«Κυκλαδικά στιγμιότυπα» μέσα στον χειμώνα, μια άλλη αίσθηση των νησιών γύρω από τη Δήλο, στο κέντρο του Αρχιπελάγους των αρχαίων και των νέων μυστηρίων και των θαυμάτων. Πραγματικά γύρω από τη Δήλο, γιατί εκείνη προκάλεσε με την αρχαία λάμψη της τους αρχαιολόγους να κάνουν το κοπιώδες ταξίδι με το καράβι της γραμμής ως την ασήμαντη τότε Μύκονο και από εκεί να μετεπιβιβαστούν σε μικρότερα σκάφη για την ιερή νήσο του Απόλλωνα.
Ηταν και η καλλονή Αφροδίτη της Μήλου και οι αρχαϊκοί κούροι της Νάξου που προσκαλούσαν τους αρχαιολόγους του 19ου αιώνα να πραγματοποιήσουν αυτές τις επίπονες αλλά απίστευτα γοητευτικές μικρές οδύσσειες στις Κυκλάδες.
Προτού πάω να δω την έκθεση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων «Κυκλαδικά στιγμιότυπα από τα μνημεία και τους ανθρώπους τους», η οποία φιλοξενείται στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών ως τις 28 Φεβρουαρίου 2018, διάβαζα τον μύθο που έχουν στη μακρινή Ιαπωνία για την καταγωγή των νησιών. Πιστεύουν λοιπόν ότι τα νησιά είναι αλμυρές σταγόνες που έπεσαν στον ωκεανό από το θεϊκό δόρυ δύο σιντοϊστικών «κάμι», του Ιζανάκι και της Ιζανάμι, που με αυτό ανάδευαν τη θάλασσα για να στερεώσουν τη Γη που ταξίδευε πάνω σε αυτήν. Κι εδώ, στα δικά μας μέρη, οι άνθρωποι πίστευαν ότι η Γη περιβαλλόταν από τον παντοδύναμο ωκεανό. Τίποτε δεν γεννιόταν έξω από τα νερά του, ούτε εμείς οι ίδιοι. Κυοφορηθήκαμε σαν ψάρια στη θάλασσα της μητρικής γαστέρας και μόλις βγήκαμε στον αέρα μπουσουλήσαμε προς το στοιχείο μας και καθίσαμε σκεπτικοί και ανήσυχοι στην ακρογιαλιά να κοιτάζουμε με νόημα το πέλαγος.
Τον ονειροκαιρό –εποχή που ανακάλυψαν οι Αβορίγινες της Αυστραλίας –το σπίτι μας είναι νησί, ο κόσμος όλος είναι νησί, οι ίδιοι οι άνθρωποι είναι νησιά. Και τα νησιά ταξιδεύουν. Είναι στη φύση τους, στο πεπρωμένο μας. Χρειάζεται θεϊκή χάρη για να αγκυροβολήσουν και να μείνουν ακίνητα σε ένα σημείο. Να χάσουν δηλαδή την αενάως ταξιδεύτρα ψυχή τους. Οπως έγινε με τη Δήλο. Η Λητώ, η εγγονή του Ουρανού και της Γαίας, παρακάλεσε για χάρη της Αρτέμιδος και του Απόλλωνα, των μικρών θεών που κυοφορούσε από την ένωσή της με τον Δία, την άδηλο νήσο «που μέχρι τότε κυμαινόταν αθεμελίωτη, τήδε κακείσε, στα υγρά νώτα των θαλασσών» κατά τον Νίκο-Γαβριήλ Πεντζίκη, να σταματήσει τον πλάνητα βίο στα πέλαγα, να εμφανιστεί σε ένα μέρος και να γίνει Δήλος. Προηγουμένως η καταδιωκόμενη από τη ζήλια της Ηρας εγκυμονούσα ζήτησε από όλα τα βουνά και τα νησιά του ελλαδικού χώρου, από την Κρήτη μέχρι τη Ρήνεια, να τη δεχθούν και να την κρύψουν, αλλά κανένα δεν τολμούσε να το αποφασίσει. Μόνο η Δήλος, αν και φοβόταν πολύ το θεϊκό βάρος, δέχθηκε. Οι θεοί τη στερέωσαν στον βυθό με τέσσερις κολόνες. Η Λητώ γέννησε πρώτα την Αρτεμη και μετά τον Απόλλωνα, και οι φόβοι της Δήλου για σίγουρη περιφρόνηση της ταπεινότητάς της από τους μικρούς θεούς έγιναν ευλογία.
Τα νησιά τη θαύμασαν και έστησαν γύρω της έναν κυκλικό χορό. Εγιναν Κυκλάδες. Η φτωχή Δήλος των μικρών θεών έγινε πλούσια, μεγάλη και τρανή. Και έτσι, την Κυριακή 3 Μαΐου 1909 ξεκινούσε από τον Πειραιά η «επιστημονική και ψυχαγωγική εκδρομή εις Δήλον-Μύκονον διά του αναπαυτικοτάτου και ηλεκτροφωτίστου πλοίου «Καλυψώ»». Οι αρχαιολόγοι της Γαλλικής Σχολής που έσκαβαν στη Δήλο αποκάλυπταν παράλληλα με τα μεγάλα μυστικά της λαμπρής αρχαίας πόλης και τα μικρά. Οπως το εμβληματικό ψηφιδωτό ιδεόγραμμα της φοινικικής θεάς Τανίτ στην κύρια είσοδο της Οικίας των Δελφινιών.
