε, της Αγίας Ελένης. Τρέχεις ανάμεσα στα τοπία της λιμνοθάλασσας και της αλυκής, με τις τριανταφυλλί πινελιές των φλαμίνγκο, για να φτάσεις στο μοναστήρι όπου εγκαταβιούν τέσσερις μοναχές και εκατό γάτοι, απόγονοι, λένε, εκείνων που επιστρατεύθηκαν για να εξοντώσουν τα δηλητηριώδη φίδια που κυριάρχησαν στον τόπο τον καιρό της αναβροχιάς, ενσωματώνοντας τόσο κακό μέσα τους, «Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι». Μα εμάς μια άλλη καμπάνα μάς καλεί στη γένεση του αντίδοτου ψηλά επάνω στο Τρόοδος.
Η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού στο Πελένδρι είναι μία από τις δέκα ξυλόστεγες βασιλικές του Τροόδους που είναι χαρακτηρισμένες Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την UNESCO. Πρώτα εισπράττεις τη γήινη εικόνα του τρίκλιτου μετά τρούλου ναού, έτσι καθώς προβάλλεται πάνω στα σπίτια του χωριού που την αγκαλιάζουν σαν σκηνικό παρατεταγμένα αμφιθεατρικά στην πλαγιά. Και μετά, ανοίγεις την ξύλινη πόρτα και μπαίνεις σε έναν υπερβατικό κόσμο, επουράνιο, κατάγραφο με εξαιρετικής σημασίας τοιχογραφίες του 12ου, του 14ου, του 15ου και του 16ου αιώνα, εξαίσια δείγματα της παλαιολόγειας ζωγραφικής. Επάνω στον «ουρανό» του ναού υπάρχουν σαν σε κόμικ σκηνές από τον κύκλο ζωής της Παναγίας, μεταξύ των οποίων και εκείνη της Γέννησης του Θεανθρώπου.
Ο µύθος του τελευταίου Παλαιολόγου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου εκκινεί από ένα άλλο Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, στην ηπειρωτική Ελλάδα, την καστροπολιτεία του Μυστρά. Εκεί, στην Περίβλεπτο, υπάρχει, κατά τον «βυζαντινό» Φώτη Κόντογλου, η ωραιότερη τοιχογραφία της Γέννησης. Το εξαιρετικό έργο της Υστεροβυζαντινής τέχνης παραδόθηκε μεταξύ 1360 και 1370 με την αυστηρή γραμμή των αφοσιωμένων στη βυζαντινή παράδοση αγιογράφων, τα ίχνη των οποίων αναζητεί ο Κόντογλου σε όλη την Ελλάδα:
«Οι πιο ωραίες εικόνες της Γεννήσεως που αφήσανε οι παληοί ευσεβείς αγιογράφοι μας είναι κατά πρώτον οι ψηφιδωτές του Δαφνιού και του Οσίου Λουκά, έργα εξαίσια για όποιον νιώθει τη βυζαντινή τέχνη και δεν θέλει σκηνοθεσίες και επιδείξεις κούφιες. Αλλη ωραία εικόνα της Γεννήσεως είναι στην Περίβλεπτο του Μυστρά, ίσως η ωραιότερη, καθώς και άλλη στην Παντάνασσα. Σπουδαία είναι και η Γέννηση στο Καχριέ Τζαμί της Πόλης (Αρχαία Μονή της Χώρας), της Υπαπαντής στα Μετέωρα, στα μοναστήρια του Διονυσίου και του Δοχειαρίου στ’ Αγιον Ορος, καθώς και του Αγίου Παύλου, στο μοναστήρι της Μεταμορφώσεως στα Μετέωρα, καθώς και στο μοναστήρι του Βαρλαάμ, έργο του Φράγκου Κατελάνου. Υπάρχουνε κι’ άλλες έμορφες Γεννήσεις σε αρχαία εξωκκλήσια, όλες στον ίδιο τύπο που ιστορήσαμε. Πλήθος Γεννήσεις στολίζουνε τα αρχαία χειρόγραφα, όπως είναι δυο που βρίσκουνται στο μοναστήρι των Ιβήρων. Το αμαρτωλό χέρι μου αξιώθηκε να ζωγραφίσει κάμποσες Γεννήσεις σε σανίδι, και δυό σε τοιχογραφία, τη μια στο οικογενειακό παρεκκλήσι του Γ. Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά, την άλλη, σε πολύ μεγάλο σχήμα, στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής στο Λιόπεσι».
