«ΟΛευκός Οίκος έχει καταστεί παιδικός σταθμός ενηλίκων». Μέρος μιας σφοδρής ανταλλαγής πυρών με τον Ντόναλντ Τραμπ, η ατάκα του Ρεπουμπλικανού γερουσιαστή Μπομπ Κόρκερ στο Twitter την Κυριακή 8 Οκτωβρίου δεν είναι αυτή ενός μεμονωμένου επικριτή ή δυσαρεστημένου εξαιτίας του αποκλεισμού του από τη νομή της εξουσίας. Αντιπροσωπεύει, αντίθετα, την αντίληψη πολλών στην Ουάσιγκτον για το επίπεδο επαγγελματισμού, ποιότητας και σοβαρότητας τόσο του 45ου προέδρου όσο και των άμεσων συνεργατών του. Και όταν τίθεται υπό αμφισβήτηση η ίδια η ιδιότητά σου ως ενηλίκου τα πράγματα είναι σοβαρά, χρειάζεται να γράψεις ολόκληρο βιβλίο για να την επανεπιβεβαιώσεις, όπως μπορεί να καταθέσει και ο Γιάνης Βαρουφάκης με την εμπειρία του από τη διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ.
Ο αμερικανικός Τύπος βέβαια είχε εντοπίσει από νωρίς το πρόβλημα των «adults in the room». Τον Δεκέμβριο του 2016 ο δικτυακός τόπος Politico δεχόταν με ανακούφιση τον διορισμό του Τζέιμς Μάτις στη θέση του υπουργού Αμυνας σχολιάζοντας «επιτέλους, ένας ενήλικος στο δωμάτιο», ενώ τον Φεβρουάριο του 2017, στη συγκυρία του πρώτου διεθνούς ταξιδιού του Τραμπ, οι «Financial Times» αναγόρευαν τους Ρεξ Τίλερσον και Τζον Κέλι, υπουργούς Εξωτερικών και Εσωτερικής Ασφάλειας αντίστοιχα, «ενήλικη πτέρυγα του νέου καθεστώτος». Στους οκτώ μήνες που πέρασαν από τότε, οι ενήλικοι δεν αυξήθηκαν αριθμητικά, κάποιοι από αυτούς πήραν προαγωγή, κάποιοι έπεσαν σε δυσμένεια, όλοι ωστόσο εξακολουθούν με νύχια και με δόντια να προσπαθούν να κρατήσουν υπό έλεγχο τον αυτάρεσκο, οξύθυμο, απείθαρχο, προσβλητικό τρόφιμο του παιδικού σταθμού της Πενσιλβάνια Αβενιου 1600.
Οι insiders της Ουάσιγκτον χρησιμοποιούν εδώ και δεκαετίες τον όρο «ενήλικοι», γράφει ο αρθρογράφος και συγγραφέας Τζέιμς Μαν στο νέο τεύχος της «New York Review of Books». Με αυτόν τον τρόπο διαχωρίζουν τους ώριμους για άσκηση εξουσίας από τους ανώριμους, τους μετριοπαθείς από τους φανατικούς, τον εαυτό τους από τους άλλους. Ως την έλευση του Τραμπ υποδείκνυε πολιτικές διαφορές: απέκλειε τους κάθε λογής Μπέρνι Σάντερς, ας πούμε, εκείνους που πρότειναν λύσεις πέραν μιας κοινής δικομματικής αίσθησης του πρακτέου. Μετά την άφιξη του Ντόναλντ στην πρωτεύουσα, «οι όροι «ενήλικος» και «μεγάλος» έχουν υποστεί μια λεπτή, αξιοσημείωτη όμως μεταβολή. Αναφέρονται πια περισσότερο στον χαρακτήρα και στη συμπεριφορά παρά στις απόψεις περί πολιτικής.
