Αν κάποιος μάς έλεγε πριν από μερικά χρόνια ότι ένας βρετανός πολίτης θα ήθελε να αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα, μάλλον θα τον περνούσαμε για τρελό ή θα θεωρούσαμε ότι επρόκειτο για ανέκδοτο. Κι όμως, οι καιροί αλλάζουν. Για την ακρίβεια, άλλαξαν μετά τις 23 Ιουνίου 2016, όταν σχεδόν το 52% των Βρετανών ψήφισε υπέρ της εξόδου της Γηραιάς Αλβιώνας από την Ευρωπαϊκή Eνωση. Oλοι άρχισαν τότε να μιλούν για την πτώση της στερλίνας, για τις επιπτώσεις στη βρετανική οικονομία, για τον «γεωγραφικό ακρωτηριασμό» της Ευρώπης. Οι βαθιά γνωρίζοντες όμως αναγνώρισαν αμέσως το μείζον, το άμεσο, το πρωταρχικό πρόβλημα, που δεν ήταν άλλο από την τύχη των δικαιωμάτων όσων Βρετανών ζούσαν σε κράτη-μέλη της ΕΕ και, τούμπαλιν, όσων Ευρωπαίων διαβιούσαν στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Πέρα από όλα τα μεγαλόσχημα λόγια περί του μεγαλείου της ΕΕ, το σπουδαιότερο επίτευγμα της Ενωμένης Ευρώπης είναι αυτό για το οποίο το Λονδίνο και ο, πλέον πρώην πρωθυπουργός, Ντέιβιντ Κάμερον παραπονούνταν και επεζήτησαν –για να χάσουν τελικώς –τη λαϊκή ψήφο: η ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίου, οι περίφημες «τέσσερις ελευθερίες». Δεν χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός για να καταλάβει κανείς ότι από αυτές, η πρώτη, η οποία αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία ανθρώπων, είναι εκείνη που απασχολεί τους περισσότερους. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Υπολογίζεται ότι περίπου 1,2 εκατομμύρια Βρετανοί ζουν στα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ και περί τα 3,6 εκατομμύρια Ευρωπαίοι ζουν και εργάζονται στη Βρετανία.
Οι άνθρωποι αυτοί, είτε εργάζονται είτε όχι, έχουν δικαιώματα και θέλουν να τα διατηρήσουν. Πολλοί Βρετανοί λοιπόν οι οποίοι ήδη κατοικούν στην ΕΕ κινούνται ήδη προς την κατεύθυνση της απόκτησης ιθαγένειας άλλων κρατών-μελών της, ώστε να το πετύχουν. Για τον σκοπό αυτόν αναζητούνται όλοι οι δυνατοί λόγοι, από την ύπαρξη κάποιου μακρινού συγγενή που να κατάγεται από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα –κατά το πρότυπο του… «μπάρμπα στην Κορώνη» -, από το αν πρόκειται να παντρευτούν ή αν είναι παντρεμένοι με υπήκοο άλλης ευρωπαϊκής χώρας, από το αν συμφέρει να πάνε να σπουδάσουν εκτός Βρετανίας ή από το αν έχουν την οικονομική δυνατότητα να… αγοράσουν την ιθαγένεια και να αποκτήσουν το πολυπόθητο διαβατήριο. Ποιος να το φανταζόταν ότι κάποιοι θα έσπευδαν στο γενεαλογικό δέντρο και στα γονίδια για να σωθούν…
Ο δε χρόνος κυλάει αμείλικτος. Ο Μάρτιος του 2019, όταν πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες του διαζυγίου ΕΕ – Βρετανίας (εκτός και αν υπάρξουν ευχάριστες εκπλήξεις που μέχρι στιγμής δεν διακρίνονται στον ορίζοντα), δεν είναι τόσο μακριά όσο σήμερα φαίνεται. Με το βλέμμα στο προσεχές Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στα μέσα Δεκεμβρίου, τα δικαιώματα των πολιτών των δύο πλευρών έχουν αναχθεί σε μείζον ζήτημα, χωρίς να σημαίνει ότι είναι το μόνο. Eχει επιτευχθεί πρόοδος, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν λεπτομέρειες που εκκρεμούν. Ο χρόνος περνάει και αν έως τα τέλη του έτους δεν λυθούν καθοριστικά θέματα, οι συνομιλίες κινδυνεύουν με εκτροχιασμό.
