Ο Δημήτριος Κ. είχε ζήσει μια δύσκολη ζωή. Η πατέρας του είχε βρογχοκήλη, η μητέρα του ήταν «ευερέθιστη», η θεία του ήταν «υστερική», η αδελφή του πέθανε από επιληψία. Εκείνος από την πλευρά του ήταν «παράφορος και ευέξαπτος, επί τω παραμικρώ εναντιώνετο εις παρατηρήσεις ας τω έκαμνον οι γονείς του. Δις ηθέλησε ν’ αυτοκτονήση, άπαξ ένεκα μακρού 6ετούς flert έκοψε τας φλέβας του βραχίονος ίνα εκβιάση τον πατέρα του. Πάσα ομιλία κάπως ενθουσιώδης έπληττε την φαντασίαν του και ευκόλως υπέκειτο εις υποβολήν».
Δεν θα μάθουμε ποτέ το επώνυμό του, όμως αυτό που θα ξέρουμε με σιγουριά είναι ότι η περίπτωσή του αποτελεί το πρώτο χρονολογικά ιατρικό ιστορικό στην Ελλάδα με διάγνωση «μορφινομανία-κοκαϊνομανία». Το έτος που ο Δημήτριος Κ., «ιατρός εκ Σμύρνης ετών 29», κατέκτησε αυτήν την πρωτιά ήταν το μακρινό 1901.
Ναι, είναι αλήθεια ότι κόντρα στην άποψη που επικρατεί και στις θολές μας αναμνήσεις για τη «μάστιγα» που πιστεύαμε ότι είχε εμφανιστεί ως κεραυνός εν αιθρία τη δεκαετία του ’80 για να αφανίσει την ελληνική νεολαία, οι εξαρτήσεις από ουσίες έχουν μακρά ιστορία στην Ελλάδα.
Ενα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο έρχεται να μιλήσει για αυτό το παρελθόν τους στην Ελλάδα και να άρει την ευρέως ασαφή και αποϊστορικοποιημένη εικόνα τους. Στο «Τοξικομανία δι’ ηρωίνης –Η χρήση ουσιών στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου» (εκδόσεις Αγρα) ο Δημήτρης Υφαντής, επιστημονικός υπεύθυνος του Τμήματος Τεκμηρίωσης, Ερευνας και Εκπαίδευσης της Μονάδας Απεξάρτησης 18 Ανω, αναλύει πώς, κόντρα στις επιφανειακές ενδείξεις, η «μάστιγα» ήταν και είναι ένα «φαινόμενο σε συνεχή εξέλιξη». Γιατί, σύμφωνα με το βιβλίο του, οι εξαρτήσεις από ουσίες όντως εμφανίστηκαν περίπου από το πουθενά στην ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του ’80, έχουν όμως τις ρίζες τους και μια μακρά ιστορία που οδηγεί στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα. Μάλιστα, ο Μεσοπόλεμος μπορεί να θεωρηθεί ως η μεταβατική περίοδος, το πέρασμα από την περιστασιακή χρήση ουσιών στην καταγεγραμμένη εξάρτηση. Απλώς στο διάστημα που μεσολαβεί από εκείνα τα χρόνια έως τα 80s υπάρχει μια μεγάλη «μαύρη τρύπα» όσον αφορά την εξάρτηση από ουσίες όπως η κοκαΐνη, η ηρωίνη και η μορφίνη, τις περίφημες «ουσίες της νεωτερικότητας».
