«Μα είναι, Γιωργή, Σεφέρικο πέρα για πέρα». Με αυτά τα λόγια περιέγραφε η Μαρώ Σεφέρη το σπίτι τους στην οδό Αγρας, πίσω από το Καλλιμάρμαρο, όταν επιτέλους ολοκληρώνονταν οι οικοδομικές εργασίες. Ακόμη και σήμερα παραμένει ένα φρούριο κομψότητας σε μια περιοχή που έχει γνωρίσει καλύτερες μέρες. Στο νησιώτικο σπίτι με τους άσπρους τοίχους και τα μπλε παραθυρόφυλλα όπου τον επισκέφτηκε και ο Εζρα Πάουντ το 1965, ο Σεφέρης έζησε την τελευταία δεκαετία της ζωής του. Εκεί του αναγγέλθηκε ότι πήρε το Νομπέλ Λογοτεχνίας και η σύζυγός του Μαρώ άνοιξε την πόρτα για να μπαίνει ο κόσμος να τον συγχαρεί, με πρώτους και καλύτερους τον Ηλία Βενέζη και τη γυναίκα του.
Εκεί, έξω από το νούμερο 20 του αδιέξοδου δρόμου, «ήρθαν πολλά σουηδάκια με στεφάνια και κορδέλες στα μαλλιά και τραγουδούσαν προς τιμήν του εκείνη την ημέρα» θυμάται η κυρία Αννα Λόντου, κόρη της Μαρώς (από τον πρώτο της γάμο με τον αξιωματικό Ανδρέα Λόντο) και ιδιοκτήτρια πλέον του σπιτιού του ζευγαριού αλλά και των πνευματικών δικαιωμάτων του Σεφέρη. Στο σπίτι με την κρυφή εσωτερική αυλή έπεσε και η βαριά σκιά του θανάτου του μεγάλου ποιητή στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971. «Η μητέρα μου δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ» θυμάται η Αννα Λόντου. «Μόνο φώναξε την κομμώτρια, της είπε να της πλέξει μια κοτσίδα τα μαλλιά της, που της έφταναν μέχρι τα γόνατα, και να της τα κόψει. Μετά τοποθέτησε την κοτσίδα σε ένα ωραίο λευκό πανί και έδωσε εντολή να μπει μαζί του στον τάφο».
Η είδηση ότι ιδρύεται έδρα «Γιώργος Σεφέρης» στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, η πρώτη μάλιστα έδρα Νεοελληνικών Σπουδών σε αμερικανικό πανεπιστήμιο, με πρώτο καθηγητή τον Γιώργο Π. Σαββίδη, το 1977, βρήκε τη Μαρώ Σεφέρη μόνη της στο σπίτι με τις χιλιάδες αναμνήσεις. Σαράντα χρόνια μετά, το Ιδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη δράττεται της ευκαιρίας της επετείου και διοργανώνει την έκθεση «Οταν το φως χορεύει, μιλάω δίκαια. Ο Γιώργος Σεφέρης και η ποίησή του μέσα από τη ζωγραφική και τις φωτογραφίες» σε επιμέλεια Τάκη Μαυρωτά, με τίτλο δανεισμένο από έναν στίχο του ποιητή από το «Τετράδιο γυμνασμάτων, Β’».
