Δεδοµένου ότι «σπίτι είναι εκεί που βρίσκεται η καρδιά σου», η απόφαση του Στινγκ να πουλήσει, τον περασµένο Οκτώβριο, το πανάκριβο, προνοµιούχο και πολυτελές διαµέρισµά του στο Μανχάταν, επιβεβαιώνει πως η δική του καρδιά βρίσκεται αλλού. Στην Τοσκάνη, όπου περνάει µεγάλο µέρος του χρόνου του. Αλλά και προς Ιρλανδία µεριά, θα µπορούσαµε να πούµε, καθώς όπως ανακάλυψε εκεί είχαν ζήσει (σε µεγάλη φτώχεια) µέλη της οικογενείας του. Το έµαθε συµµετέχοντας στην αµερικανική εκποµπή «Finding Your Roots», όπου επώνυµοι αναζητούσαν τις ρίζες τους. Ο γεννηµένος κοντά στο Νιούκαστλ σταρ, όταν πληροφορήθηκε πως µία από τους προγόνους του είχε πεθάνει σε πτωχοκοµείο της ιρλανδικής κοµητείας Μόναγκαν τον 19ο αιώνα, επισκέφθηκε το ιστορικό οίκηµα. «Είδα πώς ζούσαν» δήλωσε µετά, «και ήταν σαν να ζούσαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Συγκινήθηκα πολύ, συνάντησα και συγγενείς που δεν γνώριζα πως υπάρχουν. Ηταν µια όµορφη αλλά και λίγο στενάχωρη εµπειρία».
Η Ιρλανδία υπάρχει και στη μουσική του. Μπορεί το μιούζικαλ «The Last Ship» να αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια στα πέριξ του Νιούκαστλ, σε μια περιοχή όπου λειτουργούσαν ναυπηγεία, όμως οι μελωδίες του είναι επηρεασμένες από τις ιρλανδικές ρίζες του. Το θεατρικό έργο που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Σικάγο το 2014 θα παιχτεί για πρώτη φορά στο Δουβλίνο το καλοκαίρι, δίνοντας στον δημιουργό του άλλη μία ευκαιρία να επιστρέψει στην… άλλη πατρίδα (το καλοκαίρι του 2018 θα τον δούμε, αν όλα πάνε κατ’ ευχήν, και σε δύο συναυλίες στην Αθήνα). Είναι μια δουλειά που αγαπάει τόσο ώστε να τη χαρακτηρίζει «ό,τι καλύτερο έχω κάνει, επειδή είναι κάτι πολύ προσωπικό, πολύ δικό μου».
Ο Στινγκ δεν φοβάται να αποκαλύπτεται και μέσα από τα τραγούδια του αλλά και μέσα από τα λόγια του. Στις συνεντεύξεις του μιλάει με άνεση για την παιδική του ηλικία (να πάλι το «Last Ship»), στο σπίτι με τη θέα στο ναυπηγείο, για την όχι πάντα εύκολη ζωή του στη Νέα Υόρκη, για τη σχέση του με τη μουσική («όταν συνθέτω θέλω να προκαλώ έκπληξη στον ακροατή») και με τον χρόνο: «Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου βρίσκεται πίσω, σκέφτομαι πλέον και τη δική μου παροδικότητα. Δεν θα παραπονεθώ όμως, είμαι υγιής και κάνω μια δουλειά που μου αρέσει».
Γκόρντον Μάθιου Τόµας Σάµνερ: αυτό είναι το πραγµατικό όνοµά του. Γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1951. Αρχισε να παίζει τζαζ σε µικρούς χώρους κάνοντας παράλληλα και άλλες δουλειές (οδηγός λεωφορείου, υπάλληλος στην Εφορία κ.λπ.). Επειτα από αρκετές αποτυχηµένες προσπάθειες να εκδώσει τη µουσική που έγραφε, γνώρισε την επιτυχία µε τους Police –το συγκρότηµα που δηµιούργησε το 1977 µαζί µε τον ντράµερ Στιούαρτ Κόουπλαντ και τον κιθαρίστα Αντι Σάµερς –και το τραγούδι «Roxanne». Το 1982 κυκλοφόρησε το πρώτο τραγούδι του χωρίς τη µπάντα του («Spread A Little Happiness») και το 1985 το πρώτο προσωπικό άλµπουµ του µε τον τίτλο «The Dream of the Blue Turtles» και µε εµφανείς επιρροές και από την κλασική µουσική. Ακολούθησαν τα «…Nothing Like the Sun» (µε τα «Englishman in New York» και «Fragile»), «The Soul Cages», «Ten Summoner’s Tales» και «Brand New Day». Είχε γίνει πλέον «θαµώνας» στα Grammy. Το 2002 απέσπασε και Χρυσή Σφαίρα για το τραγούδι «Until…» της ταινίας «Kate & Leopold». Ο Στινγκ συνέχισε να συνθέτει παντρεύοντας τα σύγχρονα µε κλασικά ακούσµατα, κυκλοφορώντας το 2003 το «Sacred Love» και το 2006 το «Songs from the Labyrinth».
