Ταξιδεύεις στην Αμοργό το φθινόπωρο για «να βρεις μιαν άλλη θάλασσα, μιαν άλλη απαλοσύνη». Ναι, κύριε Νίκο, όλα είναι εκεί όπως τα άφησε η φαντασία σου, χωρίς να τα ξέρεις, ασάλευτα σαν την καλή μπουνάτσα στα πόδια της Αγίας Αννας, «Οπως σωπαίνουν τα κύματα όπως ο κούκος τη χαραυγή όπως ο λύχνος το βράδυ». Το Blue Star Naxos τρέχει προς την Αμοργό του Αιγαίου και ο νους μας ταξιδεύει ήδη προς την «Αμοργό» του Νίκου Γκάτσου, την οποία φροντίζουν να επανατυπώνουν συνεχώς οι εκδόσεις Πατάκη. «Στην τέντα της κληματαριάς το καλοκαίρι ανασαίνει» ακόμη, και το παντοδύναμο λευκό, γαντζωμένο σαν άνθρωπος στον βράχο, η ψημένη ρακή του ηγουμένου, το «καλωσόρισες», το ξακουσμένο γαλάζιο έξω από το παράθυρο «Λούζονται μες στην άχνη του λιβανιού». Και προσμένουμε «Μόνο ν’ ανάψουνε στα βουνά οι στέγες των ερημοκλησιών με το μεράκι του αποσπερίτη» και να γίνουν χρυσές οι καμπύλες τους σαν το ολόγιομο φεγγάρι που παρακολουθούσαμε από το λιμάνι της Αιγιάλης να δύει, καθώς εμείς προσμέναμε το ίδιο καράβι του γυρισμού.
Το φθινόπωρο είναι η αρχή του κύκλου των εποχών που ολοκληρώνεται με το νέο καλοκαίρι. Τελικά όλα καταλήγουν στη θάλασσα. Οπως το αιώνιο τοπίο της Χοζοβιώτισσας γκρεμίζεται από τον ουρανό στα βάθη του απέραντου γαλάζιου σαν πάλλευκη χελιδονοφωλιά που επιμένει κολλημένη στον σκληρό, κάθετο, βράχο από τα χρόνια του βυζαντινού αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ Κομνηνού, ο οποίος το έχτισε στα 1088 –εκατό δωμάτια και μία εκκλησία γεμάτη φως που μπαίνει από τα μικρά παράθυρα και αντανακλά στον ξιφοφόρο αρχάγγελο Μιχαήλ και στο πρόσωπο της Παναγίας. Τα θαύματα της Αμοργού αρχίζουν από εδώ και από τον εξώστη της εκκλησίας κάτω από το τρισυπόστατο καμπαναριό. Εξω από το παράθυρο, στο αρχονταρίκι, η δύναμη του Αιγαίου, η μεγαλοσύνη της Μεσογείου. Στο περβάζι του, τα ποτηράκια με την ψημένη ρακή, της οποίας τα υλικά (ρακή, γαρίφαλο, κανέλα, πορτοκάλι) ο ηγούμενος Σπυρίδωνας ξέρει να αναμειγνύει αριστοτεχνικά.
Κόντευαν να ξεχάσουν αυτό το ποτό που έφτιαξαν για τις γυναίκες –οι άνδρες προτιμούσαν το πιο δυνατό ρακόμελο -, αλλά το μοναστήρι επέμενε να το προσφέρει στους προσκυνητές μαζί με το λουκούμι και το κρύο νερό. Και το ξαναθυμήθηκαν στην Αμοργό –ο πάντοτε ανήσυχος Αντώνης Βεκρής κλείνει μέσα σε φιάλες μαζί με το μεράκι του και ψημένη ρακή, ρακόμελο και βιολογικά κρασιά –και το έκαναν το επίσημο ποτό του νησιού. Για την αλχημεία της ψημένης ρακής συνωμοτούν τρεις κατσαρόλες. Στη μία ζεσταίνουν τη ρακή. Στην άλλη βράζουν το νερό με τα μπαχαρικά –την κανέλα, τα γαρίφαλα, τον γλυκάνισο –και το ξύσμα του φρούτου, και στην τρίτη καραμελώνουν τη ζάχαρη. Μετά τα σμίγουν όλα μαζί. Ευλογία…
Οσο κι αν είναι πολύ σοβαρή υπόθεση η έξω καρδιά της συντροφιάς, το μοναστήρι δίδαξε κι άλλα, πολύ πιο σπουδαία πράγματα. Αυτό το μεγάλο θαύμα της αρχιτεκτονικής των Κυκλάδων και τα άλλα μικρότερα, λιγότερο τολμηρά και πιο ταπεινά κτίσματα, άνοιξαν τα μάτια του Λε Κορμπιζιέ, καθώς έλεγε ο ίδιος, και είδε τις βασικές αρχές της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Και εκείνος ως αντίδωρο μάς έμαθε τις Κυκλάδες της λιτότητας και της απλότητας. Κάποια σημεία στο Αιγαίο είναι από τα πλέον φορτισμένα με καλή ενέργεια μέρη διαλογισμού πάνω στη Γη. Οπως σημειώνει ο Ρέντσο Πιάνο, η χρήση του λευκού ασβεστοχρώματος ήταν κομβικής σημασίας για τη δημιουργία της απογυμνωμένης αισθητικής της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Η Χώρα της Αμοργού είναι ένα πολύστιχο ποίημα που το συλλαβίζεις κερδίζοντας αστραφτερή απόλαυση, περπατώντας στα στενά σοκάκια της και κοντοστέκοντας στα σταυροδρόμια και στα τρίστρατα. Εν τέλει, από τα πλέον ενεργά θαύματα διαρκείας είναι η μεγαλοσύνη των ταπεινών νησιών του Αιγαίου.