Επί τη αφορμή, ορισμένα από τα κειμήλια και τις αναμνήσεις του σπιτιού βγαίνουν για πρώτη φορά εκτός του: Ενας πίνακας του Γιώργου Σικελιώτη που τον είχε προτρέψει να αγοράσει ο Σαββίδης όταν εκείνος είχε ζητήσει τη συμβουλή του. Εργα του Τσαρούχη και του Τάσσου εμπνευσμένα από την ποίηση ή από το πρόσωπό του που του είχαν δωρίσει οι σπουδαίοι αυτοί εικαστικοί. Ενα μικρό ντουλαπάκι που βρισκόταν πάντα στη βιβλιοθήκη πίσω από το γραφείο του με μια «πορνογραφική» αναπαράσταση στην πρόσοψη ζωγραφισμένη από τον ίδιο τον Σεφέρη –«ο Γιώργος ζωγράφιζε πολύ ωραία» θα πει η κυρία Λόντου. Η ταπισερί που κοσμεί τον τοίχο πάνω από το κρεβάτι στην κρεβατοκάμαρα, υφασμένη από τον ζωγράφο Γιάννη Φαϊτάκη πάνω σε ένα σχέδιο του Γιάννη Μόραλη, εμπνευσμένο από το ποίημα «Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές». Λεπτομέρειες του σπιτιού, το οποίο επίπλωσε με το γούστο της η Μαρώ Σεφέρη, ζωγραφισμένες σε πίνακες ειδικά για την έκθεση από τη ζωγράφο Λήδα Κοντογιαννοπούλου. Μαζί με φωτογραφίες, που είχε τραβήξει ο ίδιος ο Σεφέρης από τα φοιτητικά του χρόνια έως τα τελευταία του ταξίδια, χειρόγραφα, πρώτες εκδόσεις βιβλίων, το Νομπέλ του ’63, έργα και άλλων ζωγράφων, όπως ο Τέτσης και ο Φασιανός, που είναι εμπνευσμένα από τον Σεφέρη και την ποίησή του, το «σπίτι» και τα κειμήλιά του αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μιας πολυπρισματικής αφήγησης.
«Με κέφι όλα, Γιωργή,
μόνο να ‘μαστε μαζί»
Το σπίτι, το σπίτι. Χτίστηκε την περίοδο ’57-’59, όταν δηλαδή ο Σεφέρης διορίστηκε στο Λονδίνο «επί τίτλω πρέσβεως». Οσο εκείνος φρόντιζε την ανακαίνιση της πρεσβευτικής κατοικίας στο Λονδίνο, η Μαρώ φρόντιζε να πηγαινοέρχεται στην Αθήνα για να επιβλέπει την ολοκλήρωση του σπιτιού της οδού Αγρας. «Ολο με ξένα σπίτια ασχολούμαι και όταν έλαχε να κάνω το δικό μου βρέθηκα μακριά» είχε γράψει ο Σεφέρης κάποια στιγμή σε γράμμα του στη Μαρώ, όπως μπορεί κανείς να διαβάσει στο βιβλίο «Μαρώ και Γιώργος Σεφέρης – Αλληλογραφία Β’ (1944-1959)» (Εκδόσεις Ικαρος).
Η απόκτηση της δικής τους στέγης ήταν ένας διακαής πόθος και των δυο τους, καθώς η γκαρσονιέρα στο πατρικό της οικογένειας του Σεφέρη, στην οδό Κυδαθηναίων, όπου διέμεναν όταν βρίσκονταν στην Ελλάδα, ήταν πολύ μικρή για να χωρέσει τις ανάγκες τους. «Ηθελε ένα σπίτι δικό του, να μπορεί να κάτσει μέσα και να γράφει απερίσπαστος» θα πει η Αννα Λόντου. «Αρχισε λοιπόν να ψάχνει η μητέρα μου για οικόπεδο. Αρχικά βρήκε κάτι κοντά στο Α’ Νεκροταφείο, γιατί υπήρχαν οικόπεδα τότε που πουλιόντουσαν σχετικά φτηνά. «Μα να βγαίνω στο παράθυρο και να βλέπω τάφους; Δεν μπορώ» της είχε απορρίψει την πρόταση εκείνος». Τελικά βρέθηκε «ο βράχος» δίπλα στο σπίτι-ατελιέ του ζωγράφου Γιάννη Μηταράκη, ένα οικόπεδο στον λόφο του Αρδηττού με απρόσκοπτη θέα στον Λυκαβηττό.
