Οι «New York Times» φημίζονται περισσότερο για τις δημοσιογραφικές τους ικανότητες παρά για τις επιδόσεις τους ως γραφείου ταξιδίων. Ωστόσο, η εξαήμερη εκδρομή στο Λονδίνο τον Οκτώβριο του 2017 που διαφημίζουν στον δικτυακό τους τόπο, αντί 5.995 δολαρίων το άτομο, αν αγνοήσει κανείς προς στιγμήν το τίμημα, ακούγεται λίαν ελκυστική.

Υπό τον γενικό τίτλο «Brexit means Brexit», δανεική ατάκα από την Τερέζα Μέι, η οποία την επαναλάμβανε τακτικά προκειμένου να τονίσει την προσήλωσή της στην έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ενωση, υπόσχεται διαμονή στο τετράστερο St Ermin’s Hotel, επισκέψεις στο Γουέστμινστερ, στο Σίτι και στο Ανώτατο Δικαστήριο, «κλασικά γεύματα σε παμπ», εξηγήσεις για τα οικονομικά και εμπορικά θέματα που θα προκύψουν, ερωταποκρίσεις με νομικούς και συνάντηση με μέλη της Βουλής των Κοινοτήτων και της Βουλής των Λόρδων που θα εκθέσουν τις απόψεις τους για το φλέγον ζήτημα.

Το συνολικό πακέτο μοιάζει σχεδιασμένο για εξειδικευμένες επαγγελματικές ομάδες μάλλον παρά για τον μέσο Αμερικανό, δείχνει όμως την εκτεταμένη απήχηση της επικείμενης απόσχισης του Ηνωμένου Βασιλείου. Και ο τόπος του ταξιδιού θέτει και ένα αναπόφευκτο ερώτημα: αυτό το ακμάζον, πολυπολιτισμικό Λονδίνο που γνώρισε δύο δεκαετίες άνθησης ως εστιακό σημείο της ευρωπαϊκής κουλτούρας και κυρίαρχος πόλος οικονομικής δραστηριότητας τι μέλλον έχει μετά το Brexit;

Από το πρόγραμμα της περιοδείας είναι αξιοσημείωτη η απουσία ενός προορισμού: λείπει το Κανάρι Γουόρφ, κατ’ εξοχήν επίκεντρο του οικονομικού τομέα όλης της Ευρώπης. Ναι, για συμβολικούς λόγους, αντ’ αυτού επιλέχθηκε το ιστορικό Σίτι. Το Σίτι όμως διαθέτει πια μόνο το όνομα. Η χάρη των 100.000 υπαλλήλων της Chevron, της HSBC, της JPMorganChase, της Intel και δεκάδων άλλων που αποτελούν την κινητήρια δύναμη της λονδρέζικης οικονομίας των 430 δισεκατομμυρίων ευρώ βρίσκεται στην περιοχή των Ντόκλαντς.

Εκεί εδρεύει ένα σύμπλεγμα επενδυτικών τραπεζών που συναγωνίζονται επάξια την αγορά της Νέας Υόρκης, εκεί πραγματοποιείται το 75% των συναλλαγών της αγοράς παραγώγων σε ευρώ, από εκεί εκπορεύεται το χρήμα που τροφοδότησε τη δημιουργία του λεγόμενου Σίλικον Ράουνταμπάουτ, του τρίτου μεγαλύτερου στον κόσμο κέντρου τεχνολογικών startup μετά τη Σίλικον Βάλεϊ και τη Νέα Υόρκη.

Δίπλα στους πολυεθνικούς χρηματοοικονομικούς κολοσσούς είναι εγκατεστημένοι σημαντικοί οργανισμοί της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η Ευρωπαϊκή Τραπεζιτική Αρχή και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Φαρμάκων. Μεγάλο μέρος του 8% του βρετανικού ΑΕΠ που αντιπροσωπεύει ο τραπεζικός και οικονομικός τομέας της χώρας παράγεται σε αυτά τα 1,5 τετραγωνικά χιλιόμετρα.

Μια Βρετανία εκτός ευρώ μπορούσε να αποτελεί μαγνήτη όλων αυτών χάρη στη χρηματιστική της παράδοση, τη διάδοση της γλώσσας, το αξιόπιστο νομικό σύστημα, τους αποφοίτους μιας κορυφαίας πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Μια Βρετανία εκτός ευρώ και εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης τα θέτει όλα εν αμφιβόλω.