[…] Για πρώτη φορά η Αμερική έχει πρόεδρο κάποιον που δεν φέρεται ως ενήλικος. Είναι συναισθηματικά ανώριμος: ψεύδεται, κοροϊδεύει, προσβάλλει, απειλεί, εξοργίζεται, αποζητεί την εκδίκηση, εξυψώνει τη βία, κομπάζει, αρνείται να αποδεχθεί την κριτική και όλα αυτά με τρόπο που οι περισσότεροι γονείς θα απέτρεπαν τα παιδιά τους να ακολουθήσουν». Οταν ο ακροδεξιός στρατηγικός νους Στιβ Μπάνον και ο «πρώτος γαμπρός» Τζάρεντ Κούσνερ απέτυχαν να επιβάλουν οποιαδήποτε έννοια τάξης, ανέλαβαν δράση οι παιδονόμοι –τρεις στρατιωτικοί και ένας διάσημος διευθύνων σύμβουλος.
Οι Τζέιμς Μάτις, Χέρμπερτ Ρέιμοντ Μακ Μάστερ και Τζον Κέλι έχουν κοινή αφετηρία και βάση συνεννόησης –την προϋπηρεσία τους στις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις. Ο 67χρονος Μάτις, σημερινός υπουργός Εθνικής Αμυνας, υπήρξε επικεφαλής από το 2010 ως το 2013 της Κεντρικής Διοίκησης του Αμερικανικού Στρατού. O επίσης 67χρονος Κέλι, προσωπάρχης του Λευκού Οίκου, υπήρξε διοικητής του δυτικού τμήματος της πολυεθνικής δύναμης του Ιράκ, ενώ ο 55χρονος Μακ Μάστερ, σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, υπηρέτησε ως υψηλόβαθμος βοηθός του διοικητή των αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ Ντέιβιντ Πετρέους. Την τετράδα των «ενηλίκων» συμπληρώνει ο 65χρονος υπουργός Εξωτερικών και πρώην CEO της ExxonMobil Ρεξ Τίλερσον.
Κάτοχοι καθοριστικών υπουργείων, συμβάλλουν αποφασιστικά στη διαμόρφωση της πολιτικής ατζέντας, μια και ο Τραμπ δεν ενδιαφέρεται διόλου για τις λειτουργικές της λεπτομέρειες. Ταυτόχρονα αναλαμβάνουν πυροσβεστική δράση ως προς τις προεδρικές ατασθαλίες. Το βάρος του χειρισμού της δημόσιας παρουσίας του Ντόναλντ φέρει ο Τζον Κέλι, ο οποίος δεν δίστασε, σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Τζέιμς Μαν, να αποκόψει τον πρόεδρο από άμεση επαφή με τις εισερχόμενες κλήσεις του στον Λευκό Οίκο. Το καθήκον της αντιμετώπισης του στενού πυρήνα των προεδρικών συνεργατών είναι ευθύνη του Μακ Μάστερ, υπευθύνου για τη διεξαγωγή της πολύμηνης μάχης που οδήγησε τελικά τον Αύγουστο τον Στιβ Μπάνον στην έξοδο από την κυβέρνηση.
Ο Τίλερσον με τη σειρά του επενέβη εσπευσμένα στις 15 Οκτωβρίου για να διορθώσει ένα από τα αναρίθμητα προεδρικά tweets το οποίο έκλεινε τη διπλωματική οδό στη Βόρεια Κορέα: «Οι διπλωματικές προσπάθειες θα συνεχιστούν ώσπου να πέσει η πρώτη βόμβα» δήλωσε στο CNN. Οσο για τον Μάτις, όταν ο Τραμπ εξοβέλιζε με συνοπτικές twitterικές διαδικασίες τον περασμένο Μάρτιο τους διεμφυλικούς από τον αμερικανικό στρατό, εκείνος φρόντισε να παγώσει τη διαδικασία παρεμβάλλοντας μελέτες και συστάσεις από επιτροπή ειδικών που θα μελετούσε τα δεδομένα.
