Ο διασημότερος ίσως δορυφόρος του κόσμου ήταν αποτέλεσμα κακών υπολογισμών. Επειτα από περίπου τρία χρόνια πειραμάτων, έρευνας και δοκιμών, η ομάδα του επικεφαλής του ρωσικού πυραυλικού προγράμματος, Σεργκέι Κορολιόφ, βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση στα τέλη του 1956 να παραδεχθεί στα ανώτερα σοβιετικά κλιμάκια ότι η εκτόξευση του «Αντικειμένου OD-1», ενός τροχιακού εργαστηρίου με όργανα επιστημονικών παρατηρήσεων που θα συνιστούσε την πρώτη παρουσία ανθρώπινου αντικειμένου στο Διάστημα, θα έπρεπε λόγω τεχνικών προβλημάτων να αναβληθεί για την άνοιξη του 1958. Με το διακύβευμα της τεχνολογικής ανωτερότητας και υπό τον φόβο να προηγηθεί μια αντίστοιχη αμερικανική πρωτοβουλία, ο Κορολιόφ πρότεινε τη δραστική ελάφρυνση του προγράμματος: αντί ενός πλήρους δορυφόρου βάρους 1.350 κιλών, μια μικρή μεταλλική μπάλα των 100 κιλών, αντί εξεζητημένων οργάνων, ένας απλός αναμεταδότης σήματος.
Το «Αντικείμενο PS» θα μπορούσε να εκτοξευτεί με τα ήδη υπάρχοντα συστήματα τον Απρίλιο ή τον Μάιο του 1957. Τέσσερις αποτυχημένες πρόβες ανέστειλαν το ταξίδι έως τις 4 Οκτωβρίου. Εκείνη την ημέρα, όμως, στις 22.28 τοπική ώρα, ο πύραυλος R-7 έθεσε σε τροχιά μια σφαίρα βάρους 83,6 κιλών με θερμική ασπίδα πάχους μόλις ενός χιλιοστού, τέσσερις λεπτές κεραίες αναμετάδοσης και πομπό ισχύος ενός Watt, σύνολο το οποίο κρατιόταν στη θέση του από 36 μπουλόνια. Με τα σημερινά δεδομένα, ο Sputnik 1 ακούγεται σαν αυτοσχέδια κατασκευή που θα μπορούσε να συναρμολογήσει κανείς στο σπίτι του. Με τα τότε κριτήρια ήταν μια μεγάλη σοβιετική νίκη προπαγάνδας στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου και ένα μικρό βήμα για την ανθρωπότητα στον δρόμο της εξερεύνησης του Διαστήματος.
Κι όμως, οι πρώτες εντυπώσεις δεν συμβάδιζαν με τον χαρακτήρα δραστικής καινοτομίας της κίνησης ούτε και με τη μετέπειτα απήχησή της. Η «Πράβδα» αρκέστηκε σε δύο παραγράφους μόνο, γράφει ο δημοσιογράφος Μάθιου Μπρεζίνσκι στο βιβλίο του «Red Moon Rising. Sputnik and the Hidden Rivalries that Ignited the Space Age» (εκδ. Bloomsbury), αφιερώνοντας το κύριο άρθρο της στις «Προετοιμασίες για τον χειμώνα». Προτιμότερη της θριαμβολογίας για την υποσκέλιση του καπιταλισμού θεωρήθηκε αρχικά η διαφύλαξη της άκρας μυστικότητας του πυραυλικού προγράμματος. Μέρος της αναπροσαρμογής του αμυντικού συστήματος της ΕΣΣΔ, θα επέτρεπε στον ηγέτη της, Νικίτα Χρουστσόφ, να προβεί σε σημαντικές οικονομίες περικόπτοντας τον προϋπολογισμό για τη ναυπήγηση καταδρομικών και στρατηγικών βομβαρδιστικών και μειώνοντας τον σοβιετικό στρατό κατά 2,3 εκατ. άνδρες. Οχι ότι τα αντανακλαστικά της αμερικανικής κυβέρνησης αποδείχθηκαν καλύτερα: ο Σπούτνικ ήταν «ένα ανόητο μπιχλιμπίδι» κατά τον Κλάρενς Ράνταλ, σύμβουλο του προέδρου Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, και η Αμερική δεν ενδιαφερόταν «για έναν αγώνα μπάσκετ στο εξώτερο Διάστημα», σύμφωνα με τον προσωπάρχη του Λευκού Οίκου Σέρμαν Ανταμς.
