Μια σταδιοδρομία 168 ετών τελείωσε απότομα σε μια παμπ. Οταν το σκάνδαλο αποκαλύψεων για τηλεφωνικές υποκλοπές σε μεγάλη κλίμακα έπνιξε την εφημερίδα «News of the World» τον Ιούλιο του 2011, τα 2,8 εκατομμύρια φύλλων της κυκλοφορίας της δεν στάθηκαν αρκετά για να σώσουν μια ιστορική έκδοση που λειτουργούσε ανελλιπώς από το 1843. Ο ιδιοκτήτης της, ο γηραιός μεγιστάνας των απανταχού media Ρούπερτ Μέρντοκ, αποφάσισε άμεσα το κλείσιμό της και έπειτα από ένα τριήμερο μεταμέλειας με απολογητικά δημοσιεύματα, ευχαριστίες στο κοινό και εισπράξεις που παραχωρήθηκαν σε φιλανθρωπικούς σκοπούς, ο διευθυντής της εφημερίδας, Κόλιν Μάιλερ, έδωσε μια συνέντευξη Τύπου στο τέλος της οποίας ανακοίνωσε ότι στο πνεύμα της «καλύτερης των παραδόσεων, πάμε στην παμπ».
Την ώρα της κρίσης, η παρέμβαση του τότε 80χρονου Ρούπερτ έμοιαζε με χαρακτηριστική κίνηση Μέρντοκ: γρήγορη, αποτελεσματική πυροσβεστική δράση περιορισμού των απωλειών μιας χαμένης υπόθεσης προτού οι συνέπειές της επηρεάσουν περαιτέρω τον όμιλο, έστω και αν το κόστος ανήλθε στο δυσθεώρητο ύψος των 270 εκατ. ευρώ. Εκ των υστέρων, ενδεχομένως να σηματοδοτεί την αρχή του τέλους μιας μεγάλης αυτοκρατορίας μέσων ενημέρωσης που στήθηκε με τα εκδοτικά μέτρα του τέλους του 20ού αιώνα, διέπρεψε στη δημοσίευση φημών, σεξουαλικών σκανδάλων και φωτογραφιών ημίγυμνων γυναικών και όρισε τον σύγχρονο αμερικανικό συντηρητισμό διά του Fox News. Οι ανεπίσημες, αλλά επιβεβαιωμένες από πολλές πλευρές διαβουλεύσεις με την Disney στις αρχές Νοεμβρίου για την πώληση μεγάλου μέρους της 21st Century Fox δείχνουν για πολλούς μια άτακτη υποχώρηση του ομίλου Μέρντοκ έναντι των γιγάντων που σχηματίζονται πλέον στον τομέα του infotainment, υποπροϊόν δυναστικής έριδας στο εσωτερικό της οικογένειας. Εφόσον ισχύει, και εφόσον ο 86χρονος σήμερα Ρούπερτ παραχωρήσει ακόμη περισσότερες εξουσίες στους γιους του, Τζέιμς και Λάχλαν, αυτό θα αποτελέσει το τέλος της προσωπικής παντοκρατορίας του.
Οπωσδήποτε, ένας αυτοκράτορας 86 ετών, ιδιοκτήτης εκατοντάδων εταιρειών σε περίπου 50 χώρες, κάτοχος περιουσίας 13,1 δισ. δολαρίων και νιόπαντρος από πέρυσι με την τέταρτη σύζυγό του, Τζέρι Χολ, πρώην κυρία Μικ Τζάγκερ, δεν προτίθεται να εγκαταλείψει τον θώκο του αμαχητί. Στις 16 Νοεμβρίου ο Ρούπερτ Μέρντοκ επικράτησε στη Γενική Συνέλευση των μετόχων της 21st Century Fox έναντι όσων ζητούσαν να τερματιστεί η προνομιακή δομή που του επιτρέπει να ελέγχει το 40% των μετοχών με δικαίωμα ψήφου, αν και κατέχει μόλις 12% της εταιρείας. Η είδηση δεν βρίσκεται εδώ, αλλά στις εκτιμήσεις του κατά τη διαδικασία: μία αισιόδοξη κατά τη «Sydney Morning Herald» («το περιεχόμενο βασιλεύει […], η Fox κατέχει μοναδική θέση»), μία απαισιόδοξη κατά τον «Guardian» («οι μεγάλες επιτυχίες μας είναι οι τρεις μεγάλες εθνικές εφημερίδες, οι «Times» του Λονδίνου, η «Wall Street Journal», η «Australian», οι υπόλοιπες είναι πολύ βιώσιμες, αλλά ζορίζονται»).