Κατά τον Τζέιμς Μαν οι «ενήλικοι» δεν διαθέτουν μια κοινή στρατηγική κηδεμονίας του Ντόναλντ. Υπάρχει μια εσωτερική συνεννόηση, διακριτοί ρόλοι και αρμοδιότητες, όχι όμως οπτική που να συνέχει και τους τέσσερις. Μέλημα των τριών εκπροσώπων του στρατού είναι «η επανόρθωση αυτών που ανώτερα στρατιωτικά στελέχη εκλαμβάνουν ως λάθη της κυβέρνησης Ομπάμα» στη διαχείριση των πολέμων στο Αφγανιστάν και ενάντια στο ΙSIS, έγραφε τον περασμένο Αύγουστο στο Politico o Τζέιμς Κίτφιλντ. Στόχος τους θεωρείται η επιτυχής ολοκλήρωση των συγκρούσεων που χρονίζουν, όχι το άνοιγμα νέων μετώπων. Ωστόσο θεωρούνται οπαδοί σκληρότερων θέσεων έναντι του Ιράν (και τώρα που ο Τραμπ αφήνει να εννοηθεί ότι σκοπεύει να αποσυρθεί από τη συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό οπλοστάσιο ο λόγος τους ίσως μετρήσει περισσότερο από του Τίλερσον, ο οποίος πλέον λογίζεται αποτυχημένος ως υπουργός), ενώ οι θέσεις τους σχετικά με τα ζητήματα της Κίνας ή της Βόρειας Κορέας παραμένουν άδηλες.
Κάτι που μας φέρνει στο πρόβλημα της αδιαφάνειας. Στη σημερινή στιγμή της απόλυτης επικράτησης της στιλπνής επιφάνειας της πολιτικής έναντι της ακατέργαστης ουσίας της κανένας δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις αποκλίνουσες θέσεις των ίδιων των «ενηλίκων». Και αποτελεί μέτρο τού πόσο μακριά από το επίκεντρο της κανονικότητας βρίσκεται ο Τραμπ το γεγονός ότι οι προβαλλόμενοι ως «λογικοί», «μετριοπαθείς», «αξιόπιστοι» υπουργοί του παρουσιάζουν τέτοιες παρεκκλίσεις από τα καθιερωμένα ώστε σε οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση οι ίδιοι θα ήταν τουλάχιστον αμφιλεγόμενοι. Ο Κέλι, για παράδειγμα, υποστήριξε σθεναρά από την προηγούμενη θέση του, αυτήν του υπουργού Εσωτερικής Ασφάλειας, το διαβόητο διάταγμα απαγόρευσης εισόδου στις ΗΠΑ μουσουλμάνων προερχόμενων από συγκεκριμένες χώρες. Ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Μακ Μάστερ έγραφε για τη «Wall Street Journal» με την ευκαιρία του πρώτου ταξιδιού του προέδρου στο εξωτερικό ένα άρθρο στο οποίο εξέφραζε και δικαιολογούσε την άποψη του προέδρου για τον κόσμο όχι ως παγκόσμια κοινότητα αλλά ως αρένα διαμάχης συμφερόντων μεταξύ κρατών, μη κυβερνητικών οργανισμών και επιχειρήσεων. Οσο για τον Τίλερσον, κατατάσσεται μεταξύ των λίγων αμερικανών πολιτικών που διάκεινται φιλικά έναντι του Βλαντίμιρ Πούτιν, χωρίς να ενοχλούνται από ζητήματα δημοκρατίας ή ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Παρόμοιες αντιλήψεις θα τους εξασφάλιζαν μόλις κάποια υφυπουργία ή γενική γραμματεία ακόμα και στην προβληματική από πλευράς προσωπικού κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους του νεότερου. Στη σημερινή, δεν αποτελούν παρά πταίσματα –αν δεν συνιστούν πλεονεκτήματα, κιόλας.
