Οι πιο ζουμερές στιγμές του «House of Cards», εκείνες που αναδεικνύουν τον κυνισμό και την αδίστακτη πλευρά της πολιτικής σε όλο της το βρώμικο «μεγαλείο», είναι αυτές όπου η δράση παγώνει και ο πρωταγωνιστής Κέβιν Σπέισι / Φρανκ Αντεργουντ απευθύνεται στον θεατή εξηγώντας, διερμηνεύοντας, φέρνοντας τον κόσμο στα μέτρα του. Και το πιο χαρακτηριστικό τέτοιο στιγμιότυπο όλης της σειράς είναι ίσως ο σύντομος μονόλογός του κατά τη διάρκεια της ορκωμοσίας του ως προέδρου στο ένατο επεισόδιο της πέμπτης σεζόν: «Οπως έστρωσες θα κοιμηθείς, Αμερική. Εσύ με ψήφισες. Μήπως βρίσκεσαι σε σύγχυση; Φοβάσαι γιατί αυτό που νόμιζες πως ήθελες είναι πια ενώπιόν σου; Να που με κοιτάς με ανοιχτό το στόμα, αμήχανη, αναρωτιέσαι αν όντως αυτό ζητούσες τελικά. Αυτή η δημοκρατία, η δική σου δημοκρατία, ήταν που εξέλεξε εμένα». Πιο προκλητικός από ποτέ, για πολλούς ο Αντεργουντ μίλησε εδώ με τη φωνή του Ντόναλντ Τραμπ –ή τουλάχιστον, όπως πιθανότατα θα επιθυμούσε να θριαμβολογήσει ο Ντόναλντ Τραμπ σε ένα παρόμοιο σκηνικό, αν μπορούσε ατιμώρητα να αποκαλύψει τις μύχιες σκέψεις του.
Στον διαγωνισµό πολιτικού αμοραλισμού μεταξύ τηλεοπτικού και πραγματικού προέδρου δύσκολα μπορεί να διακρίνει κανείς τον νικητή. Ως προς τη δημόσια εικόνα τους, ωστόσο, βλέπει χωρίς δυσκολία τον ηττημένο. Ενώ το επιτελείο του Φρανκ ελέγχει το αφήγημα, έστω και οριακά, αυτό του Ντόναλντ έχει εκτροχιαστεί πλήρως: έπειτα από επτά μήνες παλινωδιών, διαρροών, ασυνεννοησίας και ακήρυκτου εσωτερικού πολέμου, το τέλος Ιουλίου είδε να διορίζεται και να παύεται μέσα σε δέκα ημέρες ένας αθυρόστομος διευθυντής επικοινωνίας (Αντονι Σκαραμούτσι), να παραιτείται ο εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου (Σον Σπάισερ), να απολύεται ο προσωπάρχης του (Ρέινς Πρίμπους) και να αναλαμβάνει τη θέση του ο υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας (Τζον Κέλι). Η νέα κρίση στις 15 Αυγούστου –όταν σε συνέντευξη Τύπου με αφορμή τον φόνο της 32χρονης Χέδερ Χέιερ στη Σάρλοτσβιλ της Βιρτζίνια στη διάρκεια ταραχών ο 45ος πρόεδρος προκάλεσε σάλο τηρώντας ίσες αποστάσεις μεταξύ οπαδών της «λευκής υπεροχής» και αντιφασιστών διαδηλωτών προκειμένου να κολακέψει την άκρα Δεξιά –του στέρησε άλλη μια σειρά συμμάχων: από τον άτυπο σύμβουλο Στίβεν Σβάρτσμαν, έναν από τους πιο έμπιστους επιχειρηματίες φίλους του, έως τον αρχισυντηρητικό Στιβ Μπάνον, αρχιτέκτονα της «εναλλακτικής δεξιάς» (alt-right) που απολύθηκε (ή παραιτήθηκε, οι γνώμες διίστανται) από τη θέση του «επικεφαλής στρατηγικής» του Λευκού Οίκου στις 18 Αυγούστου. Η πτώση του Μπάνον είναι τελικά ενδεικτική για την κατάρρευση του μοντέλου της «ταμπλόιντ προεδρίας» που ο ίδιος έθεσε σε εφαρμογή: οκτώ μήνες μετά την ανάληψή της το μόνο που κατόρθωσε ο Τραμπ είναι να έχει εξασφαλίσει την ανάκαμψη της δικτυακής αναγνωσιμότητας και της κυκλοφορίας δύο θεσμών του αμερικανικού Τύπου –της «Washington Post» και των «New York Times».
