Περπατάς το μικρό καλοκαιράκι με γυμνά πόδια πάνω στα χαλίκια των πηγών του Αχέροντα και αισθάνεσαι το ρίγος της ζωής να κυριεύει το σώμα σου. Δεν είναι μόνο η κρυστάλλινη αφή των νερών που κατεβαίνουν από τα έγκατα των ορέων του Σουλίου και η καμπυλότητα των στεριανών βοτσάλων που σε αγγίζουν μαγικά.
Είναι και η δροσερή αύρα που σε συναρπάζει. Ειδικά μπροστά στην υποβρύχια Σπηλιά του Στοιχειού αισθάνεσαι ότι βαριανασαίνει δροσιά το ίδιο το ποτάμι. Οι μύθοι και οι θρύλοι που πλημμυρίζουν πάντα τον ρου του Αχέροντα (και δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτούς παρά μόνο όταν τους εναποθέσει στην Αμμουδιά και σε κερδίσει το Ιόνιο), λένε ότι το στοιχειό που φώλιαζε εκεί φαρμάκωνε αυτό το αενάως κρυστάλλινο νερό και το έκανε πικρό. Το σκότωσε όμως ο Αηδωνάτος –ή μήπως Αϊδωνέας, ένας από τους θεούς του Κάτω Κόσμου –και το νερό έγινε ξανά γλυκό. Ετσι ο οικισμός εκεί ονομάστηκε Γλυκή και ο ήρωας δρακοκτόνος άγιος, ο Αγιος Διονάτος, προστάτης εσαεί της περιοχής.
Στη χάρη του μάλιστα έχτισαν περικαλλή ναό της νέας θρησκείας –μια εντυπωσιακή παλαιοχριστιανική βασιλική με τα ερείπιά της να δεσπόζουν στο τοπίο –η οποία κυλά πάνω στην παλαιά σαν το νερό των πηγών του Αχέροντα πάνω στα βότσαλα.
Βαδίζεις προς τις πηγές του Αχέροντα, αντίθετα με το ρεύμα, αφήνοντας πίσω το εφήμερο ίχνος σου στο σώμα του ποταμού, ένα θνησιγενές αυλάκι στο νερό. Σκέφτεσαι ότι αυτό το υγρό μονοπάτι δεν μπορεί παρά να οδηγεί προς τη ζωή. Τόση ομορφιά σημαίνει μόνο ζωντάνια. Και αυτή την ομορφιά της ζωντάνιας την αισθάνεσαι μπροστά σου, αλλά και πίσω σου, να σε ακολουθεί προσωποποιημένη σε τέσσερα νεαρά κορίτσια που τρέχουν γελώντας κόντρα στο ρεύμα τινάζοντας στον αέρα πλήθος μόρια ποταμού, ένα σύννεφο αγιασμού της ζωής.
Ο Ηράκλειτος, ο «σκοτεινός φιλόσοφος» με τον φωτεινό νου, έλεγε ότι δεν περνάς ποτέ δύο φορές τον ίδιο ποταμό. Ειδικά τον Αχέροντα, που ήταν το όριο μεταξύ του Επάνω και του Κάτω Κόσμου, δύο περιοχών της ανθρώπινης ύπαρξης που συγκοινωνούσαν μόνο μία φορά. Πάντως το τοπίο δεν σε πείθει ότι βρίσκεσαι στο σύνορο της ομορφιάς της ζωής και στο έρεβος του θανάτου. Αυτό το οποίο στην πραγματικότητα τόνιζε ο Ηράκλειτος ήταν η ζωντάνια της συνεχούς ροής. Αυτή που μεταμορφώνει το τοπίο με την επιμονή της να κινείται με δύναμη, να λαξεύει στις κάθετες ορθοπλαγιές των βράχων τα αγάλματα, να λειαίνει τα ειδώλια της κοίτης και να τρέφει τα στολίδια της φύσης, τα σουρεαλιστικά δέντρα της πέτρας και τα φυτά.
Τα πάντα ρει και ουδέν μένει στους Μύλους Σουλίου, από εκεί που μοιάζει να εκπορεύεται ο Αχέροντας και να κατρακυλά μέχρι την ακτή της Αμμουδιάς στο Ιόνιο. Μπορεί αυτό εδώ το τοπίο να είναι μία μόνο φλέβα του πολύκλαδου δέντρου των πηγών του Αχέροντα, αλλά είναι τόσο ζωντανή η δυναμική της αρχής. Τρελαμένα νερά ξεπηδούν μέσα από τον παλαιό νερόμυλο, του οποίου οι μυλόπετρες είναι ακόμη στη θέση τους, και δημιουργούν ελάχιστους καταρράκτες που ενώνουν τις μικρές στην αρχή δυνάμεις τους σε ένα βουερό ρέμα που τρέχει να συναντήσει τον ποταμό πριν από τη γέφυρα του Ντάλα.
