Σχεδόν έναν χρόνο μετά την αποχώρησή του από την αμερικανική κυβέρνηση, η κοινή γνώμη τον είχε ξεχάσει. Μπροστά στην όψη τσίρκου που παρουσίασε ο Λευκός Οίκος στη διάρκεια του 2017, με οργάνωση βαριετέ, υπουργούς-ακροβάτες για τους οποίους διέρρεαν διαρκώς φήμες περί της έλλειψης εμπιστοσύνης που τρέφει για αυτούς ο προϊστάμενός τους και έναν πρόεδρο-κλόουν, όπως τον θέλει τουλάχιστον ο γνωστός συγγραφέας Σάλμαν Ρούσντι, μόνο κάποιος αυθεντικά πωρωμένος με την πολιτική θα θυμόταν τον Μάικλ Φλιν.
Στις 30 Νοεμβρίου όμως, ο πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, ο πρώτος που παραιτήθηκε από το ασκέρι του Ντόναλντ Τραμπ, στις 13 Φεβρουαρίου 2017, έγινε και ο πρώτος που δήλωσε ένοχος για ψευδορκία προς το FBI αναφορικά με τις επαφές του με ρώσους διπλωμάτες στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου μεταξύ προεδρικών εκλογών και ορκωμοσίας. Και επειδή χάρη σε αυτή την εξέλιξη ο ανεξάρτητος εισαγγελέας Ρόμπερτ Μιούλερ βάζει πόδι στην αυλή του προέδρου σε σχέση με τη συνεχιζόμενη έρευνα για τη ρωσική ανάμειξη στις εκλογές του 2016, το βέβαιο είναι πως ο Τραμπ μόνο ως χριστουγεννιάτικο δώρο δεν πρόκειται να εκλάβει την προθυμία τού πάλαι ποτέ υφισταμένου του να συνεργαστεί με τις Αρχές.
Αλλωστε οι δικηγόροι του Ντόναλντ πρόλαβαν ήδη να ξεκαθαρίσουν τη θέση τους: «Κανένα από τα στοιχεία ομολογίας ενοχής ή της κατηγορίας δεν εμπλέκει στην υπόθεση οποιονδήποτε άλλον εκτός του κ. Φλιν» δήλωσε στο τρέχον τεύχος του «New Yorker» ο Τάι Κομπ, νομικός σύνδεσμος του Λευκού Οίκου με το γραφείο του Μιούλερ. Είναι αμφίβολο αν ο πρώην στρατηγός Μάικλ Φλιν έχει γνώση της βουκολικής εξίσωσης πολιτικής και κτηνοτροφίας από τον Ευάγγελο Αβέρωφ, σύμφωνα με την οποία «όποιο πρόβατο φύγει από το μαντρί το τρώει ο λύκος», το στρατιωτικό του παρελθόν όμως σίγουρα θα τον έχει εξοικειώσει με παρόμοιους κινδύνους. Ξέκοψες από το κοπάδι; Είσαι μόνος σου. Ετσι κι αλλιώς, κάπως μοναχική, κάπως ιδιαίτερη, κάπως αλλόκοτη ήταν η πορεία του έως τώρα στα πολιτικά πράγματα των ΗΠΑ.
Αν βασιστεί κανείς στο μεγάλο πορτρέτο του Νίκολας Σμιντλ για τον «New Yorker» της 27ης Φεβρουαρίου, ο Φλιν υπήρξε ένας αξιοσέβαστος από όλους στρατιωτικός με ειδίκευση στην τομέα των πληροφοριών. Από εδώ προκύπτει η εικόνα ενός ανορθόδοξου αξιωματικού (αγχωτικού για τους άλλους, αλλά δίκαιου και με αίσθηση του χιούμορ), ο οποίος φρόντιζε να ενθαρρύνει τους άνδρες του να «σκέφτονται σαν ντετέκτιβ ως προς το κυνήγι των μαχητών της Αλ Κάιντα» και να ζητήσει τη συνδρομή πρακτόρων του FBI προκειμένου να τους «εκπαιδεύσουν να συλλέγουν και να φυλάττουν τεκμήρια». Μπορεί να αποδεικνυόταν «πολύ ενδοτικός στα δεδομένα», σύμφωνα με έναν πρώην συνεργάτη του στο Αφγανιστάν, έτοιμος να διακηρύξει πότε το επικείμενο τέλος των Ταλιμπάν, πότε τον επερχόμενο θρίαμβό τους, αυτό όμως δεν προμήνυε τη μελλοντική του μετάλλαξη από ικανό στρατηγό σε βιτριολικό πολιτικό.
