Υπάρχει ένα διακριτό είδος αποµνηµονευµάτων στην αµερικανική πολιτική, έγραφε πριν από λίγες ηµέρες ο Τζον Μίτσαµ στους «New York Times»: «Η λογοτεχνία της ήττας». Δεν την προσέχουν πολλοί και τη διαβάζουν ακόµη λιγότεροι. Κακώς, κατά τη γνώµη του Μίτσαµ, µια και «οι αφηγήσεις των µαχών που χάθηκαν µάς λένε µάλλον περισσότερα για τα µυστήρια του πολιτικού χαρακτήρα από τις αφηγήσεις των µαχών που κερδήθηκαν». Με αυτή τη λογική, τα όσα καταγράφονται στο «What Happened» (εκδ. Simon & Schuster), την προσωπική της εκδοχή τού τι συνέβη στις προεδρικές εκλογές του Νοεµβρίου του 2016 που κυκλοφόρησε στις 12 Σεπτεµβρίου, πρέπει να προσφέρουν στον αναγνώστη µια προνοµιακή µατιά στις εσωτερικές διεργασίες της Χίλαρι Κλίντον. Το βέβαιο είναι ότι αυτός ο συνδυασµός πολιτικής κατάθεσης και προσωπικής εξοµολόγησης ανοίγει κάποιες ρωγµές στην ελεγχόµενη δηµόσια περσόνα της –το πόσο καλά βλέπει από αυτές κανείς την ιδιωτική είναι άλλο ζήτηµα.
Ετσι κι αλλιώς, η Χίλαρι Ρόνταµ Κλίντον, που κλείνει τα 70 στις 26 Οκτωβρίου, δεν µπορεί παρά να αποτελεί σηµείον αντιλεγόµενον για την αµερικανική κοινωνία. Η δυναµική σαραντάρα που γοήτευε στις πρώτες εµφανίσεις της στο πλευρό του Μπιλ ως υποψηφίου για το χρίσµα των Δηµοκρατικών το 1992 έγινε αντιπαθής σε πολλούς όταν υπερασπίστηκε τη δικηγορική της καριέρα λέγοντας «υποθέτω ότι έπρεπε να είχα µείνει σπίτι να ψήνω cookies» και κατέστη Λαίδη Μάκβεθ για τους Ρεπουµπλικανούς όταν, αντί να µείνει στο παρασκήνιο σαν καλή Πρώτη Κυρία, τέθηκε επικεφαλής µιας επιτροπής διερεύνησης της µεταρρύθµισης του συστήµατος Υγείας. Το συµπαθές θύµα των απιστιών του Μπιλ µεταβλήθηκε σε υπολογίστρια πολιτική καιροσκόπο όταν δεν τον χώρισε έπειτα από τις περιπτύξεις του µε τη Μόνικα. Θα ήταν αποδεκτή ως πρώην Πρώτη Κυρία, αλλά φάνηκε ενοχλητική όταν κέρδισε µια θέση στη Γερουσία. Και ούτω καθεξής. Μια δραστήρια, ταλαντούχα, κάπως µονοκόµµατη στις κινήσεις της, είναι αλήθεια, γυναίκα µε ζωηρές πολιτικές ανησυχίες, προκαλούσε πάντοτε την αµφιθυµία της κοινής γνώµης.
Αυτή την αμφιθυμία, αν όχι μισογυνισμό, την αναγνωρίζει και η ίδια στα απομνημονεύματά της. «Τα πλήθη στις συγκεντρώσεις του Τραμπ απαίτησαν αναρίθμητες φορές τη φυλάκισή μου. Φώναζαν «Ενοχη! Ενοχη!» όπως οι φανατικοί θρησκευόμενοι του «Game of Thrones» που φώναζαν «Αίσχος! Αίσχος!» την ώρα που η Σέρσι Λάνιστερ περπατούσε προς το Κόκκινο Φρούριο». Χαρακτηριστικός συνδυασμός ειλικρίνειας και αδεξιότητας, η ταύτιση με τη δολοπλόκο Σέρσι Λάνιστερ είναι τυπική «χιλαρική» αντίδραση. Ομως, εκτός από τους κακούς, σε αυτή τη μεριά του Γουέστερος που λέγεται Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχουν και καλοί, βεβαιώνει: εκείνοι που μετά τις εκλογές την πλησίαζαν αυθόρμητα και της απολογούνταν επειδή δεν την ψήφισαν.
