Το καραβάκι «Δονούσα Μάγισσα», με τον καπετάν Ηλία στο τιμόνι, έλυσε κάβους στο λιμάνι του Σταυρού για να κάνει τον γύρο του νησιού, μια περιήγηση στη διαρκή έκθεση με τους βράχους, τα κύματα και τις αμμουδιές, με τις ζωγραφιές του ήλιου και των νερών. Στις Μικρές Κυκλάδες όλα είναι στα μέτρα του ανθρώπου, τόσο που νομίζεις ότι όλα χωρούν στην ανοιχτή αγκαλιά σου. Μόνο η αγαλλίαση ξεχειλίζει και πλημμυρίζει την ψυχή σαν ονειροπόληση θερινής ημέρας. Αλλά τώρα που συλλάβισα μία-μία τις στροφές από το ποίημα των Μικρών Κυκλάδων –την Ηρακλειά, τη Σχοινούσα, το Κουφονήσι –αισθάνθηκα ότι η τελευταία στροφή, η Δονούσα, είναι η πιο ωραία ανάμεσα στις ωραίες, έτσι όπως αρμενίζει στη συμβολή του κεντρικού Αιγαίου με το Ικάριο πέλαγος.
Το καράβι μας δεν ενοχλεί τη συντροφιά των γλάρων στα βράχια κάτω από το εστιατόριο «Ηλιοβασίλεμα», καθώς αυτή είναι ήδη αναστατωμένη. Ενα μέλος της τσιμπολογά έναν «γερμανό», αυτόν τον σχετικά πρόσφατο επισκέπτη των ελληνικών νερών, ένα ψάρι του καλοκαιριού που εμφανίστηκε ταυτόχρονα με τους γερμανούς στρατιώτες που σκλάβωσαν την Ελλάδα. Οι άσπροι γλάροι και οι κατάμαυροι κορμοράνοι, οι εξαιρετικοί βουτηχτές που μετά κάθονται στους χαμηλούς, μοναχικούς βράχους μέσα στη θάλασσα και απλώνουν τις φτερούγες τους για να στεγνώσουν, είναι ζωντανά σημάδια της πλούσιας ζωής της θάλασσας στην οποία ταξιδεύουμε, παραπλέοντας τον κάβο της Παναγίας.
Η Παναγίτσα, ψηλά στους λόφους πάνω από τον Σταυρό, είναι το καλύτερο καραούλι για να απολαύσεις τον ήλιο να δύει πίσω από τη χερσόνησο που δημιουργεί την αγκαλιά της μικρής πολιτείας. Σε πάει εκεί το γκρίζο μονοπάτι ανάμεσα στα χρυσά σπαρτά, τα πράσινα σκίνα και τα μοβ ανθισμένα θυμάρια –σαν να περπατάς πάνω στις σελίδες μιας ιχνογραφίας. Τα σχέδια από ασβέστη επάνω στο τσιμέντο αρχίζουν από τα διαμερίσματα του Δημήτρη Πράσινου (τηλ. 697 9299 113) και σε οδηγούν μέχρι το εκκλησάκι.
Το καράβι μας πλέει πρώτα κοντά στον Κέδρο, τον κόλπο που βλέπουμε και από τον πυλώνα της Παναγίτσας, και συνεχίζει μετά μια πορεία προς το Βαθύ Λιμενάρι, το Λιβάδι, το μικρό Φύκιο και την Ακρα Γλάρο. Στο Λιβάδι, τα σώματα των κολυμβητών κολυμπούν στα διάφανα νερά. Στην άμμο του βυθού ξεχωρίζει το μαύρο περίγραμμα ενός βυθισμένου σκαριού. Πρόκειται για ένα γερμανικό φορτηγό πλοίο που αναζήτησε εκεί κρησφύγετο, αλλά το εντόπισαν τα συμμαχικά αεροπλάνα και το βύθισαν. Τώρα αποτελεί ένα αξιοθέατο από αυτά που παρατηρείς φορώντας μάσκα βυθού, ένα ίχνος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το καράβι μας μοιάζει να χορεύει μπάλο με τη δαντελένια ακτή. Ψηλά, στο Μερσίνι, οι βεράντες των σπιτιών κρέμονται επάνω από τη θάλασσα. Σε ένα τέτοιο μπαλκόνι, «Η κόρη του Μιχάλη», η Κυριακή Σιγάλα, φέρνει στα τραπέζια τους συνδυασμούς των γεύσεων που φαντάστηκε όλον το χειμώνα, αγναντεύοντας το πέλαγος σε αυτόν τον ανεμοπαρμένο τόπο. Μαζί με το καλοκαιράκι και τους επισκέπτες του ήρθαν και η καπνιστή μελιτζάνα με ψημένα ντοματίνια, ξινότυρο και μαντζουράνα, ο καλόγερος (μελιτζάνα, μοσχάρι κοκκινιστό, ξινομυζήθρα και λαδοτύρι σε πήλινο στον φούρνο) με «καταγωγή» από την Αμοργό, ο καϊκανάς καλοκαιριάτικος (φρέσκα αβγά, σάλτσα από περιβολίσιες ντομάτες και ντοματίνια), τα αβγοκαλάμαρα (μια παραδοσιακή συνταγή με λεπτή ομελέτα γεμισμένη με τσιγαριστό κιμά και παραδοσιακό λαδοτύρι), τα σκορδομακάρονα (παραδοσιακό πιάτο με χοντρά μακαρόνια και σάλτσα φρέσκιας ντομάτας με λιαστές ντομάτες και πάστα σκόρδου) και χίλιες δυο άλλες νοστιμιές.