Ο Υφαντής αποπειράται μια περιοδολόγηση της ιστορίας της εξάρτησης από αυτές τις ουσίες χρησιμοποιώντας ως τεκμήρια την «κίνηση» των εξαρτημένων στις υπηρεσίες υγείας, την αρθρογραφία στον Τύπο, τα εγκληματολογικά και ιατρικά στατιστικά στοιχεία αλλά και τις αναπαραστάσεις της εξάρτησης στην τέχνη. Πρόκειται για μια επίπονη, εκτενή και πολυετή μελέτη, δεδομένου ότι ο ίδιος εργάζεται στην αντιμετώπιση των εξαρτήσεων από το 1987, και παρέχει πολύτιμα στοιχεία και βιβλιογραφία για αυτή την αχαρτογράφητη, εν πολλοίς, περιοχή. Oπως λέει χαρακτηριστικά στο BHΜΑgazino: «Στην Ελλάδα θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ιστορία των εξαρτήσεων με ουσίες όπως η ηρωίνη, η μορφίνη, η κοκαΐνη, ξεκινάει το 1925. Εξαρτημένοι υπήρχαν και νωρίτερα στον ιατρικό χώρο ή στις τάξεις των στρατευμένων. Ομως τότε παρατηρείται μια κορύφωση, η οποία συνεχίζεται μέχρι το ’46. Μάλιστα, από το ’32 έως το ’40 έχουν καταγραφεί επτά παρεμβάσεις όσον αφορά τη νομοθεσία, ένα ηχηρό δείγμα ότι η εξάρτηση βρισκόταν σε έξαρση και η πολιτεία αναζητούσε λύσεις. Είναι ενδεικτικό ότι το 1934 ο αριθμός των εξαρτημένων από ηρωίνη υπολογιζόταν περί τις 5.000». Η κατά προσέγγιση χρονολόγηση του Υφαντή έχει γίνει βάσει στοιχείων στα βιβλία αιτήσεων εισαγόμενων ασθενών στα αρχεία του Δρομοκαΐτειου Θεραπευτηρίου, της Πανεπιστημιακής Κλινικής του Αιγινήτειου και του Δημόσιου Ψυχιατρείου (Δαφνί), όπου από τις αρχές του αιώνα λειτουργούσαν μονάδες θεραπείας για τους ασθενείς. Ο Δημήτριος Κ., για παράδειγμα, είχε εισαχθεί στο Δρομοκαΐτειο για να θεραπευτεί. Κατ’ ευφημισμόν. Γιατί στην ουσία γινόταν εγκλεισμός και απομόνωση ώστε να αποκοπεί ο εξαρτημένος από την ουσία.Οταν πήρε εξιτήριο ο Δημήτριος Κ., «μόλις έλαβε παρά του κηδεμόνος αυτού τα έξοδα της αναχωρήσεώς του αμέσως ηγόρασε σύριγγα και μορφίνην…».
Οι λόγοι που οδήγησαν μέρος της κοινωνίας στις εξαρτήσεις είναι πολλοί και έχουν μια κοινή, βαθιά ρίζα πέρα από τις ιδιαιτερότητες που παρουσίαζε η κάθε περίπτωση ξεχωριστά. «Αν θεωρηθεί ότι το κοινωνικό σώμα κάθε εποχής χρησιμοποιεί ή εξαρτάται από ουσίες που έχει ανάγκη, με τα γνωρίσματα που αυτές φέρουν, συνεπάγεται ότι η χρήση των νέων ουσιών όπως η ηρωίνη, σηματοδοτεί με ηχηρό τρόπο τον κλονισμό των κοινωνικών δεσμών και την αποκοινωνικοποίηση του ατόμου» σημειώνει ο Υφαντής στο βιβλίο του. Αλλωστε, η εμφάνιση της εξάρτησης από ουσίες συμπίπτει με τη βιομηχανική επανάσταση και τις ραγδαίες αλλαγές στον χαρακτήρα της εργασίας, με χαρακτηριστικότερη την αλλοτρίωσή της, και κατά συνέπεια και του ατόμου, το οποίο βλέπει τον εαυτό του «σαν αξία χρήσης που βρίσκεται σε πτώση».
Σύμφωνα με την εξήγηση που δίνει ο Υφαντής, καθώς η χώρα αρχίζει σταδιακά να εκσυγχρονίζεται και να βιομηχανοποιείται, στα αστικά κέντρα συγκεντρώνονται μετανάστες και πρόσφυγες, ας μην ξεχνάμε και τον παράγοντα μικρασιατική καταστροφή. «Υπήρχε μια έντονη δυσφορία στα αστικά κέντρα όπως η Σύρα και ο Πειραιάς, καθώς νέοι πληθυσμοί κατέφθαναν και έψαχναν να βρουν τη θέση τους. Επειτα, είχαν προηγηθεί πόλεμοι, δεν μπορεί αυτές οι συνθήκες να μην προκαλέσουν παρενέργειες στον πληθυσμό. Οι ουσίες έρχονται να απαλύνουν ψυχικά και σωματικά τραύματα. Οι φαρμακοβιομηχανίες και οι έμποροι ακολουθούν, επειδή υπάρχει ανάγκη. Δεν γίνεται κανείς χρήστης από μαγκιά και επειδή έμπλεξε με κακές παρέες. Οι λόγοι είναι βαθύτεροι».