Οι περιπέτειες της βυζαντινής ζωγραφικής συνεχίζουν να μας αποκαλύπτονται μέχρι και σήμερα, όπως η εικόνα της Γέννησης στην Παναγία των Ψαριανών στην Ερμούπολη της Σύρου. Η απαλλαγή της από την αιθάλη των αιώνων μάς έδειξε το νεανικό χέρι του δείξαντα, του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου. Απλωσε τις ζωντανές ακόμη τέμπερες επάνω στο ξύλο αναμεμειγμένες με στέρεο αβγό το 1567, όταν ήταν εικοσαετής και ζούσε στον Χάνδακα της Κρήτης, προτού ακόμη ανοίξει τα φτερά του για να πετάξει στο Τολέδο, μέσω Βενετίας, και στην περίβλεπτο κορυφή της ευρωπαϊκής ζωγραφικής.
Πώς είναι µπορετό αυτά τα αυστηρά πρόσωπα να ακτινοβολούν γλυκύτητα; Αν είναι άγια ο χρωστήρας του ζωγράφου και η πένα του συγγραφέα που τα περιγράφει. Και σίγουρα ήταν αγιασμένα τα χρώματα και τα σχήματα του ζωγράφου του Χριστού στο Κάστρο της Σκιάθου και ακόμη πιο αγιασμένη η γλώσσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη:
«Ο ναός της Χριστού Γεννήσεως ήτο η παλαιά μητρόπολις του φρουρίου. Ο ναΐσκος προ εκατονταετηρίδων κτισθείς, ίστατο ακόμη ευπρεπής και όχι πολύ εφθαρμένος. Ο παπα-Φραγκούλης και η συνοδεία του φθάσαντες εισήλθον τέλος εις τον ναόν του Χριστού, και η καρδία των ησθάνθη θάλπος και γλυκύτητα άφατον. (…) Ελαμψε δε τότε ο ναός όλος, και ήστραψεν επάνω εις τον θόλον ο Παντοκράτωρ με την μεγάλην κι επιβλητικήν μορφήν, και ηκτινοβόλησε το επίχρυσον και λεπτουργημένον με μυρίας γλυφάς τέμπλον, με τας περικαλλείς της αρίστης βυζαντινής τέχνης εικόνας του, με την μεγάλην εικόνα της Γεννήσεως (…) όπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αι μορφαί του θείου Βρέφους και της αμώμου Λεχούς, όπου ζωνταναί παρίστανται αι όψεις των αγγέλων, των μάγων και των ποιμένων, όπου νομίζει τις ότι, στίλβει ο χρυσός, ευωδιάζει ο λίβανος και βαλσαμώνει η σμύρνα, και όπου, ως εάν η γραφική ελάλει, φαντάζεταί τις, επί μίαν στγμήν, ότι ακούει το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ!»».
Δεν υπάρχουν Χριστούγεννα χωρίς εικόνες, λόγια και ταξίδια. Κι αυτές οι εικόνες, αυτά τα λόγια, αυτό το ταξίδι από τη «μεσημβρινή πολίχνη» μέχρι τον αλίχτυπο βράχο του Κάστρου με τη βάρκα του μπαρμπα-Στεφανή Μπέρκου, είναι μεγάλο μέρος της μαγείας των Χριστουγέννων. Και αυτές τις ημέρες παίρνουμε πάντα ολόκληρο το κομμάτι που μας χαρίζει ο ψάλτης του Αγίου Ελισαίου. Πάμε εκεί κάθε ενιαυτόν με βάρκα, περνώντας μπροστά από τα Λαλάρια, ή με τα πόδια ύστερα από τη διαδρομή με αυτοκίνητο πάνω στη σπονδυλική στήλη της Σκιάθου. Μετά την πύλη του Κάστρου, που ιδρύθηκε τον 14ο αιώνα, τα διαδοχικά σκαλοπάτια γίνονται ξανά μονοπάτι που συνεχίζει στη «ράχη» του βράχου, προς την κορυφή, περνώντας ανάμεσα στα ερείπια. Μερικά σπίτια έχουν επισκευαστεί και κάποιοι παραθερίζουν εδώ. Ομως τα πιο ενδιαφέροντα αξιοθέατα του Κάστρου είναι οι τέσσερις παλιές εκκλησίες που στέκουν καλά. Το μονοπάτι αριστερά πηγαίνει για τον λευκό Αγιο Νικόλαο με τα εντοιχισμένα πιάτα και τον Αγιο Βασίλειο. Μπροστά είναι η εκκλησία της Γεννήσεως του Χριστού (17ος αιώνας) και μετά η Αγία Μαρίνα και το «Κανόνι της Αναγκιάς».

«Οταν έφθασαν εις το Κάστρον και εισήλθον εις τον ναόν του Χριστού, τόσον θάλπος εθώπευσε την ψυχήν των, ώστε, αν και ήσαν κατάκοποι, και αν ενύσταζόν τινες αυτών, ησθάνθηκαν τόσον την χαράν του να ζώσι και του να έχωσι φθάσει αισίως εις το τέρμα της πορείας των…».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