Φθινόπωρο είναι που η επιδερμίδα της γης είναι ένα παχύ στρώμα εύθραυστων φύλλων που τραγουδούν το τραγούδι του νέου κύκλου της παραγωγικής χρονιάς καθώς περπατάς επάνω τους με χειμωνιάτικα υποδήματα. Ακου τη μελωδία του φθινοπώρου εδώ στα Λείβηθρα, στον πόρο της μεγάλης πτυχής που διαχωρίζει τον Κάτω από τον Ανω Ολυμπο με τις θεϊκές κορυφές. Λένε ότι είναι η πατρίδα του Ορφέα, του «πατέρα των τραγουδιών» όπως τον αποκαλεί ο Πίνδαρος, του τελειοποιητή της λύρας και των τυμπάνων. Κοίταξε ψηλά τα κλωνάρια του αιωνόβιου πλατανοδάσους –οργανικό μέρος του αρχαιολογικού χώρου –πώς μπλέκονται σε έναν απίθανο χορό προς τις κορυφές του Ολύμπου ή προς τον ουρανό, όπου προτιμάς εσύ. Μοιάζει τελετουργική αυτή η παράσταση μέσα στο ρέμα της Ζηλιάνας από τα «σώματα» και τα «χέρια» των πλατανιών, η οποία σε ταξιδεύει στα αρχαιότερα ελληνικά μυστήρια όπου λατρεύονταν οι Λειβηθρίδες Μούσες γύρω από το κυπαρισσένιο ξόανο του Ορφέα.
Το τραγούδι των καζανιών που σταλάζουν το τσίπουρο είναι ο προάγγελος του χειμώνα. Και όχι μόνο γιατί είναι γενικώς ζεστό ποτό, αλλά γιατί σμίγει τις συντροφιές γύρω από το τραπέζι σε νέες ιεροτελεστίες και ορφικά μυστήρια. Οπως πιο κάτω από τα Λείβηθρα, στην περιοχή Δουραλή Αναβρικό του Νέου Παντελεήμονα, στο καζάνι του Μιχάλη και του νεότερου Βασίλη Χατζή. Δες πώς δένει η παρέα δίπλα στο καζάνι που βράζει με συγκολλητική ουσία το καλό ποτό που καθώς σταλάζει αργά-αργά υπόσχεται πολλές τέτοιες συνευρέσεις γύρω από τραπέζια που λάμπουν από ευδαιμονία. Οι συντροφιές των συνεργασιών και των μοιρασμάτων είναι τελικά μια ωραία θέση για να βλέπεις τη ζωή ολάκερη.

Ο Μιχάλης Χατζής σε υποδέχεται με μια δική του αλχημεία: χοιρινή τηγανιά με μουστάρδα. Ενα παραδοσιακό φαγητό προχωρημένο βαθιά μέσα στο σήμερα. Οταν οι παλαιοί ετοίμαζαν τον πρώτο μεζέ των χοιροσφαγίων, για μια άμεση δοξολογία της τροφής, δεν είχαν μαζί τους μουστάρδα. Δεν είχαν πουθενά, ούτε στην κουζίνα τους. Είχαν μόνο τη λεμονιά, που την προστάτευαν σαν πραγματικό χρυσόδεντρο. Εβαζαν τις μπουκιές του κρέατος στο τηγάνι, επάνω στα κάρβουνα που είχαν καεί για να ζεστάνουν το νερό για το καθάρισμα του χοίρου, χωρίς λάδι, μόνο με το αυτοδύναμο νερό τους, με αλάτι και ρίγανη. Ο μεζές ήταν σε λίγη ώρα έτοιμος. Τώρα ο Μιχάλης βράζει τις μπουκιές του χοιρινού σε λίγο νερό, και όταν αυτό σωθεί, σβήνει το φαγητό με κρασί. Μετά βάζει τα μπαχαρικά και τα μυρωδικά, κονιορτοποιημένο σκόρδο, αλάτι και πιπέρι. Αραιώνει τη μουστάρδα με λίγο κρασί και «δένει» με αυτήν την τηγανιά, προσθέτοντας και μία κουταλιά αλεύρι.
Αυτό ήταν το προοίμιο του γεύματος που σιγόβραζε αποβραδίς υπομονετικά στον φούρνο με τα ξύλα. Τράγος στο πήλινο και ζυγούρι στη γάστρα. Και τα δύο με την ίδια συνταγή: τα καλοπληρωμένα κομμάτια του κρέατος μέσα στο σκεύος μαζί με πολλά λαχανικά, ντομάτες, πιπεριές κόκκινες και πράσινες, καρότα, κολοκυθάκια, σέλινο, κρεμμύδια, σκόρδο, φύλλα δάφνης, αλάτι, πιπέρι και ένα ποτήρι νερό. Και καθώς ο καλός ο καζαντζής, όπως λέει ο Μιχάλης, κάνει τα πάντα από το τίποτα, χρησιμοποιεί το νόστιμο ζουμί του φαγητού για να βράσει μακαρόνια ή ρύζι, πάλι μέσα στον φούρνο.