Ολες τις διαδικασίες, τους λογαριασμούς και τα νούμερα που αφορούν το χτίσιμο αυτού του σπιτιού, τα ανέλαβε η Μαρώ, όπως διαπιστώνει κανείς στα δικά της γράμματα, όπου παραθέτει με εξονυχιστική λεπτομέρεια τα πεπραγμένα των μαστόρων. Ο ενθουσιασμός, η ανυπομονησία αλλά και η ανησυχία για το αν θα καταφέρουν να είναι συνεπείς στις οικονομικές υποχρεώσεις τους διαπερνούν μεγάλο κομμάτι της αλληλογραφίας τους. «Θα σου έλεγα ακόμη δυο λόγια γι’ αυτό που λες: το χρηματικό μάς εμποδίζει να χαιρόμαστε» έγραφε σε ένα γράμμα του στη Μαρώ ο Σεφέρης ανταποκρινόμενος στις ανησυχίες της. «Δεν ξέρω αν είναι έτσι. Κατά βάθος το πρόβλημα είναι πώς να ζήσει κανείς με τους ανθρώπους και πώς να ζήσει κανείς μ’ αυτούς χωρίς να τον χωνέψουν».
«Ποτέ δεν είχαν χρήματα» θα αφηγηθεί η κυρία Λόντου. «Η μητέρα μου είχε όμως ένα πολύ μεγάλο κτήμα από τη δική της οικογένεια στην Πικροδάφνη, το οποίο έγινε νεκροταφείο των πεσόντων στρατιωτών της Κοινοπολιτείας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (σ.σ.: Πολεμικό Κοιμητήριο Φαλήρου). Το οικόπεδο αυτό απαλλοτριώθηκε και της έδωσαν μια πολύ καλή αποζημίωση.
Είχε κάνει και ο Γιώργος κάποιες οικονομίες από τα χρήματα που έπαιρνε στο υπουργείο. Τα ελάχιστα χρήματα δηλαδή, γιατί πληρώνονταν πάντα πολύ άσχημα οι υπάλληλοι του υπουργείου Εξωτερικών. Εβαλαν και οι δύο ό,τι είχαν και δεν είχαν. Ηταν η περίοδος που είχαν μόλις γυρίσει από τη Μέση Ανατολή».
Το σπίτι της οδού Αγρας χτίστηκε με τρόπο επεισοδιακό, θα έλεγε κανείς, αν και σε τίποτε μάλλον δεν διαφέρει η αποπεράτωσή του από την αντίστοιχη της ανέγερσης άλλων κτιρίων τότε αλλά και σήμερα. Η γραφειοκρατία ή η κωλυσιεργία ήταν παρούσες σε κάθε στάδιο, αρχής γενομένης από την περίφραξη του οικοπέδου ή την έκδοση άδειας οικοδομής. Τα «άψυχα σχέδια» του αρχιτέκτονα Παύλου Μυλωνά, που ήταν η πρώτη επιλογή του ζευγαριού, αντικατέστησαν εκείνα του Παναγή Μανουηλίδη χάρη στην αποφασιστική παρέμβαση της Μαρώς. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας τής είχε απευθυνθεί λέγοντας «εσύ, η δυναμική γυναίκα…». Εκείνη είχε σουφρώσει τα φρύδια και είχε προσθέσει ειρωνικά «έτσι θρυλείται…». Μολονότι διαφαίνεται το τσαγανό της μέσα από τα γράμματά της, η ίδια θεωρούσε ότι δεν υπήρχε πιο ψεύτικη φήμη. «Κοιτάξτε, όταν επρόκειτο να βοηθήσει τον Σεφέρη, δεν αστειευόταν» θα πει η κυρία Λόντου.
Οι εργασίες ξεκίνησαν στις αρχές του ’57 και τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς η Μαρώ και ο Σεφέρης μαζί με τον αρχιτέκτονα έβαζαν μια χρυσή λίρα στα θεμέλια του σπιτιού, τα οποία επιπλέον αγιάζονταν με τη σφαγή ενός μαύρου κόκορα.