Ατυχώς για αυτούς, ενδιαφέρονταν ο Τύπος και οι επιστήμονες. Ο Σπούτνικ ήταν «μια μεγάλη εθνική κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» διατεινόταν ο Μαξ Ασκολι του «Reporter». H «New York Herald» τον εκλάμβανε ως «βαριά ήττα». Και τον χορό των θρηνωδών συνόψιζε πειστικά ο διακεκριμένος φυσικός και πατέρας της βόμβας υδρογόνου, Εντουαρντ Τέλερ, εξισώνοντας τον δορυφόρο με ένα «τεχνολογικό Περλ Χάρμπορ». Παρόμοιες δηλώσεις προξενούσαν οπωσδήποτε έντονα συναισθήματα –κυρίως στην αντιπολίτευση: αισχύνης στον Δημοκρατικό γερουσιαστή της Πολιτείας της Ουάσιγκτον Χένρι Τζάκσον, ο οποίος ζητούσε τη θέσπιση «εθνικής εβδομάδας ντροπής και κινδύνου», αϋπνίας στον τότε επικεφαλής της Δημοκρατικής πλειοψηφίας στη Γερουσία και αργότερα πρόεδρο των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον, ο οποίος έλεγε «καταραμένος να είμαι αν πάω για ύπνο με το φως ενός κόκκινου φεγγαριού».
Οσο για την κοινή γνώμη, στην αρχή αντιμετώπισε το ζήτημα με ψυχραιμία: «μαζική αδιαφορία» εντόπιζε ο ανταποκριτής του «Newsweek» στη Βοστώνη στις 5 Οκτωβρίου 1957, την «αόριστη αίσθηση ότι εισερχόμαστε σε μια νέα εποχή, χωρίς όμως ο κόσμος να συζητεί γι’ αυτήν περισσότερο από το ποδόσφαιρο ή την ασιατική γρίπη» επισήμαινε ο ομόλογός του στο Ντένβερ. Αργότερα, όταν ο Τύπος θα είχε αναλύσει μια σειρά πιθανών συνεπειών, θα επικρατούσε η αίσθηση της έκπληξης, εφόσον ως τότε πιστευόταν ότι «μια χώρα με κοινές τουαλέτες δεν θα μπορούσε να πετύχει κάτι τόσο τεχνολογικά προηγμένο», όπως έλεγε ο γερουσιαστής Αλεν Ελεντερ, όπως και η αίσθηση του φόβου, μια και η κατανόηση της ισχύος των διηπειρωτικών πυραύλων οδήγησε στη συνειδητοποίηση ότι για πρώτη φορά η αμερικανική ενδοχώρα βρισκόταν σε κίνδυνο.
Ηταν οι επόμενες ημέρες που χαρακτηρίστηκαν από έναν συνδυασμό πανικού και έξαψης. «Δεν ήταν ασυνήθιστο πια να βλέπει κανείς πλήθη να κοιτούν με ανησυχία τον ουρανό στις 3 τα ξημερώματα» γράφει ο Μάθιου Μπρεζίνσκι, καθώς ο Σπούτνικ περνούσε πάνω από τις ΗΠΑ τις μεταμεσονύκτιες ώρες. «Σε όλη τη χώρα άνθρωποι σκαρφάλωναν στις στέγες (…) για να δουν τη λάμψη της δυσοίωνης σφαίρας, το σήμα της οποίας είχε ήδη κατηγορηθεί ότι ευθυνόταν για ένα κύμα μυστηριώδους ανοίγματος πορτών γκαράζ».
Οι ευρωπαίοι σύμμαχοι έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου, αν κρίνει κανείς από τις αντιδράσεις του «Manchester Guardian» («τεράστιο επίτευγμα (…), οι Ρώσοι προφανώς έχουν εξασφαλίσει μεγάλο προβάδισμα στην πυραυλική τεχνολογία»), της εφημερίδας «Le Figaro» («ο μύθος έγινε πραγματικότητα (…), πικρή η απογοήτευση των Αμερικανών που δεν είναι εξοικειωμένοι με την ταπείνωση στον τεχνολογικό τομέα») και της Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Στρασβούργο, η οποία επέπληξε τις Ηνωμένες Πολιτείες για την οπισθοχώρησή τους σε σχέση με τη Σοβιετική Ενωση.
Από την πλευρά του, ο Νικίτα Χρουστσόφ έδινε πια το ελεύθερο στην «Πράβδα» να εξαπολύσει ευρεία προπαγανδιστική εκστρατεία («Η Ρωσία κέρδισε τον αγώνα» ήταν ο πηχυαίος τίτλος της 7ης Οκτωβρίου) και σε συνέντευξή του στους «New York Times» δεν παρέλειπε να υποθάλψει τις φοβίες της Δύσης δηλώνοντας ότι διηπειρωτικοί πύραυλοι του είδους που είχε εκτοξεύσει τον Σπούτνικ θα παράγονταν από τα σοβιετικά εργοστάσια «σαν τα λουκάνικα».
Από αυτό το νοσηρό κλίμα διαμάχης, ανησυχίας, απειλών, προπαγάνδας, συγκαλυμμένης αλήθειας και υπολογισμένου ψεύδους δεν έχουν μείνει και πολλά πράγματα σήμερα. Η κληρονομιά του Σπούτνικ προσφέρεται για να μελετήσει κανείς πώς το τέλος του Ψυχρού Πολέμου αποχρωμάτισε τις μνήμες αφήνοντας χώρο στα ειρηνικά του επακόλουθα. Μιλώντας στους «New York Times» για την πεντηκοστή επέτειο της εκτόξευσης το 2007, για παράδειγμα, ο 15χρονος το 1957 Ρίτσαρντ Μπράουν, ένας από τους τρεις πρώτους ανθρώπους που είδαν τη λάμψη του δορυφόρου, έκανε λόγο για την έξαψη της στιγμής στις 6.23 τα ξημερώματα της 10ης Οκτωβρίου, όχι για τον πανικό των καιρών.