Πριν από λίγες ημέρες, στις Βρυξέλλες, διεξήχθη ο έκτος γύρος των συνομιλιών ΕΕ – Βρετανίας με επικεφαλής τους Μισέλ Μπαρνιέ και Ντέιβιντ Ντέιβις. Δύο φαίνεται ότι είναι τα εμπόδια που πρέπει να καμφθούν ώστε τόσο οι βρετανοί όσο και οι ευρωπαίοι πολίτες να διατηρήσουν όσο περισσότερα από τα σημερινά τους δικαιώματα μπορούν. Το πρώτο είναι μια απλή και αποτελεσματική διαδικασία για την απόκτηση ενός καθεστώτος εγκατάστασης (settled status) για ευρωπαίους πολίτες στο Ηνωμένο Βασίλειο, ώστε να μη διαταραχθούν η ενότητα των οικογενειών και η παροχή συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Το δεύτερο στοιχείο, που απασχολεί πολύ το Λονδίνο, είναι η διατήρηση του δικαιώματος μετακίνησης από μία χώρα της ΕΕ σε άλλη για όσους Βρετανούς παραμείνουν σε κράτος-μέλος της Eνωσης μετά το Brexit. Η βρετανική κυβέρνηση φαίνεται ότι συνδέει τα δύο θέματα και η μάχη έως τον Δεκέμβριο αναμένεται σκληρή.

Οι Βρετανοί που θέλουν να γίνουν Eλληνες

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του βρετανικού «Guardian», υπολογίζεται ότι περίπου 17.000 Βρετανοί έχουν ξεκινήσει τη διαδικασία απόκτησης της ιθαγένειας άλλου κράτους-μέλους της ΕΕ ήδη μέσα στον πρώτο χρόνο από την πραγματοποίηση του μοιραίου (;) δημοψηφίσματος για το Brexit. Σε έρευνα του BBC οι αριθμοί εμφανίζονται ακόμη υψηλότεροι, καθώς μέσα στον πρώτο χρόνο μετά το δημοψήφισμα μόνο οι αιτήσεις για ιρλανδικά διαβατήρια φέρεται να εκτοξεύθηκαν σε περίπου 64.000, ενώ αυτές για δανικά, σουηδικά ή πολωνικά διαβατήρια διπλασιάστηκαν.
Και μπορεί η Ιρλανδία να είναι ο πρώτος και εύκολος προορισμός, αλλά η… χάρη των Βρετανών έφθασε και στη χώρα μας. Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία του ελληνικού υπουργείου Εσωτερικών, από το δεύτερο τρίμηνο του 2016, όταν και έλαβε χώρα το δημοψήφισμα, 45 Βρετανοί έχουν καταθέσει αίτηση για την απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας. Οι περισσότεροι από αυτούς εκτιμάται ότι είναι παντρεμένοι με έλληνες υπηκόους ή εργάζονται για πολλά χρόνια στην Ελλάδα.