Η αµφιθυµία των άλλων συµβαδίζει µε τις δικές της αντιφάσεις. Πάρτε το ζήτηµα της ευθύνης για την ήττα από τον Ντόναλντ Τραµπ, για παράδειγµα, το οποίο έναν χρόνο µετά εξακολουθεί να στοιχειώνει την ηγεσία του Δηµοκρατικού Κόµµατος και πλήθος liberal ψηφοφόρων. Πώς το αντιµετωπίζει η Χίλαρι; Δηλώνει ευθέως σε αρκετά σηµεία του κειµένου ότι αναλαµβάνει την πλήρη ευθύνη –και µετά παραθέτει µπόλικες δικαιολογίες ως κυριότερα αίτια: η ανακοίνωση του διευθυντή του FBI, Τζέιµς Κοµέι, ότι ξανανοίγει την έρευνα για την υπόθεση των περιβόητων e-mail της από τη θητεία της στο υπουργείο Εξωτερικών εννέα ηµέρες πριν από τις εκλογές, ο σεξισµός, τα οικονοµικά προβλήµατα, η παρεµπόδιση ψηφοφόρων να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωµα, ο ρωσικός δάκτυλος, η διάχυτη εχθρότητα εναντίον της. «Η περιοδεία της Χίλαρι Κλίντον µε τίτλο «Αναλαµβάνω την πλήρη ευθύνη, αλλά ορίστε όλοι οι άλλοι λόγοι που έχασα» είναι εγγενώς προβληµατική» σχολίασε στο Twitter ο Ντίλαν Μπάιερς του CNN.
Τέτοιες αναντιστοιχίες οδηγούν κάποιους στο να αμφισβητούν την καλή της σχέση με την πραγματικότητα. Προοδευτικοί αρθρογράφοι όπως η Μελίσα Μπάτσελορ Γουέρνκε των «Los Angeles Times» και ο Τζον Κας της «Chicago Tribune» επαίνεσαν το βιβλίο της –και κατόπιν την κάλεσαν να εγκαταλείψει πια την πολιτική σκηνή. Ενα από τα λιγότερο αντιληπτά προβλήματα της Χίλαρι, βλέπετε, είναι η παρατεταμένη παραμονή της στο ανώτατο επίπεδο της αμερικανικής πολιτικής: από το 1992 έως σήμερα συμπληρώνει ένα τέταρτο του αιώνα ως Πρώτη Κυρία, γερουσιαστής, υπουργός Εξωτερικών, δύο φορές υποψήφια πρόεδρος. Σε ένα σύστημα σχεδιασμένο για διαρκή ανανέωση (εκτός όσων με τις ευλογίες του Συντάγματος θέλουν να καταστούν αιωνόβιοι στη Βουλή ή στη Γερουσία), η Χίλαρι διήνυσε μια ασυνήθιστη πορεία, η οποία στο μυαλό πολλών την κατέστησε δεινόσαυρο, και μάλιστα δεινόσαυρο δικτυωμένο, αρχομανή και διεφθαρμένο.
Ωστόσο, αυτή την καχυποψία του κοινού καταφέρνει άριστα να τη διεγείρει και η ίδια, ακόµη και στην πρώτη σελίδα του βιβλίου της. Σε µια κατά τα άλλα ειλικρινή συναισθηµατικά περιγραφή του διλήµµατος να παρευρεθεί ή όχι στην ορκωµοσία του Τραµπ, σπεύδει να προσθέσει ότι «ο Μπιλ κι εγώ ζητήσαµε τη γνώµη των Μπους και των Κάρτερ για να δούµε τι σκέφτονταν». Με άλλα λόγια, η προοδευτική δυναστεία πατρικίων συνοµιλεί µε τη συντηρητική δυναστεία πατρικίων επιβεβαιώνοντας εκείνους τους πολλούς διάσπαρτους στο πολιτικό φάσµα που τους θεωρούν αµφότερους εκφραστές µιας προνοµιούχου ελίτ της Ουάσιγκτον, αποµονωµένης από τον µέσο πολίτη. Κι όµως, παρά τις αντιφάσεις, την αδεξιότητα, τον ανέµπνευστο λόγο, το µακρό της παρελθόν, η αλήθεια είναι ότι η Χίλαρι νίκησε πέρυσι, και όχι µε ψίχουλα, αλλά µε διαφορά σχεδόν 3 εκατοµµυρίων ψήφων. Δικαιούται την ηµέρα της ορκωµοσίας του Ντόναλντ Τραµπ να παροτρύνει τον εαυτό της: «Ανάπνευσε τώρα. Ούρλιαξε αργότερα».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