Στην πραγματικότητα, οι προτεραιότητες του Μέρντοκ είναι μάλλον ανάποδες: «Στις φλέβες του τρέχει μελάνι» ήταν η δήλωση του πρώην διευθυντή Μέσων του ομίλου, Αντριου Νιλ, που επικαλούνταν οι «Los Angeles Times» στις 14 Νοεμβρίου, σημειώνοντας παράλληλα ότι «δεν ενδιαφέρεται για τα κινηματογραφικά στούντιο της Fox, αποφεύγει το κύκλωμα του Χόλιγουντ» και δεν προσκαλεί ποτέ αστέρες στο μέγαρό του στο Μπελ Ερ. Κάτι η κατάπτωση του DVD ως προσοδοφόρου μέσου, κάτι η τηλεοπτική δυστοκία της εταιρείας, τα στοιχεία αρκούν για να θέλει να απαλλαγεί από μια επένδυση που το 1985 έμοιαζε κίνηση ματ, σήμερα όμως αποδεικνύεται βραχνάς.
Μνηστήρες άλλωστε δεν λείπουν. Η Disney, σύμφωνα με το Bloomberg, θα ήταν πρόθυμη να αποκτήσει την κινηματογραφική 21st Century Fox, το μερίδιο στο δορυφορικό Sky και τα διάφορα δίκτυα του ομίλου, θέτοντας υπό την κυριαρχία της εμβληματικά «brands», όπως οι «X-Men» και οι «Simpsons», επεκτεινόμενη παράλληλα στην ασιατική τηλεοπτική αγορά χάρη στο επιτυχημένο καλωδιακό κανάλι Star India. Για τους ίδιους λόγους θα κατέβαλλε στον Μέρντοκ υψηλό αντίτιμο η Comcast, ιδιοκτήτρια μεταξύ πολλών άλλων της Universal και, από το 2016, της Dreamworks του Στίβεν Σπίλμπεργκ, ενώ διόλου αδιάφορη δεν θα ήταν η εταιρεία κινητής τηλεφωνίας Verizon που είδε ξαφνικά την ανταγωνίστρια AT&T να εναγκαλίζεται την TimeWarner. Η όποια συμφωνία κοστολογείται από το Bloomberg στα 20 δισ. δολάρια και διαθέτει το ασύνηθες πλεονέκτημα να αφήνει την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο: ο Ρούπερτ πουλάει την επιχείρησή του και την κρατάει ταυτόχρονα, για την ακρίβεια το κομμάτι που αληθινά τον συγκινεί –τη χρυσοτόκο όρνιθα που ακούει στο όνομα Fox News.
Οντως, η ιδεολογική και οικονομική αγάπη του Μέρντοκ δεν συμπεριλαμβάνεται στις περί μεταβίβασης συζητήσεις. Παρά τις συνεχιζόμενες απώλειες συνδρομητών των αμερικανικών δορυφορικών και καλωδιακών καναλιών, η ηλικιακή ομάδα των 65+, που σύμφωνα με την εταιρεία μετρήσεων Nielsen αποτελεί τη ραχοκοκαλιά των 2,2 εκατ. τηλεθεατών του Fox, δεν λέει να κουνηθεί από τον καναπέ της. Το ίδιο ισχύει και για το 40% των ψηφοφόρων του Τραμπ το 2016 που δεν χρειάζεται καν τηλεκοντρόλ, μια και ενημερώνεται αποκλειστικά από το συγκεκριμένο κανάλι. Ο άτυπος σύμβουλος του 45ου προέδρου, με τον οποίο συνομιλεί σχεδόν καθημερινά, αν πιστέψουμε τους «New York Times», δεν έχει κανέναν λόγο να αποχωριστεί το δίκτυό του. Ωστόσο, η εμπλοκή κορυφαίων παραγόντων του Fox σε σεξουαλικά σκάνδαλα τα τελευταία χρόνια (και σε δεύτερο βαθμό η ρατσιστική στάση του στα γεγονότα της Σάρλοτσβιλ εφέτος το καλοκαίρι) μοιάζει να δημιουργεί ένα χάσμα στο εσωτερικό της δυναστείας –μεταξύ του 86χρονου Ρούπερτ και του 45χρονου γιου του, Τζέιμς.