Συγκεκριμένα, μόνο μέσα στους πρώτους εννέα μήνες του 2017 έχουν κατατεθεί 25 αιτήσεις, ενώ άλλες 20 είχαν κατατεθεί το τελευταίο εννεάμηνο του 2016. Ο αριθμός μοιάζει μικρός, αλλά αν κάποιος τον συγκρίνει με τα προηγούμενα έτη και με το μέγεθος της Ελλάδας, καταλαβαίνει αμέσως τη διαφορά που έχει προκαλέσει το Brexit. Από το τελευταίο τρίμηνο του 2012 έως και το πρώτο τρίμηνο του 2016, δηλαδή πριν από το βρετανικό δημοψήφισμα, οι αιτήσεις που είχαν κατατεθεί ήταν 38. Επομένως, από τον Οκτώβριο του 2012 έως και τον Σεπτέμβριο του 2017, περίοδος για την οποία υπάρχουν επίσημα στοιχεία, συνολικά 83 Βρετανοί ζήτησαν να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια. Από αυτές, οι 22 έγιναν αποδεκτές, οι 2 απερρίφθησαν και οι 59 βρίσκονται στο στάδιο της εξέτασης.
Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από την ελληνική νομοθεσία, όποιος επιθυμεί να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια πρέπει να διαμένει νόμιμα επί επτά συνεχή έτη στη χώρα μας. Ωστόσο, για τους κατόχους ιθαγένειας κράτους-μέλους της ΕΕ (όπως είναι σήμερα οι βρετανοί πολίτες) ή για τις/τους συζύγους έλληνα ή ελληνίδας με τέκνο, κρίνεται αρκετή η προηγούμενη διαμονή στην Ελλάδα επί τουλάχιστον τρία συνεχή έτη. Απαιτούνται επίσης ορισμένες άλλες προϋποθέσεις (με βασικότερη την επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας), η ομαλή ένταξη στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας και μια σχετική εξοικείωση με την πολιτική σκηνή. Η τελική απόφαση εναπόκειται στην Επιτροπή Πολιτογράφησης που κρίνει την αίτηση του υποψηφίου.

Οι 6 στους 10 Βρετανούς θέλουν να διατηρήσουν την ευρωπαϊκή ιθαγένεια

Υπάρχουν φυσικά άλλες χώρες που είναι πιο ελκυστικοί προορισμοί. Σύμφωνα και πάλι με τον «Guardian», πάνω από 2.000 Βρετανοί που διαβιούν στη Γαλλία έκαναν αίτηση να αποκτήσουν τη γαλλική ιθαγένεια μετά την επικράτηση του Brexit στο δημοψήφισμα, όταν το 2015 ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 385 και το 2016 κατατέθηκαν 1.363 αιτήσεις. Ακόμη εντυπωσιακότεροι είναι οι αριθμοί στη Γερμανία, όπου ενώ μόλις 63 Βρετανοί έκαναν αίτηση για γερμανική ιθαγένεια το 2015, μόνο κατά το πρώτο έτος από το δημοψήφισμα (Ιούνιος 2016 – Ιούνιος 2017) οι αιτήσεις εκτοξεύθηκαν στις 1.700. Eτερη χώρα που φαίνεται να προτιμούν οι Βρετανοί είναι η Σουηδία, καθώς περίπου 2.000 κατέθεσαν αίτηση για σουηδική ιθαγένεια τους πρώτους 12 μήνες από την επικράτηση του Brexit στο δημοψήφισμα και έπειτα.
Δεν πρέπει, βέβαια, να απορεί κάποιος που πολλοί Βρετανοί δεν θέλουν να απολέσουν τα οφέλη τού να είναι υπήκοοι της ΕΕ. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της London School of Economics (LSE) με δείγμα 2.000 ατόμων, οι 6 στους 10 Βρετανούς θέλουν να διατηρήσουν την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, έτσι όπως αυτή ορίζεται από το Aρθρο 8 της Συνθήκης της Λισαβόνας και η οποία, χωρίς να υποκαθιστά την εθνική ιθαγένεια, διασφαλίζει το αγαθό της ελεύθερης κυκλοφορίας. Oπως είναι δε αναμενόμενο, το ποσοστό όσων θέλουν να διατηρήσουν την ευρωπαϊκή ιθαγένεια είναι ακόμη υψηλότερο στους νέους, καθώς προσεγγίζει το 85% στους Βρετανούς 18-24 ετών, της επονομαζόμενης «γενιάς του Erasmus». Μάλιστα, πολλοί θα ήταν διατεθειμένοι ακόμη και να πληρώσουν για να τη διατηρήσουν, με το ποσό που θα ήταν διατεθειμένοι να καταβάλουν να ανέρχεται, κατά μέσο όρο, σε 400 στερλίνες. Φυσικά, ακόμη υψηλότερο είναι το ποσοστό για όσους θέλουν να το έχουν… δίπορτο, να διατηρούν δηλαδή διπλή υπηκοότητα. Το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 89% σύμφωνα με έρευνα της CS Global Partners. Oσο για τις επιλογές; Η Αυστραλία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς και η Γερμανία διαθέτουν, κατά τους Βρετανούς, τα ελκυστικότερα διαβατήρια.