Στα έγγραφα και στις φωτογραφίες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο εκπλήσσει, αν και μάλλον δεν θα έπρεπε, το ότι γυναίκες που επαγγέλλονταν «οικιακά» ήταν εθισμένες στην ηρωίνη. Η Ανδρομάχη Μ. από την Οδησσό, η Αθανασία Μ. από τη Σμύρνη… Ωστόσο, παραδοσιακά θα έλεγε κανείς, η θεραπεία τους γινόταν με γνώμονα την άποψη ότι ο εξαρτημένος είναι εθισμένος σε μια ουσία και όχι «σε μία κατάσταση και έναν τρόπο ζωής που η ουσία απλώς τα ενεργοποιούσε». Και, παρ’ όλη τη σκληρή ποινικοποίηση, ιστορικά δεν τεκμηριώνεται ότι η ύπαρξή τους μείωσε την ένταση του φαινομένου στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Στο δίλημμα θεραπεία ή ποινή οι γιατροί θεωρούσαν απαραίτητο μέτρο την υποχρεωτική θεραπεία στα υπάρχοντα ψυχιατρεία, μέσα στα οποία δημιουργήθηκαν άσυλα. Το πρώτο κείμενο που πρότεινε ως εναλλακτική μορφή θεραπείας την ψυχοθεραπεία, την ψυχανάλυση, άποψη που προτείνει και η μονάδα 18 Ανω σήμερα, χρονολογείται το 1935 και ανήκει στον νευρολόγο-ψυχίατρο Κωνσταντίνο Κωνσταντινίδη.
Παραδοσιακοί και νεωτερικοί
Ωστόσο, προτού φτάσουμε στο κομβικό 1925 αλλά και στο αποκορύφωμα της αύξησης των εξαρτημένων που εισάγονταν για νοσηλεία, το οποίο προσδιορίζεται στο έτος 1932, ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα εμφανίζονταν σποραδικές περιπτώσεις εξάρτησης. Οι περιπτώσεις αφορούσαν κατά κύριο λόγο εργαζομένους σε ιατρικά επαγγέλματα, στρατιωτικούς και στρατιώτες, καλλιτέχνες και άτομα που συνδέονταν με το εξωτερικό. Βέβαια, το χασίς και το όπιο συντηρούνταν παραδοσιακά στο background. Ηδη από το 1875 αιγύπτιοι αγρότες είχαν μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις τους για την καλλιέργεια της κάνναβης στους Ελληνες με αποτέλεσμα να ξεκινήσει η μαζική παραγωγή και οι εξαγωγές της. Δέκα χρόνια μετά, άρχισαν οι ενδείξεις για μικρούς κύκλους συστηματικών χρηστών σε λιμάνια και φυλακές κατά κύριο λόγο. Η χρήση χασίς είχε άλλωστε χαρακτηριστεί ένα ομαδικό κοινωνικό φαινόμενο, καθώς στους χασισοπότες δεν άρεσε το κάπνισμα «κατά μόνας».
Oπως σημειώνει ο Υφαντής, σε επίπεδο κοινωνικοπολιτισμικό η συγκεκριμένη ουσία εκπροσωπούσε την παράδοση που αντιστεκόταν στη νεωτερικότητα και αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά της χρήσης της στον Μεσοπόλεμο σε σχέση με μεταγενέστερες εποχές. Ακριβώς όπως αντιστεκόταν και το ρεμπέτικο, το οποίο ξεκίνησε ως το τραγούδι των μικρών και κοινωνικά αποκλεισμένων ομάδων και έγινε η έκφραση των υπό διαμόρφωση λαϊκών στρωμάτων του αστικού κέντρου. Χωρίς να σημαίνει ότι είναι ταυτόσημο με τη χασισοποσία, και τα δύο έγιναν μέσα έκφρασης μιας κοινωνικής διαφωνίας και ενδεχομένως αναπόφευκτα έχουν καταγραφεί ως περίπου αλληλένδετα στο εθνικό μας αφήγημα –ας όψονται και οι αναφορές σε ουσίες στους στίχους περίπου 340 φωνογραφημένων τραγουδιών του Μεσοπολέμου (μαζί με τις επανεκτελέσεις και τις παραλλαγές), με ορισμένα από αυτά ωστόσο να είναι «ευρωπαϊκού ύφους» όπως το «Μη με ρωτάτε – Κοκαΐνη» που τραγουδούσε η Βέμπο το 1935. Πάντως, η «νεωτεριστική» ηρωίνη δεν ήταν αποδεκτή από τους χασισοπότες. «Οι χασικλήδες είναι τώρα περιωρισμένη τάξις. Είναι οι διατρέχοντες τον βίον με αραμπάν έναντι της προόδου των ηρωινομανών, ιπταμένων προς την παραφροσύνην» έγραφε εν έτει 1934 ο ψυχίατρος Κωνσταντίνος Μ. Κατσαράς σε κείμενό του με τίτλο «Η τοξικομανία». Ο Ανέστης Δελιάς καταγράφεται ως ο μοναδικός από τους ρεμπέτες που ήταν εξαρτημένος από ηρωίνη και κοκαΐνη, δύο πάθη που τον οδήγησαν στον θάνατο το 1944.