Με όλες τις αναμενόμενες περιπέτειες και καθυστερήσεις, το σπίτι ολοκληρώθηκε το ’59 και κατοικήθηκε απρόσκοπτα από το ’62, όταν το ζευγάρι επέστρεψε από το Λονδίνο και ο Σεφέρης ολοκλήρωσε την 35ετή διπλωματική σταδιοδρομία του. Κάθε αντικείμενο ήταν επιλεγμένο από τη Μαρώ, «άλλωστε συχνά το γούστο μας ταιριάζει, μόνο που εσύ έχεις ιδέες, δύο κεφάλια καλύτερα από ένα, όπως τέσσερα μάτια καλύτερα από δύο. Πάντα εσύ δεν μου βρίσκεις τα γυαλιά μου όταν τα χάνω;» του έγραφε εκείνη. Σχεδόν όλα τα έπιπλα και αντικείμενα προέρχονται από το εξωτερικό και κάθε ένα έχει τη δική του ιστορία. Το περίφημο ξύλινο τραπέζι από το κατάστημα υφασμάτων της Saville Row που έστειλε ο ιδιοκτήτης του στη Μαρώ όταν είδε πόσο της άρεσε. Η gossip chair, μια περίτεχνη χαμηλή καρέκλα για κουβέντα ή κέντημα μπροστά στο τζάκι, που είχε αγοράσει σε μια εξόρμησή της σε ένα παζάρι επίπλων στην αγγλική ύπαιθρο. Η κυρία Ζεν, ένα κουκλάκι που είχε φτιάξει ο Σεφέρης από ένα καρύδι και λίγα βαλανίδια, καθώς και ο δρ Ρώτλαουφ, το αρσενικό αντίστοιχό της. «Ο Δρ Ρώτλαουφ καπνίζει το τσιγάρο του κοιτάζοντας το κανάλι του Πόρου, η Κα Ζεν είναι πολύ προκλητική, δημιούργημα της φαντασίας ενός απόρου» έγραφε στο ποίημα «Ο Δρ Ρώτλαουφ και η Κα Ζεν» τον Οκτώβριο του 1946.
Μικρές και μεγαλύτερες λεπτομέρειες ενός σπιτιού που έγινε επιτέλους το «σπιτικό» του Σεφέρη όταν ήταν πλέον 62 ετών. Οπως έγραφε εκείνος: «Σκέφτηκα κάπως βαθύτερα, όμως, αυτό που λες για το πέρασμα του καιρού, θα προφτάσουμε, δεν θα προφτάσουμε να χαρούμε το σπίτι. Στις καλές μου στιγμές, θέλω να πω όταν δεν είμαι τσακισμένος από την κούραση, λέω πως είναι κακό σύστημα να παίζεις με τον καιρό, αυτόν τον λωποδυτάκο που δεν ζητάει συγνώμη, κατά που ‘λεγε εκείνος ο μικρός που μετέφρασα και σκοτώθηκε στην Αλγερία (σ.σ.: ο άγγλος ποιητής Σίντνεϊ Κις, 1922-1943). Δεν είναι σωστό, είναι αμαρτία στη ζωή να λογαριάζεις το πέρασμα της ζωής σα να έχεις ένα ταξίμετρο που δουλεύει έξω από την πόρτα σου. Το τώρα έχει σημασία, είναι παράξενο να το λέω αυτό εγώ που έχω μια δουλειά που μ’ αναγκάζει να λογαριάζω τόσο πολύ. Αν άρχιζα να λέω «μα θα μείνω 3, 4, 5, 20 χρόνια σ’ αυτό το σπίτι» θα τρελαινόμουν ή θα το αντιπαθούσα –ας γίνει ό,τι είναι να γίνει. Το σπουδαίο είναι που γίνεται αυτό τώρα κι έχω τη Μαντζουράνα (σ.σ.: έτσι αποκαλούσε χαϊδευτικά τη Μαρώ) που μου γράφει πως τη συγκινεί αυτό το πράγμα που μεγαλώνει, καλότυχο να ‘ναι. Δε μπόρεσα να τα πω κατά πώς ήθελα, αν το προσπαθούσα δε θα ‘γραφα».