Εδώ και χρόνια ο Τζέιμς Μέρντοκ, διευθύνων σύμβουλος της 21st Century Fox, αναγνωρίζεται ως ο μετριοπαθής της οικογένειας. Αυτός και ο 46χρονος αδελφός του, Λάχλαν (από κοινού πρόεδρος της NewsCorp μαζί με τον πατέρα του), συναποτελούν τους κληρονόμους του εγχειρήματος και εκπαιδεύθηκαν συστηματικά από τον Ρούπερτ προκειμένου να τον διαδεχθούν στην εταιρική ηγεσία. Λέγεται μάλιστα ότι ουκ ολίγα υψηλόβαθμα και ικανότατα στελέχη των ανώτατων κλιμακίων του ομίλου τον εγκατέλειψαν γιατί ο πατριάρχης τούς ξεκαθάρισε πως η καριέρα τους είχε ταβάνι –το δαχτυλίδι είχε δοθεί ήδη. Η δυαρχία, ωστόσο, δεν στάθηκε ποτέ ιδανικός τρόπος άσκησης εξουσίας. Αν και τυπικά ο Τζέιμς βασιλεύει στην τηλεοπτική και κινηματογραφική επικράτεια, ενώ ο πατήρ Μέρντοκ και ο Λάχλαν διατηρούν τα πρωτεία στο κράτος του Τύπου, η ηγεσία είναι ουσιαστικά ακόμη συλλογική. Ο Λάχλαν πολιτικά ταυτίζεται με τον συντηρητισμό του πρεσβύτερου, βρίσκεται όμως σε δεύτερη μοίρα από το 2005, όταν παραιτήθηκε τότε από τη θέση του αναπληρωτή επιχειρησιακού διευθυντή της NewsCorp –για να επανέλθει εννέα χρόνια αργότερα με τις ευλογίες του πατρός.
Το οικογενειακό χάσμα είναι υπαρκτό, αλλά μεταβλητό. Αυτό εξηγεί και τις αντιφατικές καντρίλιες των δύο τελευταίων ετών γύρω από το ζήτημα του Fox. Ο Τζέιμς και η σύζυγός του, Κάθριν, έχοντας ιδρύσει ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα υπέρ της διατήρησης των φυσικών πόρων, της μέριμνας για την παιδική υγεία, της διάδοσης της επιστήμης και των ίσων ευκαιριών, έφριξαν το καλοκαίρι με τις θέσεις του καναλιού στην υπόθεση της Σάρλοτσβιλ σε βαθμό να προβούν σε δωρεά ύψους 1 εκατ. δολαρίων προς την Anti-Defamation League, τη γνωστότερη αμερικανοεβραϊκή οργάνωση κατά του αντισημιτισμού. Πρακτικά, η κίνηση μπορεί να μη σημαίνει πολλά, συμβολικά όμως δεν είναι αυτό που θα περίμενε κανείς από έναν Μέρντοκ της παλαιάς φρουράς. Διόλου τυχαίο που ο Τζέιμς και η Κάθριν πρωτοστάτησαν επίσης το καλοκαίρι του 2016, συνεπικουρούμενοι από τον Λάχλαν, στην έξωση του αρχιτέκτονα του Fox και προδρόμου του Χάρβεϊ Γουάινστιν, Ρότζερ Εϊλς, όταν αυτός κατηγορήθηκε από τη δημοσιογράφο του καναλιού Γκρέτσεν Κάρλσον και άλλες επτά γυναίκες για σεξουαλική παρενόχληση.