Τα ευτράπελα και τα μυστικά

Αναμφίβολα, η μόνιμη διαμονή για πολλά έτη σε ένα άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ συνιστά το καλύτερο «διαβατήριο» για όποιον θέλει να αποκτήσει την ιθαγένειά του. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που δεν επαρκεί, και εκεί αρχίζουν οι πιο απίθανες αναζητήσεις. Πώς μπορεί κάποιος να αποδείξει ότι στις φλέβες του κυλάει ιταλικό, ισπανικό ή ακόμη και πολωνικό αίμα; Χώρες όπως η Ισπανία ή η Πορτογαλία προσφέρουν με πρόσφατους νόμους ως και τη δυνατότητα να αποκτήσει κάποιος την ιθαγένειά τους (χωρίς να χάσει μάλιστα την αρχική του), εφόσον μπορεί να αποδείξει ότι έχει καταγωγή από Εβραίους που εκδιώχθηκαν από την Ιβηρική Χερσόνησο την εποχή της Ιεράς Εξέτασης!
Ο Κόλιν Φερθ, πάντως, έσπευσε αμέσως να προμηθευτεί ιταλικό διαβατήριο. Ο βραβευμένος με Οσκαρ πρωταγωνιστής της γνωστής ταινίας «Ο λόγος του βασιλιά», που εξαρχής είχε επικρίνει τη βρετανική κυβέρνηση για το Brexit, χαρακτηρίζοντάς το ως «μια καταστροφή ανυπολόγιστων διαστάσεων», έκανε αίτηση για ιταλικό διαβατήριο στην ιταλική πρεσβεία στο Λονδίνο. Ο 57χρονος βρετανός ηθοποιός είναι παντρεμένος με την Ιταλίδα Λίβια Τζουτζιόλι, η οποία μεταξύ άλλων είναι παραγωγός ταινιών και ακτιβίστρια σε περιβαλλοντικά θέματα. Το πλεονέκτημα για τον Φερθ είναι μάλιστα ότι δεν θα υποχρεωθεί να απαρνηθεί τη βρετανική υπηκοότητα.
Ο γάμος με υπήκοο άλλου κράτους είναι ικανός να λύσει το πρόβλημα. Στο Internet έχει αρχίσει και κάνει θραύση το σπορ των online προτάσεων γάμου από ορισμένους Ευρωπαίους που θέλουν να προσφέρουν παρηγοριά σε απογοητευμένους οπαδούς της παραμονής στην ΕΕ, τους αποκαλούμενους Remainers. «Eχω διαβατήριο ΕΕ και είμαι πρόθυμος να κάνω μια ρομαντική ανταλλαγή διαβατηρίου (αυτό που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε γάμο). Οι προσφορές θα αξιολογηθούν επί ατομικής βάσεως» έγραψε πρόσφατα με εμφανή διάθεση αστεϊσμού ο ιταλός ηθοποιός Τζιοβάνι Μπιένε στον λογαριασμό του στο Twitter. Σημειωτέον ότι ο ηθοποιός κατοικεί στο Λονδίνο.
