Μπορεί να φταίει το ότι δεν περιμένεις από έναν ασπρομάλλη εξηντάρη να αναφέρεται στους γονείς του με τρυφερές λέξεις και να τους αποκαλεί ακόμη «ο μπαμπάς μου» και «η μαμά μου».

Ομως, εκεί που διερωτάσαι ενδόμυχα αν «Η λήθη που θα γίνουμε» (εκδόσεις Πατάκη), ο συναισθηματικός φόρος τιμής ενός γιου, του κολομβιανού συγγραφέα Εκτορ Αμπάδ Φασιολίνσε, στον δολοφονημένο πατέρα του, θα σε οδηγήσει σε μονοπάτια με ποτάμια γλυκερότητας, γρήγορα αντιλαμβάνεσαι ότι έχεις να κάνεις με ένα στιβαρό βιβλίο το οποίο πετυχαίνει τον ευγενή στόχο του: να σώσει από τη λήθη, «τουλάχιστον μερικά χρόνια ακόμη», τον γιατρό και πρόεδρο της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Αντιόκια, Εκτορ Αμπάδ Γκόμες, ο οποίος μάλιστα την εποχή της δολοφονίας του, το 1987, ήταν υποψήφιος για τη δημαρχία της πόλης του Μεδεγίν.

Δεν γλίτωσε από τον ανηλεή πόλεμο μεταξύ παρακρατικών και ανταρτών παρόλο που είχε επινοήσει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του τον μεσοϊσμό, «το απόλυτο μέσον», πιστός στην υπεράσπιση του αντιδογματισμού και της διαπραγμάτευσης, και έπεσε εν τέλει νεκρός από έξι σφαίρες των πρώτων, βυθίζοντας την οικογένειά του στην οργή, στην απόγνωση και στο πένθος.

Κάθε σελίδα του βιβλίου είναι ξέχειλη από αγάπη και θαυμασμό γι’ αυτόν τον ουμανιστή πατέρα· ωστόσο ο Εκτορ Αμπάδ Φασιολίνσε αποφεύγει, πατώντας στις μύτες των ποδιών, την αγιοποίηση του λατρεμένου του γονιού και τολμάει να σκιαγραφήσει και τις αντιφάσεις του. «…με τη λογική απέκρουε τον ρατσισμό με μια εξοργισμένη επιχειρηματολογία (μ’ εκείνο το υπέρμετρο πάθος όποιου φοβάται το φάντασμα του αντίθετου και με την υπερβολή αποδεικνύει πως περισσότερο απ’ ό,τι με τον συνομιλητή του διαπληκτίζεται με τον εαυτό του, πείθοντάς τον, παλεύοντας ενάντια σ’ ένα εσωτερικό φάντασμα που τον βασανίζει), στην πραγματική ζωή δυσκολευόταν να δεχτεί με ηρεμία αν μία από τις αδερφές μου έκανε παρέα με κάποιον που είχε λίγο περισσότερο μελανίνη» αναφέρει για παράδειγμα.
Ενα γράμμα αγάπης λοιπόν, αλλά και μια μαρτυρία πόνου από έναν γιο προς έναν πατέρα –ο οποίος, όπως λέει ο συγγραφέας, «με ήθελε όπως είμαι, ένας άμορφος σωρός καλών και κακών συναισθημάτων, και μου έδειξε τον δρόμο για να βγάλω από αυτήν την κακή ανθρώπινη φύση που ίσως όλοι μοιραζόμαστε το καλύτερο κομμάτι» –αρκεί για να σώσει από τη λήθη όχι μόνο τον διαπρεπή και αγαπητό πατέρα αλλά και το παιδί που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου, την άλλη «ουλή» στην ταραγμένη οικογενειακή ιστορία των Αμπάδ.

Οπως θα μάθει ο αναγνώστης σε ένα εκτενές κεφάλαιο, δεν είναι άλλη από την αδελφή του συγγραφέα, Μάρτα Σεσίλια, η οποία πέθανε μόλις στα 16 της από καρκίνο.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 23 Ιουλίου 2017.