Η παρουσία θεών και από άλλες γωνιές της Μεσογείου δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο στην κοσμοπολίτικη Δήλο, αλλά και στη γειτονική Ρήνεια, που φαίνεται ότι έλαβε συγχώρεση για την άρνησή της να δεχθεί να γίνει λίκνο του Απόλλωνα και της Αρτέμιδος. Εγινε η νεκρόπολη της Δήλου και έστω κι έτσι κατέλαβε και εκείνη μια θέση σε αυτόν τον μεγαλόπρεπο αρχαίο κόσμο. Αυτή την ιστορία μάς τη διηγείται ο τάφος της Φιλούς. Η νεαρή γυναίκα –που έφερε ξανά στο φως ο Δ. Σωτηρόπουλος τον Αύγουστο του 1898 –φορούσε χρυσό δαχτυλίδι με το όνομά της (Φιλώ) και είχε στα χέρια της χάλκινο σείστρο με ράβδους που αρχικά έφεραν κύμβαλα, διακοσμημένο με αιλουροειδή και σύμβολα της Ισιδας. Καθώς το σείστρο είναι όργανο της αιγυπτιακής λατρείας, οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η νεκρή ήταν ιέρεια της Ισιδας. Τα γυάλινα αγγεία κατεύθυναν τη χρονολόγηση του ταφικού συνόλου προς τον 1ο/2ο αιώνα μ.Χ.
Μια καθημερινή ανθρώπινη ιστορία ανασύρθηκε μέσα από τα ερείπια του ιερού των σύρων θεών. Το 1881 οι αρχαιολόγοι τίναξαν το χώμα της λήθης πάνω από μια επιγραφή σε μάρμαρο του Θεογένη. Αυτός ο δούλος των ανθρώπων επικαλείται τον Ηλιο και την Αγνή θεά (Ατάργατη) εναντίον μιας γυναίκας η οποία τον εξαπάτησε και του έκλεψε τα χρήματα που μάζευε για να εξαγοράσει την ελευθερία του. Ο Θεογένης επιθυμεί να μην ξεφύγει η γυναίκα από τη δύναμη της θεάς, ούτε από τις κατάρες των θεραπευτών (ομάδας πιστών ή ιερέων): «(…) αυτή δε λαβούσα παρακαταθήκην εις ελευθερίαν απεστέρησε. Μη εκφύγοι το κράτος της θεάς. Αξιώ δε και δέομαι πάντας τους θεραπευτάς βλασφημείν αυτήν καθ’ ώραν».
Και η οργή της Ηρας; Τι απέγινε; Οι άνθρωποι ήξεραν πάντα να εξευμενίζουν την μήνιν των θεών. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος ήταν να κτίσουν ναό προς τιμήν του θυμωμένου θεού. Και έτσι ίδρυσαν το Ηραίο στη Δήλο, μακριά από τον ναό του Απόλλωνα, στις υπώρειες του Κύνθου, στα τέλη του 6ου με αρχές του 5ου αι. π.Χ. Ηταν ένα από τα πρώτα σημεία στα οποία επικέντρωσαν την προσοχή τους οι αρχαιολόγοι ήδη από το 1873. Και τα ευρήματα μάλλον δικαιώνουν τη συκοφαντημένη Ηρα, η οποία μονίμως παρουσιάζεται ως η νευρωτική, μονίμως απατημένη, σύζυγος. Κάτω από το δάπεδο του Ηραίου υπήρχε θαμμένος βαθιά ένας πρώιμος μικρός οίκος του 7ου αι. π.Χ. γεμάτος μικροαναθήματα και αγγεία, τα οποία μαρτυρούν ότι η Ηρα λατρευόταν εκεί από τον 8ο αι. π.Χ.
Ωστόσο η αίγλη της Δήλου εκπορευόταν από το ιερό του Απόλλωνα και της Αρτέμιδος που από νωρίς μπήκαν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των ισχυρών του αρχαίου κόσμου. Γύρω αναπτύχθηκε η πόλη η οποία έμελλε να εξελιχθεί σε νευραλγικό λιμάνι της Μεσογείου. Αστραφτε η Δήλος όπως τα χάλκινα μαλλιά του θεόρατου κούρου των Ναξίων στην Αρχαϊκή Εποχή –λέγεται ότι τα καράβια έβλεπαν τη λάμψη από μίλια μακριά –ή όπως το μάτι της τίγρης στην Ελληνιστική Εποχή. Αυτό το ψηφιδωτό στο αίθριο, με τους ψηλούς κίονες της αρχοντικής Οικίας του Διονύσου (2ος-1ος αι. π.Χ.) που διακρίνονται από μακριά, είναι ένα αριστούργημα. Εχει συναρμολογηθεί με χιλιάδες πολύχρωμες ψηφίδες, μικρότερες του ενός τετραγωνικού εκατοστού η καθεμία. Φανταστείτε ότι για την κόρη του αριστερού ματιού της τίγρης χρησιμοποιήθηκαν 29 ψηφίδες –για να «κλείνουν το μάτι» στην τέχνη των μικρών νησιών και των μεγάλων ταξιδιών.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