«Μπορώ να πω, λοιπόν, ότι ο καταρράκτης, περί του οποίου μίλησα στη αρχή, δεν εσταμάτησε στην Ελβετία. Τα νερά του πέφτουν από μεγάλο ύψος, κυλούν και εξακολουθούν να ρέουν. Επάνω και μέσα στον αφρό των αλλεπαλλήλων πτώσεων, βλέπω να παίζουν μεγάλες και διάφανες σαν από κρύσταλλο σφαίρες, που τις κρατούν στα χέρια τους αφροντυμένες μπαλλερίνες. Τις βλέπω να παίζουν και να πηδούν και να συγκρούωνται, πότε παρασυρόμενες από τα ορμητικά νερά και πότε ξεφεύγοντας και ανεβαίνοντας, καθώς μπαλόνια που ξεγλυστρούν μέσα από χέρια παιδιών εκστατικών σε κήπους ή πλατείες. Και τις βλέπω να ξαναπιάνωνται απ’ τα νερά και να χοροπηδούν πάλι στον αφρό, που άσπρος σαν γάλα, αγάλλεται στο κύλισμά του, ραντίζοντας τον θεατή και τα πέριξ κλαριά, με τη δροσιά του υγρού ψιμυθίου που σκορπά, σαν σύννεφο ελαφράς βροχής, στην βοερή καταβαράθρωσί της, η πτώσις των υδάτων».
Ανδρέας Εμπειρίκος, «Αμούρ-Αμούρ»
Το βλέµµα του υπερρεαλιστή ποιητή πέφτει υπό άλλη γωνία πάνω στον ρου του ποταμού: «Καθώς έβλεπα τα νερά να πέφτουν από ψηλά και να εξακολουθούν γάργαρα το δρόμο τους, σκέφτηκα πόσον ενδιαφέρον θα ήτο, αν μπορούσα να χρησιμοποιήσω και στις σφαίρες της ποιητικής δημιουργίας, το ίδιο προτσές που καθιστά το κύλισμα, ή την πτώσι των υδάτων, μια τόσο πλούσια, γοητευτική και αναμφισβήτητη πραγματικότητα (…)». Και η δική μας ματιά περιφέρεται στα κάθετα τείχη του φαραγγιού, καθώς αισθανόμαστε τη δροσιά της ροής στα πόδια μας. Το τοπίο ρέει πάνω στα χαλίκια προς τη θάλασσα και πάνω στις ορθοπλαγιές προς τον ουρανό. Μπροστά, πίσω και στο πλάι μας οι άνθρωποι, απαλλαγμένοι από τα πολλά ρούχα τους, χαίρονται ένα άλλο καλοκαίρι.
Κάτω στην Αµµουδιά του Ιονίου ο καιρός –και το τοπίο –θυμίζει καλοκαίρι, κλασικό καλοκαίρι. Ωσπου να λύσει κάβους το «Νεφέλη» και να αρχίσει να ανεβαίνει τον ποταμό, προς το Νεκρομαντείο, κάπου δύο χιλιόμετρα μέσα στη στεριά. Ακόμα μία υπερρεαλιστική εμπειρία που σφύζει από ζωή, καθώς κατευθύνεσαι στο τέμενος της θλίψης και του θανάτου. Ξαφνικά ξεσηκώνεται ένας ερωδιός και χτυπάει δυνατά τις μεγάλες φτερούγες του για να ξεφύγει από τη μοίρα της βαρύτητας, πάνω από τις ψηλές κορυφές των σκλήθρων και των άλλων υδροχαρών δένδρων. Κάπου 415 διαφορετικά είδη φυτών και δέντρων απαντώνται στο δέλτα του Αχέροντα. Μετά ξεπετάγεται και μια γερακίνα, γρήγορη σαν τον άνεμο. Δεν προλαβαίνεις να τη θαυμάσεις και ένα νερόφιδο αυλακώνει την επιφάνεια του νερού. Κάπου στο βάθος μια νερόκοτα διασχίζει αστραπιαία το ποτάμι από τη μία όχθη στην άλλη και χάνεται στα καλάμια αφήνοντας πίσω της για αρκετά λεπτά το ίχνος του περάσματός της.
Το σκάφος κόβει ταχύτητα και λικνίζεται τώρα κάτω από ένα θεόρατο δέντρο, όπου αιωρείται μια αηδονοφωλιά. Μια λευκή «μπάλα» περίτεχνα πλεγμένη από ανθούς ιτιάς, με μια στρογγυλή είσοδο. Μια αλκυόνη χαίρεται με διαδοχικές βουτιές τα νερά του ποταμού. Αυτό το πολύχρωμο πουλί-σύμβολο φωλιάζει το καταχείμωνο στις όχθες, όταν τα νερά ανεβαίνουν και απειλούν τους νεοσσούς. Ομως η αλκυόνη επιμένει. Βουτάει και προτού ακόμη σβήσουν οι κυματοειδείς κύκλοι στην επιφάνεια του νερού επιστρέφει στο κλαδί και στεγνώνει τα φτερά της, έτοιμη για την επόμενη βουτιά. Εδώ στο δέλτα τα νερά είναι θολά και οι όχθες απροσπέλαστες στα βλέμματα, ό,τι πρέπει για να γίνουν ασφαλές καταφύγιο της ζωής. Ενώ στις πηγές το νερό είναι κρυστάλλινο και το τοπίο διάφανο κάτω από το βλέμμα, ό,τι πρέπει για να αποκαλύπτεται όλη η ομορφιά του. Οι δύο όψεις της μιας και μοναδικής ζωής.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