Είναι και το γεγονός του πληθωρισμού των στρατιωτικών μεταξύ των «ενηλίκων» που εγείρει ανησυχίες για μια πολιτική κουλτούρα με αυστηρή διάκριση των εξουσιών όπως η αμερικανική. Είναι αλήθεια ωστόσο ότι και στο παρελθόν στον απόηχο μεγάλων πολεμικών συγκρούσεων οι Ηνωμένες Πολιτείες έδιναν πολιτικό χώρο στους στρατηγούς εκλέγοντάς τους ακόμα και στο ανώτατο αξίωμα. Ο Τζορτζ Ουάσιγκτον μετά τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας αποτελεί το κορυφαίο παράδειγμα, ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το πιο πρόσφατο.
Ολόκληρος ο 19ος αιώνας, εποχή κατά την οποία οι ΗΠΑ πολεμούσαν διαρκώς (τους Βρετανούς από το 1812 ως το 1815, τους Μεξικανούς από το 1846 ως το 1848, τον εαυτό τους από το 1861 ως το 1865, τους Ινδιάνους ακατάπαυστα) χαρακτηρίζεται από μια μακρά λίστα στρατηγών προέδρων: Αντριου Τζάκσον, Φράνκλιν Πιρς, Γουίλιαμ Χάρισον, Ζάκαρι Τέιλορ, Οδυσσέας Γκραντ, Ράδερφορντ Χέις, Τζέιμς Γκάρφιλντ, Μπέντζαμιν Χάρισον, είχαν όλοι να επιδείξουν κλέη στο πεδίο της μάχης. Η επαναφορά του στρατού στο προσκήνιο δεν είναι τόσο παράξενη όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται, αν λάβει κανείς υπόψη του 15 χρόνια περιπλοκών στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν.
Εν τέλει το μείζον πρόβλημα δεν είναι η προέλευση του διευθυντηρίου του παιδικού σταθμού αλλά η φύση και η ψυχοσύνθεση του παιδιού που εκπαιδεύεται εκεί. Ο Γκάμπριελ Σέρμαν αποκάλυπτε στις 11 Οκτωβρίου στο «Vanity Fair» ότι σε σύσκεψη των υπευθύνων εθνικής ασφάλειας το περασμένο καλοκαίρι ο Ντόναλντ Τραμπ είχε ζητήσει τον δεκαπλασιασμό του πυρηνικού οπλοστασίου των ΗΠΑ. Επειδή και οι ενήλικοι έχουν τα όριά τους, βγαίνοντας από τη σύσκεψη ο Τίλερσον τον είχε αποκαλέσει «ηλίθιο». Ενδεικτικές της απομειούμενης εκτίμησης μεταξύ διδασκόντων και διδασκομένων είναι οι έκτοτε «διαρροές» που θέλουν τον Τραμπ να αποστρέφεται τους συνεργάτες του («Τους μισώ όλους στον Λευκό Οίκο! Υπάρχουν και κάποιες εξαιρέσεις, αλλά τους μισώ!» λέγεται ότι είπε στον υπεύθυνο προσωπικής ασφάλειάς του, Κιθ Σίλερ) και τους Κέλι και Μάτις να κανονίζουν μεταξύ τους να μη λείπουν ταυτόχρονα από την Ουάσιγκτον, προκειμένου να υπάρχει πάντοτε κάποιος που να μπορεί να αντιδράσει σε αιφνίδια προεδρικά διατάγματα.
Αν πιστέψουμε μάλιστα τις πηγές του Σέρμαν, υψηλόβαθμοι Ρεπουμπλικανοί αξιωματούχοι συζητούν μεταξύ τους σοβαρά ότι έχουν φτάσει στο σημείο να φαντάζονται πώς ο Τζον Κέλι και ο Τζέιμς Μάτις θα συγκρατήσουν τον πρόεδρο «αν ο Τραμπ ορμήσει στο βαλιτσάκι με τα πυρηνικά». Σε αυτή την περίπτωση, οι ενήλικοι του Λευκού Οίκου μάλλον θα προσεύχονται να εκπληρωθεί η κατά Γκάμπριελ Σέρμαν παλιά προφητεία του φευγάτου εδώ και καιρό Στιβ Μπάνον –ότι ο 45ος πρόεδρος έχει μόλις 30% πιθανότητες να ολοκληρώσει τη θητεία του.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