Σε κάθε νησί υπάρχει και μια φωκοσπηλιά, και σε κάθε φωκοσπηλιά το καραβάκι μοιάζει να μπαίνει μέσα σε ένα απίθανο έργο τέχνης που έχουν δημιουργήσει οι βράχοι, το νερό, το φως και όλες οι αποχρώσεις του γαλάζιου. Κάτω από τη βραχοσκεπή με τους χιλιόχρονους σταλακτίτες θέλεις μόνο να θαυμάσεις αυτόν τον φαντασμαγορικό κόσμο. Η ίδια εικόνα επαναλαμβάνεται στη Σπηλιά του Τοίχου, μετά τον όρμο του Ξυλομπάτη και των βράχων που κλείνουν το Αμμούδι. Στον παραθαλάσσιο οικισμό της Καλοταρίτισσας βρίσκεται το εστιατόριο «Μήτσος», στο οποίο φτάσαμε την ώρα που η κόρη του Μήτσου και της Φανής, η Μαρία, ζύμωνε τα φημισμένα μπιφτέκια της. Η κόρη της, Φανή, άνοιξε τον φούρνο για να μας φέρει εξαιρετικές μπάμιες με ντομάτα φρέσκια και πιπεριές, και μαγιάτικο πλακί με σάλτσα ντομάτας, πιπεριά και κρεμμύδι.
Αράξαμε στο λιμάνι του Σταυρού, στο «Κύμα», το παντοπωλείο, καφενείο και εστιατόριο, το στέκι των ντόπιων που λειτουργεί και τον χειμώνα. Η κυρία Ευαγγελία μαγειρεύει εκεί όπως στο σπίτι της, καθώς λέει, με την έγνοια και την αγάπη της παλιάς νοικοκυράς. «Το φαγητό έχει πολλά μυστικά» μάς εκμυστηρεύεται. «Αμα δεν είσαι από πάνω να το σαλεύεις με την ξύλινη κουτάλα και να πιάνεις την κουβέντα, καλύτερα πέταξέ το στη θάλασσα». Ετσι μαγειρεύει το παραδοσιακό πατατάτο, το φαγητό του γλεντιού στη Δονούσα. Καβουρδίζει το κρέας μέσα στα κρεμμύδια –κατσικάκι χρησιμοποιούν συνήθως –και προσθέτει σκόρδο. Οταν τσιγαριστούν καλά, βάζει την ντομάτα, το άσπρο κρασί, το φυτικό βούτυρο, το πιπέρι, το μπαχάρι και την ακοπάνιστη κανέλα. Οταν βράσει αρκετά το φαγητό βάζει και τις πατάτες: «Κι όταν χυλώσει θα το βγάλεις από τη φωτιά και θα καθίσεις να φας».
Ακόμη και τα συνηθισμένα γεμιστά παίρνουν άλλες διαστάσεις όταν τα φτιάχνουν τα χέρια της κυρίας Ευαγγελίας. Καβουρντίζει το κρεμμύδι και μετά προσθέτει ψιλοκομμένο το εσωτερικό των ντοματών που έχει αφαιρέσει για να τις γεμίσει. Μετά έχουν σειρά ο δυόσμος, το πιπέρι, το αλάτι και η ζάχαρη. Οταν χυλώσει η γέμιση βάζει το ρύζι, και όταν βράσει λίγο την κατεβάζει και γεμίζει με αυτήν τις ντομάτες που «πετά», όπως λέει, στον φούρνο. Ομως η γεύση του πατατάτου είναι πολύ πιο νόστιμη στο μεγάλο πανηγύρι του Σταυρού, που γίνεται στις 14 Σεπτεμβρίου, μετά τον Εσπερινό της λευκής εκκλησιάς με τον γαλάζιο τρούλο. Δίνουμε τα χέρια με τον φιλόξενο Δημήτρη Πράσινο ότι θα είμαστε εκεί όταν τα βιολιά ακούγονται μέχρι πέρα το Κουφονήσι…

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 9 Ιουλίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