Το καύσιµο της µηχανής του Τραμπ υπήρξε εξαρχής μια υψηλών οκτανίων αισθητική κιτρινισμού. Πολύ προτού ο 63χρονος Στιβ Μπάνον του ακροδεξιού δικτυακού ειδησεογραφικού τόπου Breitbart News αναλάβει επίσημα τη διεύθυνση της πελαγωμένης προεκλογικής εκστρατείας του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου προέδρου τον Αύγουστο του 2016 λειτουργούσε ως άτυπος σύμβουλος στρέφοντάς την εκεί όπου έκλινε διαισθητικά έτσι κι αλλιώς: προς ένα «πολιτικό πορνό –κουτσομπολιό και αποκαλύψεις ανάμεικτες με συνωμοσιολογία» γράφει ο Σαμ Τανενχάους στο «New York Review of Books» της 17ης Αυγούστου. Πρόκειται για τη συνταγή του δασκάλου του Μπάνον, Ματ Ντρατζ, διαδικτυακού «ήρωα» ρεπόρτερ της αμερικανικής Δεξιάς που έγινε διάσημος αναρτώντας πρώτος την ιστορία της Μόνικα Λεβίνσκι στο site του «Drudge Report» τον Ιανουάριο του 1998. «Το πρώτο μάθημα ήταν: αν έχεις τη βρώμα, βγάλ’ τη. Το δεύτερο: αν δεν την έχεις, φτιάξε τη, γιατί η «αλήθεια του αφηγήματος» υπερισχύει της «αλήθειας των δεδομένων»» υπογραμμίζει ο Τανενχάους.
Με βάση τον «τσελεμεντέ» του Ντρατζ και του Breitbart News ο Τραμπ είχε το ελεύθερο να λέει ό,τι θέλει, να αγνοεί τις διαψεύσεις, να ανασκευάζει εν μέρει τις δηλώσεις του όταν πιεζόταν, εν συνεχεία να προβαίνει σε νέες, εξίσου αμφιλεγόμενες, πάνω σε άλλα θέματα και ούτω καθεξής. Η ίδια ρητορική της ψευδολογίας ή της ανακρίβειας πασπαλισμένη με επιθέσεις κατά των πολιτικών του αντιπάλων ως «διεφθαρμένων ελίτ» και του Τύπου ως «fake news media» χαρακτηρίζει και την πρώτη περίοδο της προεδρίας του: οι «New York Times» παραθέτουν σε ειδικό τμήμα της διαδικτυακής τους έκδοσης 116 περιστάσεις ψευδών του προέδρου από τις 20 Ιανουαρίου 2017, ημέρα της ορκωμοσίας του, έως τις 19 Ιουλίου. Το αμερικανικό ταμπλόιντ του προέδρου Ντόναλντ αποτελεί, σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Τζόσουα Γκριν, αναπόσπαστο μέρος μιας λαϊκιστικής δεξιάς στρατηγικής, προϊόν μείξης της συνάντησής του με τον Στιβ Μπάνον. Στο βιβλίο του «Devil’s Bargain. Steve Bannon, Donald Trump and the Storming of the Presidency» (εκδ. Penguin) που κυκλοφόρησε στις 18 Ιουλίου ο δημοσιογράφος του «Bloomberg Businessweek» περιγράφει τη συμπόρευση του εκκεντρικού Μπάνον, πολιτικού οπορτουνιστή, πρώην οπαδού της Σάρα Πέιλιν και θαυμαστή αντιδραστικών διανοούμενων όπως ο αμφιλεγόμενος γάλλος συγγραφέας Ζαν Ρασπάιγ ή ο ιταλός φασίστας Τζούλιους Εβολα, με τον Τραμπ, τον άνθρωπο με «το ισχυρότερο ωμό πολιτικό ένστικτο από κάθε Ρεπουμπλικανό της γενιάς του». Στην εξίσωση ο Μπάνον έφερε το αντιμεταναστευτικό στοιχείο και την ισλαμοφοβία, ο Τραμπ τον εθνικισμό και τον λαϊκισμό: διακρίνοντας καθαρά τις διαθέσεις των δυσαρεστημένων λευκών ψηφοφόρων ο 45ος πρόεδρος εκμεταλλεύθηκε κυνικά τη δυσθυμία τους έναντι των κατεστημένων κομματικών ηγεσιών για «να κλείσει τη μεγαλύτερη συμφωνία της ζωής του».