Συνήθως όμως απαιτείται και ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μόνιμης διαμονής για συναπτά έτη, ανάλογα με το πού κατοικεί κανείς: στη Σουηδία είναι τέσσερα χρόνια, στη Γερμανία τρία, στη Σλοβενία μόλις ένα. Στην Ολλανδία και στην Πορτογαλία το ποιοτικό στοιχείο διαφέρει. Δεν απαιτείται μόνιμη διαμονή, αλλά το ζευγάρι πρέπει να έχει ζήσει μαζί επί τουλάχιστον μία τριετία. Για κάποιους άλλους, η επιθυμία για γνώση μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά. Στη Γαλλία π.χ. ο χρόνος που κάποιος δαπανά στη χώρα για μεταπτυχιακές σπουδές μπορεί να προσμετρηθεί για την απόκτηση ιθαγένειας. Eνα μεταπτυχιακό σε γαλλικό πανεπιστήμιο μπορεί λοιπόν να μειώσει τον απαιτούμενο χρόνο από τα πέντε χρόνια σε δύο, οπότε οι σπουδές στη Σορβόννη μπορεί να αποδειχθούν λυτρωτικές.
Iσως η δυσκολότερη περίπτωση για έναν βρετανό πολίτη που θέλει να αποκτήσει άλλο ευρωπαϊκό διαβατήριο να είναι η Ισπανία. Η Μαδρίτη απαιτεί μόνιμη παραμονή 10 ετών στη χώρα, καλή γνώση της ισπανικής γλώσσας και απεμπόληση της έτερης υπηκοότητας, στην προκειμένη περίπτωση της βρετανικής. Οι δύσκολοι όροι της Ισπανίας σίγουρα θα έχουν απογοητεύσει τους περίπου 1.000.000 Βρετανούς που ζουν στη χώρα, η μεγάλη πλειονότητα των οποίων είναι συνταξιούχοι που αποφάσισαν να περάσουν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους απολαμβάνοντας το ήπιο κλίμα και τον ήλιο στα Κανάρια Νησιά ή σε άλλα τουριστικά θέρετρα. Σύμφωνα με το BBC, πάντως, αυτές οι δυσκολίες δεν εμπόδισαν περίπου 4.500 Βρετανούς να αιτηθούν ισπανική υπηκοότητα μετά το δημοψήφισμα.
Υπάρχει μια μικρότερη κατηγορία βρετανών πολιτών που έχουν μάλλον αγχωθεί από τις επερχόμενες εξελίξεις.
Aγνωστοι ή απαρατήρητοι από τους περισσότερους, οι βρετανοί «ευρωκράτες», όπως ονομάζονται όσοι εργάζονται στα όργανα και στους θεσμούς της ΕΕ στις Βρυξέλλες, επιθυμούν να διατηρήσουν τις δουλειές τους και η ευνοϊκότερη λύση σε αυτό το θέμα είναι μία: η απόκτηση βελγικής ιθαγένειας. Oποιοι και αν βρίσκονταν στη θέση τους μάλλον θα είχαν το ίδιο άγχος, αφού θα κινδύνευαν να χάσουν μια καλά αμειβόμενη θέση, πλουσιοπάροχη σύνταξη, χαμηλή φορολογία, καθώς και τη δυνατότητα να στείλουν τα παιδιά τους στα καλύτερα ευρωπαϊκά σχολεία. Ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ επεδίωξε να παράσχει πρόσφατα διαβεβαιώσεις στους ανθρώπους αυτούς, αλλά ήδη έχει γεννηθεί ένας νέος όρος για το τι μπορεί να τους συμβεί. Ο όρος αυτός είναι το «Brextinction», το οποίο σε ελεύθερη ελληνική μετάφραση σημαίνει «η εξάλειψη των Βρετανών». Εκτιμάται ότι στο Βέλγιο ζουν σήμερα συνολικά περί τους 27.000 Βρετανούς. Αν έχουν παραμείνει εκεί επί πέντε συναπτά έτη, ομιλούν μία από τις τρεις επίσημες γλώσσες του κράτους και μπορούν να αποδείξουν ότι είναι ενσωματωμένοι στην κοινωνία, τότε η απόκτηση της ιθαγένειας είναι μάλλον εύκολη υπόθεση.