Το επίμηκες σώμα της Αμοργού συναρμολογείται από αρχέγονα, απλά υλικά: ο βράχος μέσα στο κάδρο της θάλασσας, στολισμένος με θυμάρια, ελεύθερα κατσίκια, λευκά κτίσματα –σπίτια, εκκλησιές, ερημοκλήσια, ανεμόμυλοι –και μερικά τρεχαντήρια που χαράζουν τη ζωγραφιά. Το νησί γλυκαίνει στις δύο θαλασσινές αγκαλιές του για τα καράβια, στα Κατάπολα και στην Αιγιάλη, ή στη γοητευτική «γλώσσα» από βότσαλα του Αγίου Παύλου που βγάζει η στεριά στη θάλασσα, και αγριεύει στον Μούρο με τις δύο κρυμμένες στους θεόρατους γρανίτες παραλίες.
Είναι φανερό ότι την Αμοργό τη δημιουργεί η θάλασσα, αλλά τον χαρακτήρα της τον φτιάχνει η στεριά. Ειδικά εδώ στην Κάτω Μεριά, όπου ο τόπος δεν παράγει μόνο συναισθήματα αλλά και προϊόντα. Και αυτό έχει τη γεύση του. Στην Αρκεσίνη, στην ταβέρνα Μαρουσώ, ο Θοδωρής και η Κική μάς δείχνουν τα καλά που βγάζει ο κήπος τους, τις μελιτζάνες που κάνουν στον φούρνο με φέτα και ντομάτα, τα πιτάκια με βλίτα, την αμοργιανή σαλάτα με την ξινομυζήθρα της κυρίας Μαρουσώς, το λαδοτύρι. Και όλα αυτά ταιριάζουν με το κλασικό κατσικάκι λεμονάτο με ρίγανη.
Ο αρχαίος «Πύργος του Βασίλη» στο Χωριό δεσπόζει εδώ και 2.340 χρόνια στην παραγωγική γη. Γύρω του οι άνθρωποι συνεχίζουν την παραδοσιακή ζωή τους σαν να μην πέρασε μια μέρα. Στο μεζεδοπωλείο στον Πύργο η οικογένεια Ρούσου, η Ευαγγελία, ο Γιώργος, η Μαρία και η γιαγιά Ευαγγελία που τσακίζει τις πράσινες ελιές με το μεγάλο βότσαλο, κρατά τις παλιές συνήθειες. Ζυμώνουν με τα χέρια τους και φουρνίζουν στον ξυλόφουρνο το επτάζυμο ψωμί τους και τους «παύλους», τα παξιμάδια τους, και ετοιμάζουν ομελέτα με καβουρμά, το χοιρινό κρέας που διατηρείται με κανέλα μέσα στο βασιλικό χοιρινό λίπος. Εδώ τρως, «παρεώνεις» με τους ανθρώπους και ταξιδεύεις στους δρόμους της παράδοσης. Δεν θέλεις να φύγεις, αλλά ο δρόμος μέχρι την Καλοταρίτισσα, το γοητευτικό άκρο της Αμοργού απέναντι στο ηλιοβασίλεμα, σε καλεί.