Η ίδρυση της ARPA (μετέπειτα DARPA, «Υπηρεσία Προηγμένης Ερευνας Αμυντικού Σχεδιασμού») τον Φεβρουάριο και της NASA τον Ιούλιο του 1958 ως προπαγανδιστικών αντίβαρων πλέον συνδέεται με την ανάπτυξη του Διαδικτύου και της συστηματικής εξερεύνησης του Διαστήματος, αντίστοιχα. Η αμερικανική παιδεία ωφελήθηκε για αρκετές δεκαετίες από την ομοσπονδιακή απόφαση να ενισχυθούν τα αναλυτικά προγράμματα ως προς τη διδασκαλία των μαθηματικών και των φυσικών επιστημών. Και η αμερικανική λογοτεχνία κέρδισε μια ολόκληρη γενιά, αυτή των «μπίτνικ» –όπως, κατά μίμηση της λέξης «Σπούτνικ», όρισε την ομάδα των Αλεν Γκίνσμπεργκ, Τζακ Κέρουακ και Γουίλιαμ Μπάροουζ ο δημοσιογράφος Χερμπ Κέιν στη στήλη του στη «San Francisco Chronicle» στις 2 Απριλίου 1958.
Στην εποχή που εκλεπτυσμένοι απόγονοί του καθοδηγούν καθημερινά τα GPS μας, η μορφή του Sputnik 1 εμφανίζεται νοσταλγικά σε μυθιστορήματα όπως «Σπούτνικ αγαπημένη» (εκδ. Ωκεανίδα) του Χαρούκι Μουρακάμι και «Sputnik Caledonia» (εκδ. Πόλις) του Αντριου Κρούμι και μια ρεπλίκα του τέθηκε πανηγυρικά σε δημοπρασία στον οίκο Bonhams την περασμένη Τετάρτη το μόνο υπόλειμμα της ψυχροπολεμικής καταγωγής του βρίσκεται μάλλον στη σκέψη του Κρεμλίνου.
Πώς αλλιώς, εκτός από τη γνώση της σημασίας των συμβόλων και των υπαινιγμών για την επιτυχή προπαγάνδα, μπορεί να εξηγήσει κάποιος τη μετονομασία της ρωσικής κρατικής διεθνούς ραδιοφωνικής υπηρεσίας από «Φωνή της Ρωσίας» σε «Ράδιο Σπούτνικ» το 2014; Για τον Τζιμ Ράτενμπεργκ των «New York Times» η έκτοτε πορεία του υπογραμμίζει την αριστοτεχνική μετατροπή της πληροφορίας σε όπλο κατά των δυτικών δημοκρατιών. Στις 13 Σεπτεμβρίου, σε εκτεταμένο άρθρο του στο εβδομαδιαίο περιοδικό της εφημερίδας υπογράμμιζε πλήθος περιστάσεων κατά τις οποίες το κρατικά χρηματοδοτούμενο καλωδιακό και δορυφορικό τηλεοπτικό κανάλι RT και το «Ράδιο Σπούτνικ», υπό το πρίσμα της πολυφωνίας, πρόβαλλαν ψευδείς ειδήσεις.
Ο Ράτενμπεργκ υπογραμμίζει πως ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, στη συνάντησή του με τον Βλαντίμιρ Πούτιν τον περασμένο Μάιο αναφέρθηκε ονομαστικά στη δράση των δύο σταθμών: «Το Russia Today και το Sputnik έδρασαν ως πράκτορες επιρροής που σε πολλές περιπτώσεις διέσπειραν ψευδείς ειδήσεις για την προεκλογική εκστρατεία μου και για εμένα προσωπικά». Η «μεγαλοφυΐα» της σύλληψης κατά τον αμερικανό αρθρογράφο είναι ότι το αντιδυτικό σήμα που εκπέμπουν τα εν λόγω κανάλια πριμοδοτώντας το Brexit και τον Ντόναλντ Τραμπ πνίγεται στον θόρυβο της πολυφωνίας –οι υπεύθυνοί τους κάλλιστα μπορούν να ισχυριστούν πως έχουν δώσει βήμα και στο Κίνημα Occupy Wall Street και στον ελευθεριακό δεξιό Ρεπουμπλικανό γερουσιαστή Ραντ Πολ.
Πέρα από όλα αυτά, ωστόσο, η τελευταία αυτή περίπτωση χρησιμεύει για να μας υπενθυμίσει την πολυσημία των ονομάτων: εκτός από εκείνη τη μεταλλική μπάλα του Διαστήματος, «Sputnik» στα ρωσικά είναι και ένας περίφημος όρος που για δεκαετίες χαρακτήριζε τους δυτικούς συμπαθούντες τον κομμουνισμό –«συνοδοιπόρος».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