Εξω από το καζάνι, ο Κάτω Ολυμπος απλωνόταν και παλλόταν μαγικός μέχρι πάνω στους Παλαιούς Πόρους, στον κουκλίστικο Παλαιό Παντελεήμονα και την Ανω Σκοτίνα. Καθώς ανεβαίνει ο δρόμος όλο και αποκαλύπτει ωραίες εικόνες του κάστρου του Πλαταμώνα και της ακτής. Πάνε πολύ τα χρώματα του φθινοπώρου σε αυτές τις πλαγιές, το πορτοκαλί των δένδρων και το κατακόκκινο των κούμαρων. Τα ώριμα κούμαρα θα τα μαζέψουν και θα τα σφραγίσουν σε βαρέλια να ζυμώνονται μέχρι τον Μάιο, όταν τα καζάνια παίρνουν ξανά φωτιά για λίγες ημέρες προκειμένου να τα αποστάξουν σε ένα δυνατό και μυρωδάτο ποτό. Τσίπουρο από κούμαρα λοιπόν, η ιδιαίτερη γεύση αυτής της απίθανης τριλογίας των παραδοσιακών οικισμών του Κάτω Ολύμπου.
Πάντα οι αναβάσεις στον Ολυμπο έχουν ιδιαίτερη γοητεία, ακόμα και η πιο απλή, η πορεία στον αυτοκινητόδρομο μέχρι τα Πριόνια. Αν και πολυσύχναστη, αυτή η διαδρομή είναι αποκαλυπτική της δύναμης του μαγικού βουνού και του χαρακτήρα που παίρνει εκεί η κάθε εποχή. Τώρα το δάσος των οξιών παίζει τη συμφωνία των κόκκινων φύλλων και καθώς εσύ κατευθύνεσαι προς το στέκι του Γιώργου Κυρίτση χρωματίζουν απίστευτα τα ρείθρα του δρόμου σου που απλώνονται και επεκτείνονται μέσα στο δάσος· γκρίζες, λυγερόκορμες οξιές σε κόκκινο φόντο.
Από τις κλιτύες του Ολύμπου οι μύθοι κατρακυλούν προς τη θάλασσα όπως τα ρέματα που πάνε και ενώνονται με τα ποτάμια. Ο Ελικώνας κρύφτηκε μέσα στα σπλάχνα της γης από ντροπή, όταν οι δολοφόνοι του Ορφέα, οι Θρακικές Μαινάδες ή οι Πιερίδες Μούσες, έπλυναν τα αιματοβαμμένα χέρια τους στα νερά του. Και βγήκε στο φως ως Βαφύρας στο Δίον, σε έναν άλλον κόσμο, ιερότητας και ομορφιάς. Ο ποταμός που διακλαδώνεται ανάμεσα στα μνημεία, αν και ταυτισμένος με έναν αποτρόπαιο μύθο, όπως συμβαίνει πάντα με το λιμνάζον νερό, εξανθρωπίζει τα πάντα γύρω του. Και τα καθαγιάζει. Οπως συμβαίνει πάντα με το γλυκό φως του δειλινού, όταν χαϊδεύει τα κίτρινα φύλλα που επιμένουν να συνεχίζουν να ζουν έως την τελευταία στιγμή τους πάνω στα δένδρα το φθινόπωρο, παίρνοντας τις πιο ωραίες αποχρώσεις τους λίγο προτού χαθούν. Φαντάσου τη μουσική του Ορφέα από το μουσικό όργανο ύδραυλις, το εξαιρετικό αρχαιολογικό εύρημα (εκτίθεται στο Μουσείο του Δίου), έργο του 1ου αιώνα μ.Χ. που λειτουργούσε με αέρα, ο οποίος περνούσε μέσα από δοχείο με νερό για να εξισορροπηθεί η πίεση και να φτάσει στους 40 χάλκινους αυλούς οι οποίοι «τραγουδούσαν».
Τα άφθονα νερά έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση του ιερού στο Δίον, καθώς το υγρό στοιχείο ήταν βασικό συστατικό των λατρειών που είχαν να κάνουν με τα καιρικά φαινόμενα, τη φύση, τη γονιμότητα και την ίαση. Και το φθινόπωρο είναι ένα ορόσημο για τα καιρικά φαινόμενα, την αναγέννηση της φύσης, τη γονιμότητα της γης, ειδικά σε τόπους ευλογημένους από τις παλαιές και τις νέες θρησκείες.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