Τις ίδιες διαθέσεις «κοινωνικής διαφωνίας» είχαν και τα μέλη της περίφημης «καταραμένης γενιάς» των δεκαετιών ’20-’30, δηλαδή ποιητές και λογοτέχνες με θεωρητικές και ιδεολογικές αφετηρίες τον σοσιαλισμό και την αναρχία, οι οποίοι δεν άφησαν έργο πίσω τους ανάλογο των ικανοτήτων τους. Οι ουσίες δεν ήταν άγνωστες σε προσωπικότητες όπως ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ή ο ζωγράφος Ανδρέας Κρυστάλλης ή Κρυσταλλίδης, ο οποίος εισήχθη μάλιστα για θεραπεία από ηρωίνη το 1937 στο Δημόσιο Ψυχιατρείο στο Δαφνί, ακριβώς όπως και ο ποιητής Μήτσος Παπανικολάου το 1943. Οσον αφορά την κοκαΐνη και τη μορφίνη, τα στοιχεία στη διάθεση της έρευνας είναι ελάχιστα. Αυτές ήταν εξάλλου οι ουσίες των ανώτερων τάξεων και η αντιμετώπιση των εξαρτήσεων γινόταν κατά κύριο λόγο σε ιδιωτικές κλινικές ή στο εξωτερικό, οπότε δεν υπάρχουν πολλές καταγραφές. Η δε Αστυνομία επιδιδόταν στη δίωξη των χρηστών χασίς της εργατικής τάξης και δεν ασχολιόταν με τους ευκατάστατους χρήστες. «Την κοκαΐνη (των ανώτερων τάξεων) χρησιμοποιούν τελικώς οι δειλοί κακοποιοί που γίνονται επιθετικοί και χρησιμοποιούν όπλο» ήταν μια πεποίθηση της εποχής.
Ουσίες Vs αλκοόλ
Τι συμβαίνει όμως και «σταματά» το φαινόμενο των εξαρτήσεων το ’46, ή, για να είμαστε ακριβείς, ελαχιστοποιείται τόσο ώστε «η εικόνα της κατάστασης σχετικά με την τοξικομανία στην Ελλάδα το 1978 να οδηγεί στη διαπίστωση ότι δεν υπήρχε ουσιαστικά τοξικομανία»; Η ερμηνεία που δίνει ο Υφαντής για αυτή την «ανωμαλία» είναι ότι η ανεξέλεγκτη αστυφιλία που σημειώθηκε στην Ελλάδα αφότου ξέσπασε ο Εμφύλιος δημιούργησε μια ιδιάζουσα περίπτωση αστικοποίησης της Αθήνας. «Η νοοτροπία, η λογική, η κουλτούρα και η καρδιά των ανθρώπων που κατέβηκαν από τα χωριά τους δεν συνδέθηκε ποτέ με το αστικό κέντρο. Δεν αγάπησαν ποτέ την πόλη, καθώς συντηρούσαν την πεποίθηση ότι θα γυρίσουν στις πατρίδες τους. Ως αγρότες σε ένα νέο αστικό κέντρο δεν γνώριζαν τις ουσίες της νεωτερικότητας. Γνώριζαν όμως το αλκοόλ». Εξ ου και σε ένα από τα διαγράμματα που παρατίθενται στο βιβλίο οι γραμμές της τοξικομανίας και του αλκοολισμού τέμνονται το 1946 και έκτοτε η μεν μία υποχωρεί και σχεδόν εξαφανίζεται, η δε δεύτερη εκτινάσσεται θεαματικά.
Στην Ευρώπη ωστόσο συνέβη το αντίθετο. «Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Κεντρική, Δυτική και Βόρεια Ευρώπη αυξήθηκαν οι δείκτες εξάρτησης από ουσίες όπως οι αμφεταμίνες, το φάρμακο δηλαδή που χρησιμοποιήθηκε από τις χώρες στον πόλεμο προκειμένου να προσδίδει αντοχή σε στρατιώτες και αεροπόρους. Επειτα άρχισαν να χρησιμοποιούνται από τον ευρύτερο πληθυσμό. Οι δείκτες αλκοολισμού, όμως, πέφτουν». Οι εξαρτήσεις έκαναν δυναμικό comeback στη δεκαετία του ’80, όταν η Αθήνα «αποκτά χαρακτηριστικά πόλης και οι γειτονιές γίνονται αστικές. Η νέα γενιά δεν διατηρεί τους ίδιους συναισθηματικούς δεσμούς με τα μικρά κέντρα». Η νεολαία αποκτά αστική συνείδηση και κυκλοφορεί «μονάχα φτιαγμένη», καθώς ο κόσμος είναι πλέον «χίλια κυβικά». Τα τραγούδια της αλλάζουν, άλλωστε η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ποτέ επακριβώς, αλλά όπως έλεγε ο Μαρκ Τουέιν, κάνει ομοιοκαταληξίες. Ενίοτε και ηχηρές.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