Τα προβλήματα ξεκίνησαν από την τελευταία (και υψηλότερη) στρατιωτική του διοίκηση: τον Απρίλιο του 2012 η κυβέρνηση Ομπάμα τού ανέθεσε τη διεύθυνση της Υπηρεσίας Πληροφοριών Αμυνας (Defense Intelligence Agency) –την εποπτεία ουσιαστικά όλων των κατασκοπευτικών βραχιόνων του στρατού. Αντί μιας μεθοδικής αναδιοργάνωσης, όπως όλοι ανέμεναν, «ο Φλιν ήρθε, έριξε μια βόμβα και περίμενε να κατακαθίσει η σκόνη», σύμφωνα με τα όσα έλεγε πρώην αξιωματούχος της DIA στον «New Yorker». Ως αποτέλεσμα, «το ηθικό κατέληξε στην τουαλέτα» –και η κυβέρνηση μείωσε κατά έναν χρόνο την αναμενόμενη θητεία του και τον αποστράτευσε στα γρήγορα.
Το 2014 ο αποστρατευθείς Φλιν ίδρυσε μια συμβουλευτική εταιρεία για ζητήματα πληροφοριών μαζί με τον γιο του Μάικλ τον Νεότερο, συνωμοσιολόγο και φίλο της alt-right Ακροδεξιάς. Αποχαιρέτησε τον πραγματισμό που τον διέκρινε στο παρελθόν, επέκρινε σκληρά πλέον την κυβέρνηση Ομπάμα, απέκτησε μια μονομανία με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Αναζήτησε για τον εαυτό του έναν ρόλο γκουρού σε θέματα ασφαλείας στο επιτελείο κάποιου προεδρικού υποψηφίου και τον βρήκε σε εκείνο του Ντόναλντ Τραμπ. Ενθουσίασε το κοινό στο συνέδριο των Ρεπουμπλικανών το καλοκαίρι του 2016, διακηρύσσοντας από το βήμα ότι ήθελε έναν πρόεδρο «με κότσια». Λίγα λεπτά αργότερα θα διέκοπτε τον λόγο του για να ενώσει τη φωνή του με το πλήθος των συνέδρων που φώναζαν το περιβόητο σύνθημα «Lock her up!» («Κλείστε τη στη φυλακή!») για τη Χίλαρι Κλίντον. Εχοντας διαβεί τον Ρουβίκωνα του μέτρου, ο Φλιν ήταν πια «ένας ακροδεξιός τρελάρας», όπως τον αποκαλούσε ο επίσης πρώην στρατιωτικός και πρώην υπουργός Εξωτερικών Κόλιν Πάουελ.

Αυτό για το οποίο κατηγορείται σήμερα

ο «τρελάρας», ωστόσο, ταιριάζει σε αυτό το προφίλ του. Ούτε λίγο ούτε πολύ, τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι έστηνε μια παράλληλη εξωτερική πολιτική για λογαριασμό του Τραμπ, αγνοώντας την επίσημη της κυβέρνησης Ομπάμα πριν από τη μετάβαση στην εξουσία. Οι διαβόητες πια συναντήσεις του με τον ρώσο πρεσβευτή στην Ουάσιγκτον Σεργκέι Κίσλιακ, το περιεχόμενο των οποίων περιήλθε σε γνώση του FBI, υποδηλώνουν ένα αλισβερίσι, χωρίς να γίνεται σαφές ακόμη το αν αυτό σχετιζόταν με την κλοπή των e-mailς των Δημοκρατικών από ρώσους χάκερ τον Αύγουστο του 2016. Μόνος του, βέβαια, δύσκολα θα έπαιρνε τέτοιες πρωτοβουλίες. Από τη χαμηλότατη ποινή που ο εισαγγελέας προτείνει (μηδέν έως έξι μήνες φυλάκιση) οι παροικούντες την Ουάσιγκτον εικάζουν ότι ο Μάικλ Φλιν κάτι ξέρει και βιάζεται να το κοινοποιήσει –ο «Guardian», μάλιστα, αναρωτιέται αν «καλωδιώθηκε» ήδη σε πιθανές συναντήσεις του με επιπλέον υπόπτους. Οπως έχουν τα πράγματα, το έγκλημα του Φλιν φαίνεται να ανοίγει τον δρόμο για την τιμωρία άλλων, πιο υψηλά ισταμένων στην ιεραρχία της αυλής του προέδρου –λέγε με Κούσνερ, Τζάρεντ Κούσνερ.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