Ωστόσο, η διεκδίκηση της εξουσίας δεν έχει τους ίδιους κανόνες με την άσκησή της. Ο λόγος ενός προέδρου διαθέτει αυτοδικαίως πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα από αυτόν ενός υποψηφίου για τον οποίο ένα ποσοστό υπερβολής θεωρείται δεδομένο. Καθώς ο Τραμπ αντιλαμβάνεται την πολιτική ως «διασκέδαση», σύμφωνα με τον Τζόσουα Γκριν, συνεχίζει να πολιτεύεται με τους όρους της ικανοποίησης του κοινού του: κατηγορώντας τους Δημοκρατικούς για συνωμοσία στην περίπτωση της διερεύνησης των πιθανών σχέσεών του με την παρέμβαση ρώσων χάκερ στις προεδρικές εκλογές και ανεβάζοντας βιντεάκια που τον δείχνουν να ρίχνει στο καναβάτσο έναν παλαιστή με το σήμα του CNN. Ούτε όμως η δημοτικότητά του ανεβαίνει (35% στη μέτρηση της 21ης Αυγούστου για το Ινστιτούτο Γκάλοπ) ούτε η νομοθετική του ατζέντα προχωρά (η ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας Γερουσία απέρριψε για δεύτερη φορά την απόπειρα ανάκλησης του Obamacare). Και ο αντίκτυπος των χειρισμών και της συμπεριφοράς του Λευκού Οίκου έχει αυξήσει κατακόρυφα τις επιδόσεις των μεγάλων πολέμιών του στον Τύπο –της «Washington Post» και των «New York Times».
Αν µετρήσει κανείς τις αποκλειστικότητες των τελευταίων μηνών, θα καταλάβει γιατί ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Στιβ Μπάνον διέλυσαν στα εξ ων συνετέθη την επικοινωνιακή τους ομάδα στα τέλη Ιουλίου. Σε τουλάχιστον 14 περιπτώσεις, αριθμός εντυπωσιακός για κάπου 200 ημέρες προεδρίας, η «Washington Post» και οι «New York Times» εξέθεσαν τις υπόγειες σχέσεις του πρώην συμβούλου εθνικής ασφαλείας Μάικλ Φλιν, του υπουργού Δικαιοσύνης Τζεφ Σέσιονς, του ειδικού συμβούλου του Λευκού Οίκου και γαμπρού του 45ου προέδρου, Τζάρεντ Κούσνερ, με ρώσους παράγοντες πριν και μετά την προεκλογική εκστρατεία, έφεραν στο φως τις πιέσεις του Τραμπ προς τον τότε διευθυντή του FBI Τζέιμς Κομέι, προτού τον απολύσει, να παρέμβει υπέρ του στις έρευνες για τις διασυνδέσεις του περιβάλλοντός του με τον ρωσικό δάκτυλο και αποκάλυψαν τις ακριτομυθίες του για άκρως απόρρητες πληροφορίες προς τον ρώσο πρέσβη στην Ουάσιγκτον σε μεταξύ τους επίσημη συνάντηση.
Η εκλογή του Ντόναλντ λειτούργησε για τις δύο μεγάλες αμερικανικές εφημερίδες ως ευκαιρία άσκησης μιας ερευνητικής δημοσιογραφίας η οποία είχε ατονήσει: παρά τις όποιες κατά καιρούς πολιτικές διαφορές τους με τη γραμμή των εφημερίδων, οι προηγούμενες κυβερνήσεις κρατούσαν ανοικτές γραμμές μαζί τους. Η τρέχουσα εγκατέστησε με τις ευλογίες του Στιβ Μπάνον μια εχθρική προς τον Τύπο παρέα με χαρακτηριστική εκπρόσωπο την Κέλιαν Κόνγουεϊ, υπερήφανη μητέρα της φράσης «εναλλακτικά γεγονότα», την οποία χρησιμοποίησε για να αμφισβητήσει τα ρεπορτάζ για τη μειωμένη προσέλευση στην προεδρική ορκωμοσία της 20ής Ιανουαρίου. Ως αποτέλεσμα, η «ταμπλόιντ» προσέγγιση της πολιτικής στράφηκε κατά των εμπνευστών της, και αυτό γιατί «λειτουργεί καλύτερα ως μορφή επίθεσης», όπως γνωματεύει ο Σαμ Τανενχάους. Οταν όμως έχεις σκελετούς στην ντουλάπα σου και πρέπει να αμυνθείς, μάλλον σε αφήνει έκθετο στα πυρά των αντιπάλων.