Το σπίτι αποδείχτηκε όντως καλότυχο. Από το σαλόνι του πέρασαν μεγάλες προσωπικότητες, όπως οι Πίτερ Λέβι, Γιώργος Θεοτοκάς, Ζήσιμος Λορεντζάτος, Στρατής Τσίρκας, Κώστας Ταχτσής, Μίκης Θεοδωράκης. Οι τρεις τελευταίοι, μάλιστα, μέσα στην ίδια εβδομάδα, όπως μαρτυρά το βιβλίο επισκεπτών του σπιτιού, μια κάπως εκκεντρική συνήθεια που είχε εγκαινιάσει η Μαρώ ως οικοδέσποινα. Ο Σεφέρης περνούσε τον περισσότερο χρόνο στην αγαπημένη του γωνιά, το γραφείο του. Με τη βιβλιοθήκη στην πλάτη του και την κυρία Ζεν να ίπταται κρεμασμένη από το ταβάνι, έμελλε να γράψει εκεί τα «Τρία κρυφά ποιήματα», το κείμενο για τους Δελφούς ή για τον Δάντη. «Οταν έμπαινε στο σπίτι πήγαινε εκεί και ζητούσε να μην ενοχλήσει κανείς» λέει η κυρία Λόντου.
Και συνεχίζει: «Εκεί ερχόντουσαν να τον δουν και οι θαυμάστριές του. Ορισμένες δεχόταν να τις δει. «Μην πας μέσα, έχει μια βρωμούσα» έλεγε η μητέρα μου. Οσο εκείνος δούλευε, εκείνη κεντούσε για να μην κάνει φασαρία και τον ενοχλήσει, ενώ κάποιες φορές τον έπαιρνε στο κατόπι για να ξεσκονίζει τα καπνά που έπεφταν στο πουκάμισό του, έτσι όπως δούλευε απερίσπαστος. Δεν τους θυμάμαι να τσακώνονται ποτέ. Ηταν νομίζω θέμα ανατροφής και αξιοπρέπειας». Η σχέση τους πέρασε εξάλλου από όλα τα στάδια που διασφαλίζουν συνήθως τη μακροημέρευση ενός ζευγαριού. Από το πάθος των πρώτων χρόνων, το οποίο μάλιστα μεταφέρεται αυτούσιο στον πρώτο τόμο της Αλληλογραφίας τους, στη στέρεη ηρεμία της συζυγικής ζωής, η οποία δεν βάλτωσε ποτέ από τη ρουτίνα. «Θυμάμαι όταν είχαμε ανέβει στη Θεσσαλονίκη μαζί με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο και την κόρη του, Πιερέττα, όταν επρόκειτο να αναγορευτεί επίτιμος διδάκτορας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο» λέει η Αννα Λόντου. Η Πιερέττα έμενε σε ένα δωμάτιο δίπλα στου Σεφέρη και της μητέρας μου. Είχε να το λέει: «Πρώτη φορά άκουσα παντρεμένο ζευγάρι να γελάει τόσο πολύ. Γελάνε τα ζευγάρια μετά από τόσα χρόνια;». Κι όμως, εκείνοι γελούσανε…». l
«Οταν το φως χορεύει, μιλάω δίκαια. Ο Γιώργος Σεφέρης και η ποίησή του μέσα από τη ζωγραφική και τις φωτογραφίες»: Ιδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη, από 3 Νοεμβρίου 2017 έως 21 Ιανουαρίου 2018. Ευχαριστίες στον Νίκο Παΐσιο για τη βοήθειά του.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