Ιθαγένεια προς πώληση;

Υπάρχει φυσικά άλλη μία λύση, εφόσον ένας Βρετανός επιθυμεί να αποκτήσει μια άλλη ευρωπαϊκή ιθαγένεια –κοστίζει λίγο παραπάνω, ίσως όμως μπορεί να λύσει το πρόβλημα. Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να αγοράσει την υπηκοότητα που επιθυμεί αν υπάρχει η προσφορά. Και, πραγματικά, υπάρχουν κράτη-μέλη της ΕΕ που παρέχουν αυτή τη δυνατότητα σε κάποιον που διαθέτει «γερό πορτοφόλι». Η Ελλάδα είναι μία από αυτές τις χώρες.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει συγγράψει ολόκληρη έκθεση (τον Μάιο του 2015) για τα «συν και πλην» των προγραμμάτων «υπηκοότητα προς πώληση» (citizenship for sale). Στην εν λόγω έκθεση το ΔΝΤ έχει καταγράψει περισσότερες από 20 ευρωπαϊκές χώρες με ανάλογα προγράμματα, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι Ελλάδα, Κύπρος, Μάλτα, Βουλγαρία, Γαλλία, Ουγγαρία, Ιρλανδία, Λετονία, Πορτογαλία, Ισπανία και Ελβετία. Σε αυτό το ιδιότυπο «χρηματιστήριο υπηκοότητας», η χώρα-πρωτοπόρος διεθνώς ήταν το νησί της Καραϊβικής Σεντ Κιτς και Νέβις, ήδη από το 1984.
Η Ελλάδα μπήκε σε αυτό το παιχνίδι το 2013 με το πρόγραμμα της «χρυσής βίζας». Το κόστος της επένδυσης που πρέπει κάποιος να κάνει προηγουμένως είναι από τα χαμηλότερα. Συγκεκριμένα, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να καταβάλει 250.000 ευρώ για την απόκτηση, είτε από τον ίδιο προσωπικά είτε μέσω νομικού προσώπου, ακίνητης περιουσίας στη χώρα μας, κάτι που του εξασφαλίζει άδεια διαμονής πενταετούς διάρκειας. Ωστόσο, η απόκτηση υπηκοότητας έρχεται σε συνολικό διάστημα επταετίας, που δεν καλύπτει τους «βιαστικούς» Βρετανούς. Σε αυτό το σημείο, η Κύπρος και η Μάλτα έχουν σαφές προβάδισμα έναντι όλου του ενδοευρωπαϊκού ανταγωνισμού, παρά το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος πρέπει να είναι αποφασισμένος να ξοδέψει αρκετά παραπάνω χρήματα.
Eχουμε και λέμε, λοιπόν: Η Λευκωσία μοιάζει να είναι ο πλέον ελκυστικός προορισμός. Οποιος είναι διατεθειμένος να δαπανήσει 2,5 εκατομμύρια ευρώ για μια επένδυση μπορεί να λάβει την κυπριακή υπηκοότητα σχεδόν αμέσως, δηλαδή μέσα σε τρεις μήνες! Η Μάλτα είναι άμεσος ανταγωνιστής της Κύπρου. Το κόστος της απαιτούμενης επένδυσης ή της απόκτησης ακίνητης περιουσίας είναι χαμηλότερο και η αναμονή δεν είναι μεγάλη: μόλις ένα έτος. Δεδομένου ότι και τα δύο νησιά υπήρξαν στο παρελθόν κομμάτια της άλλοτε κραταιάς βρετανικής αυτοκρατορίας στη Μεσόγειο, οι υπήκοοι του Ηνωμένου Βασιλείου θα είναι μάλλον ευπρόσδεκτοι.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