Από την άλλη πλευρά, όπως επισήμανε στις 6 Νοεμβρίου η Σάρα Ελισον στο «Vanity Fair», οι «νεαροί Μέρντοκ δεν τόλμησαν να θίξουν τη γιγάντια μηχανή παραγωγής εισοδήματος που δημιούργησε ο Εϊλς». Η κουλτούρα της επιχείρησης δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση εκείνη του συντηρητικού τηλεοπτικού δημοσιογραφικού αστέρα Μπιλ Ο’ Ράιλι, του οποίου το συμβόλαιο οι νεαροί Μέρντοκ έσπευσαν να ανανεώσουν, παρά το ότι γνώριζαν πως στους πολλούς εξωδικαστικούς συμβιβασμούς του για σεξουαλική παρενόχληση είχε προστεθεί ακόμη ένας, αξίας 32 εκατ. δολαρίων, με μια πρώην συνεργάτιδα του δικτύου: τον απέλυσαν τον Απρίλιο του 2017, όταν η όλη μεθόδευση ήρθε στο φως. Τελικά, γνωμοδοτούσε η Ελισον, το πρόβλημα του Τζέιμς Μέρντοκ δεν είναι αυτή καθαυτή η αμφιθυμία του προς όσα εκπροσωπεί το Fox News, αλλά ο διχασμός του ανάμεσα στο καθήκον προς την πατρική κληρονομιά και τις προσωπικές του πεποιθήσεις.
Τα παιδιά οπωσδήποτε δεν διαθέτουν αυτό που έκανε τον Μέρντοκ Μέρντοκ. Τον συνδυασμό δηλαδή πολιτικού υπερσυντηρητισμού και επιχειρηματικής αγχίνοιας. Τον κυνισμό με τον οποίο δήλωνε στον πρώτο διευθυντή της «Sun» το 1969: «Θέλω μια γκαζωμένη εφημερίδα με πολλά βυζιά». Τη σπουδή με την οποία εγκατέλειψε την αυστραλιανή υπηκοότητα για την αμερικανική το 1985 προκειμένου να μπορεί να γίνει ιδιοκτήτης τηλεοπτικών σταθμών, σύμφωνα με τη νομοθεσία των ΗΠΑ. Το θράσος με το οποίο απαίτησε από τον Τζον Μέιτζορ το 1992, σύμφωνα με δήλωση του ίδιου του πρώην πρωθυπουργού, να αλλάξει την πολιτική του απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ενωση, διαφορετικά δεν θα τον στήριζε στις επερχόμενες εκλογές. Την ευχέρεια με την οποία υιοθέτησε κάθε είδους Ρεπουμπλικανό, από τον μεταρρυθμιστή Τζον Μακέιν έως τον λαϊκιστή Ντόναλντ Τραμπ. Την καπατσοσύνη με την οποία προσέγγισε κάθε βρετανό πρωθυπουργό, από τη Μάργκαρετ Θάτσερ και εντεύθεν –των Εργατικών Τόνι Μπλερ και Γκόρντον Μπράουν συμπεριλαμβανομένων. Την τραχύτητα με την οποία έκοψε τις τηλεφωνικές εξηγήσεις του Μπλερ, νονού της μίας κόρης του, διαγράφοντάς τον αμετάκλητα από τον κύκλο του το 2014 επειδή υποψιαζόταν ότι με αυτόν τον είχε απατήσει παλαιότερα η τρίτη σύζυγός του, Γουέντι Ντενγκ.
Κάποιοι λένε ότι αυτός ο αδίστακτος μεγιστάνας του 20ού αιώνα δεν τα έχει παρατήσει ακόμη. Οτι ετοιμάζει μια τελευταία κίνηση, όχι παραίτησης, όπως η εξαγορά της 21st Century Fox από την Disney, αλλά φυγής προς τα εμπρός –μέσω της απόκτησης της πλειοψηφίας του πακέτου μετοχών της ψηφιακής πλατφόρμας Sky. Ωστόσο, ο συγκεκριμένος διακαής προσωπικός του πόθος, που διατυπώθηκε ως επιχειρηματική πρόταση τον Δεκέμβριο του 2016 και, αν υλοποιούνταν, θα διεύρυνε σημαντικά τις προοπτικές του ομίλου, παραμένει εδώ και έναν χρόνο υπό εξέταση από τις βρετανικές ρυθμιστικές αρχές. Η «καπιταλιστική εποχή των ληστών βαρόνων», της οποίας αποτελεί «ανανεωτικό επιβίωμα», όπως έγραφε ο Λόιντ Γκρόουβ της «Washington Post» το 1995, έχει παρέλθει. Και μαζί της, όπου να ‘ναι, θα κατέβει από τη σκηνή και ο τελευταίος εκφραστής της.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