Με το αυτοκίνητο του Evdokia’s car & bike rental (www.evdokiasrentacar.gr) που μας πήγε παντού σε όλο το νησί, επιστρέφουμε «σπίτι» μας, στο ωραίο ξενοδοχείο Aegialis Hotel & Spa (amorgos-aegialis.com). Η Ειρήνη Γιαννακοπούλου ξέρει να δημιουργεί γύρω της οικεία ατμόσφαιρα. Τη ζήσαμε και στα σεμινάρια ελληνικής κουζίνας που παρουσίασε σε ένα γκρουπ γυναικών από διάφορα σημεία του κόσμου. Μάθαιναν να πλάθουν αμοργιανά «μεθυσμένα» γλυκά και αλμυρά πιτάκια, να μαγειρεύουν φάβα και μετά να πλάθουν φαβοκεφτέδες. Τα πιτάκια βρίσκονται σε περίοπτη θέση στον μπουφέ του πάμπλουτου ελληνικού πρωινού του ξενοδοχείου, του οποίου το εστιατόριο Αμβροσία είναι από τα καλύτερα του νησιού. Γενικώς η γαστρονομία κατέχει εδώ ξεχωριστή θέση, δίπλα στις δραστηριότητες spa και yoga που προσφέρει το ξενοδοχείο, το οποίο είναι ανοιχτό όλον τον χρόνο. Μάλιστα, η κυρία Γιαννακοπούλου εμπνεύστηκε και πρωτοστατεί στη διοργάνωση, για 15η χρονιά, του «Υπέρια», ενός διεθνούς συνεδρίου για τη γαστρονομία, το περιβάλλον και τη διά βίου μάθηση. Η εφετινή διοργάνωση (25-30 Οκτωβρίου) θα είναι αφιερωμένη στην προβολή του τουρισμού μέσω των οπτικοακουστικών μέσων, ενώ θα πραγματοποιηθούν και μαθήματα κινηματογράφου.
Τα χωριά πάνω από την Αιγιάλη, τα Θολάρια και η Λαγκάδα, είναι υπέροχα. Στα Θολάρια, στο Σαντουράκι, η Λιλή μάς φέρνει ξεροτήγανα με τη συνταγή της μαμάς της. Αλλά στη φωτιά είναι το φαγητό του πανηγυριού στην Αμοργό, το πατατάτο. Τσιγαρίζει τις μερίδες του μεγάλου κατσικιού ή αρνιού στο ελαιόλαδο, στο οποίο έχει προσθέσει και μια κουταλιά βούτυρο, και τις κρατά κατά μέρος. Σε νέο λάδι τσιγαρίζει το χοντροκομμένο κρεμμύδι και τις πατάτες που έχει βάλει ήδη στο νερό με χοντρό αλάτι (αφού τις στραγγίξει). Τα σοτάρει όλα μαζί τρεις-τέσσερις βόλτες και μετά προσθέτει δύο κουταλιές αλεύρι και σβήνει το φαγητό με ένα ποτήρι και κάτι κρασί (μισό λευκό, μισό ροζέ). Βάζει το ανάλογο νερό, το καρυκεύει με κανέλα, γαρίφαλα, μπαχάρια και δυο-τρεις σκελίδες σκόρδο, το σκεπάζει και το αφήνει να γίνει σε σιγανή φωτιά για τουλάχιστον δύο ώρες.
Στα Κατάπολα, στον Καπετάν Δήμο, ο Βαγγέλης «πειράζει» τις παραδοσιακές συνταγές. Του αρέσει να ψάχνει και να ψάχνεται. Αυτό θα κάνει όλον τον χειμώνα. Εδώ το κατσικάκι (λέγεται κατσικόμελο) είναι μαγειρεμένο με μέλι, θυμάρι και μάραθο, το χταπόδι στο ούζο με καραμελωμένα κρεμμύδια, το καλαμάρι γεμιστό κρασάτο με μαντζουράνα, ενώ ο μουσακάς –το πιο κουραστικό πιάτο του, καθώς λέει –είναι ο πιο ιδιαίτερος που μπορείτε να γευθείτε, με ελληνική μπεσαμέλ από γιαούρτι και ελαιόλαδο επάνω από μια φωλιά από μελιτζάνες που κρατά μέσα της τον κιμά.
Φτάσαµε στα Κατάπολα και θα φύγουμε από την Αιγιάλη, απέναντι στο Lakki Village (lakkivillage.com) όπου η Σοφία μάς χάρισε την εμπειρία του οικογενειακού τραπεζιού με γεμιστό κατσίκι ψημένο στον ξυλόφουρνο. Το ξημέρωμα φάνηκε το πλοίο, την ώρα που το φεγγάρι πήγαινε να βασιλέψει δημιουργώντας μια χρυσή στήλη πάνω στη γαλήνια θάλασσα. Αν κάθε προορισμός του ταξιδιού σου αξιολογείται με το πόσες αναμνήσεις παίρνεις μαζί σου όταν φεύγεις, αυτή εδώ είναι η λαμπερή σταγόνα που ξεχειλίζει το ηδονικό ποτήρι των απολαύσεων της Αμοργού.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