Και οι βολές μόνο άσφαιρες δεν έχουν αποδειχθεί. Σύμφωνα με το άρθρο του Τζέιμς Γουόρεν από το «Vanity Fair» της 30ής Ιουλίου, οι «New York Times» έχουν φτάσει αυτόν τον καιρό σε απήχηση επιπέδου ρεκόρ, με 2,2 εκατομμύρια ψηφιακές συνδρομές, συνολικές συνδρομές 3,2 εκατομμυρίων και μηνιαία αναγνωσιμότητα της τάξης του 1,5 δισεκατομμυρίου μοναδικών αναγνωστών. Η «Washington Post», από την άλλη, έχει τα ποιοτικά στοιχεία με το μέρος της: εκδότη με βαθιές τσέπες στο πρόσωπο του Τζεφ Μπέζος της Amazon, διευθυντή με άμεμπτα δημοσιογραφικά διαπιστευτήρια στο πρόσωπο του Μάρτιν Μπάρον, γερή επένδυση στο μέτωπο των νέων τεχνολογιών με εργαλεία ελέγχου του περιεχομένου και μέτρησης των αντιδράσεων του κοινού. Ο Μπέζος, κατά τον βετεράνο πολιτικό ρεπόρτερ Νταν Μπαλτς, δήλωσε στο προσωπικό του newsroom «αυτό που μπορώ να κάνω είναι να σας ανοίξω διάδρομο απογείωσης» –εύκολο πράγματι για κάποιον που πλήρωσε 250 εκατ. δολάρια για να αγοράσει έναν έντυπο θεσμό και έβγαλε τα δεκαπλάσια, 2,5 δισ., σε δύο ώρες όταν στις 16 Ιουνίου ανακοινώθηκε η εκ μέρους του εξαγορά της αλυσίδας σουπερμάρκετ Whole Foods. Ο Μπάρον, με τη σειρά του, είναι ο γνωστός από το οσκαρικό «Spotlight» του 2015 πρώην διευθυντής της «Boston Globe» που επέμεινε στη δύσκολη πολιτικά διερεύνηση της υπόθεσης παιδόφιλων ρωμαιοκαθολικών ιερέων και τώρα λέει στο «Vanity Fair» ότι στη δημοσιογραφία «ιερές είναι οι αξίες και τα κριτήρια».
Η ανάσταση του αμερικανικού Τύπου ίσως να μην είναι μόνιμη. Οι περισσότερες εφημερίδες συνεχίζουν να αιμορραγούν αναγνώστες. Οι διαφημιστικές δαπάνες το 2016 ήταν κατά 64% μειωμένες σε σχέση με εκείνες του 2006. Με μια αποδοτικότερη επικοινωνιακή ομάδα η βαριά τραυματισμένη σήμερα «ταμπλόιντ προεδρία» μπορεί και να επικρατήσει στις καθυστερήσεις, ακριβώς όπως στις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου. Αλλωστε, η ζημιά έχει ήδη γίνει: σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση του Pew Research Center μόλις το 42% των Ρεπουμπλικανών πιστεύουν στην αξία του Τύπου ως «τέταρτης εξουσίας» σε αντίθεση με το 89% των Δημοκρατικών, εκεί που τα αντίστοιχα ποσοστά του 2016 ήταν 77% και 74%.
Η μεταστροφή δείχνει ότι ο Τραμπ και οι πρακτικές του έχουν πια απήχηση όχι μόνο στους ακραιφνείς οπαδούς του αλλά και στη μεγάλη πλειοψηφία του συνόλου των ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων –κάτι που εξηγεί και το γιατί η δημοτικότητά του δεν κατέρρευσε μετά τα φιλορατσιστικά σχόλιά του στον απόηχο της Σάρλοτσβιλ. Γιατί συχνά στην πολιτική της ακραίας πόλωσης που βιώνουν εδώ και καιρό ΗΠΑ και Ευρώπη η συμπάθεια για τα δικά μας χρώματα, όποιος και αν είναι ο φορέας τους, όποιες και αν είναι οι θέσεις του, υπερβαίνει τη διάθεση του κοινού να αναγνωρίσει την αλήθεια. Ομως, τέτοιες εξισώσεις εμπίπτουν στην περίφημη συνάρτηση χρόνου και αριθμών που έχει διατυπώσει ένας άλλος πρόεδρος, ο Αβραάμ Λίνκολν: «Μπορείς να τους κοροϊδεύεις όλους για λίγο, μπορείς να κοροϊδεύεις λίγους για πάντα, δεν μπορείς όμως να τους κοροϊδεύεις όλους για πάντα».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 27 Αυγούστου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