Οι Police, που είχαν διαλυθεί το 1986, επανενώθηκαν το 2007 και ξεκίνησαν περιοδείες σε όλον τον κόσμο. Το ένατο προσωπικό άλμπουμ του frontman τους, το 2009, με τίτλο «If οn a Winter’s Night…», περιλαμβάνει μεταξύ άλλων διασκευασμένες μουσικές των Χένρι Πέρσελ, Φραντς Σούμπερτ και Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Εναν χρόνο μετά ήρθε το «Symphonicities», ακολούθησε το 2013 το «The Last Ship», από όπου και το ομώνυμο μιούζικαλ, και τελευταία κυκλοφορία του ήταν το «57th & 9th» του 2016.
Λιτός και σεµνός πάνω στη σκηνή, µια οικεία και φιλική φιγούρα αλλά και άνδρας που παραµένει και στο κατώφλι των 70 γοητευτικός, ο Στινγκ είναι ένας από τους πιο αγαπητούς καλλιτέχνες στο διεθνές κοινό (σ.σ. υπάρχει πάντα ένα αντι-Στινγκ λόµπι, αλλά το µένος του έχει κοπάσει). Oχι µόνο για την ποιότητα της µουσικής του, αλλά και για τις δράσεις του για τα ανθρώπινα δικαιώµατα και για το φυσικό περιβάλλον. Συγγραφέας (µαζί µε τον γάλλο κινηµατογραφιστή Ζαν-Πιερ Ντιτιγέ) του βιβλίου «Αµαζόνιος –Αγώνας για τη ζωή», ασχολήθηκε ενεργά µε τη σωτηρία του τροπικού δάσους από την οικολογική καταστροφή. Εκεί, στη Βραζιλία, µυήθηκε στην «ιεροτελεστία» του ναρκωτικού αγιαχουάσκα, στο οποίο αναφέρεται εκτενώς στην αυτοβιογραφία του «Broken Music».
Ωστε τελικά δεν είναι τόσο καλό παιδί όσο φαίνεται; Το επιβεβαίωσε η δεύτερη γυναίκα του, η αγγλίδα ηθοποιός, παραγωγός και σκηνοθέτρια Τρούντι Στάιλερ σε συνέντευξή της: «Φυσικά και κάνουµε οµαδικό σεξ» είπε: «Διασκεδάζουµε πολύ περισσότερο από εσάς που ακολουθείτε συντηρητική ζωή. Aυτό σηµαίνει για µένα ροκ εν ρολ. Oύτε εγώ ούτε ο Στινγκ ζηλεύουµε όταν ανταλλάσσουµε ερωτικούς συντρόφους. Tου αρέσει µάλιστα να πηγαίνει σε κλαµπ όπου βλέπεις τον κόσµο να γδύνεται χωρίς αναστολές και µετά να συζητεί, να χορεύει, να κάνει ό,τι θέλει». «Δεν βρίσκω το συνηθισµένο σεξ ενδιαφέρον» δηλώνει εκείνος από την πλευρά του.
Οπως και να έχει, είτε φορώντας τη µάσκα του άτακτου είτε εκείνη του καλού παιδιού, ο Στινγκ είναι αξία διαχρονική. Επιτυχηµένος, διάσηµος, ζάπλουτος, µε µια αρµονική, όπως φαίνεται, οικογενειακή ζωή, πατέρας έξι παιδιών για τα οποία δηλώνει υπερήφανος, σήµερα περνάει µεγάλο µέρος του χρόνου του στην καταπληκτική βίλα του στην Τοσκάνη. Εκεί παράγει τα βραβευµένα κρασιά του, κάνει τη γιόγκα του και γράφει τα τραγούδια του. Την ίδια στιγµή, µε τραγούδια σαν αυτά που έχει γράψει για το «Last Ship», κοιτάζει πίσω στα παιδικά χρόνια του στο Νιούκαστλ, για να ξαναβρεί το παιδί που έπαιζε δίπλα στα καράβια και ονειρευόταν όταν µεγαλώσει να γίνει µουσικός. Ενα παιδί που δεν πρόδωσε τα όνειρά του, τα έζησε. Αυτό είναι ευτυχία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