«Αν το Λονδίνο δεν είναι πια η πύλη της Ευρώπης» έλεγε την 1η Ιουνίου στο «Bloomberg Businessweek» o σερ Τζορτζ Ιακομπέσκου, διευθύνων σύμβουλος σήμερα της Canary Wharf Group plc και υπεύθυνος το 1988 για την επίβλεψη του προϋπολογισμού και της παράδοσης του Κανάρι Γουόρφ, «αναπόφευκτα θα χάσει μέρος της ανάπτυξής του προς όφελος της Φρανκφούρτης, του Παρισιού, της Νέας Υόρκης». Η επισήμανση του Ιακομπέσκου έχει σημασία, όμως, γιατί ο ίδιος ανήκει στους αισιόδοξους: στο ίδιο άρθρο τονίζει ότι «η γλώσσα, οι ρυθμιστικές δομές, η ζώνη ώρας, η τεχνογνωσία», τα πλεονεκτήματα, με άλλα λόγια, που προσέλκυσαν στο Λονδίνο τους παράγοντες της μεγέθυνσής του δεν πρόκειται να χαθούν.

Το βέβαιο ωστόσο είναι ότι θα χαθούν θέσεις εργασίας. Οι ευρωπαϊκές αρχές θα αποχωρήσουν ασυζητητί, εφόσον δεν έχει νόημα η παρουσία τους εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης. Μαζί τους θα φύγουν και αφανείς πόροι –οι 36.000 επιστήμονες που σύμφωνα με τον «Guardian» επισκέπτονται κάθε χρόνο την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Φαρμάκων, για παράδειγμα.

Ο εμφανής ωστόσο φόβος συρρίκνωσης αφορά τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Στις 22 Ιουνίου δύο μεγάλες ιαπωνικές επιχειρήσεις, η επενδυτική τράπεζα Daiwa και η εταιρεία χαρτοφυλακίων Nomura, ανακοίνωσαν τη μεταφορά των ευρωπαϊκών κεντρικών τους γραφείων από το Λονδίνο στη Φρανκφούρτη. Η Goldman Sachs και η Morgan Stanley έχουν ήδη αφήσει να εννοηθεί ότι σκοπεύουν να ανακατανείμουν τον αριθμό των υπαλλήλων τους σε πόλεις όπως η Φρανκφούρτη, το Δουβλίνο και το Αμστερνταμ σε βάρος του Λονδίνου. Ποικίλοι υπολογισμοί απωλειών κυκλοφορούν. Σύμφωνα με το London School of Economics ήδη έχει προγραμματιστεί η συνολική περικοπή 20.000 θέσεων εργασίας.

Αν όμως δώσει πίστη κανείς στα στοιχεία του Ξαβιέ Ρολέ, διευθύνοντος συμβούλου της London Stock Exchange Group, ιδιοκτήτριας εταιρείας του χρηματιστηρίου του Λονδίνου, όπως τα παρέθεσε τον Ιανουάριο σε επιτροπή του βρετανικού κοινοβουλίου, δεν θα πρόκειται για απλή έξοδο, αλλά για μαζική μετανάστευση 232.000 εργαζομένων.

Ο αριθμός είναι ενδεικτικός για το τι ακριβώς υπήρξε το Λονδίνο της παγκοσμιοποίησης. Τα τελευταία 25 χρόνια η ραγδαία ανάπτυξη της αγγλικής μητρόπολης κινήθηκε προς δύο κατευθύνσεις: της υπέρβασης του αγγλικού (και ευρωπαϊκού, ενδεχομένως) περιγύρου του και της ανάπλασης του αστικού ιστού. Με 8,7 εκατομμύρια κατοίκους από 270 εθνικότητες το Λονδίνο είναι σήμερα ό,τι πιο κοντά σε Νέα Υόρκη διαθέτει η Ευρώπη: ένας χώρος ανεκτικής συνύπαρξης πολιτισμών, ασφαλής (ως εφέτος τουλάχιστον) για μια δεκαετία από τρομοκρατικές επιθέσεις, ανοικτός σε πλήθος εξωτερικών επιρροών –διόλου τυχαίο ότι το 60% των ψηφοφόρων του τάχθηκε υπέρ της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Γράφοντας στους «New York Times» τον περασμένο Απρίλιο, η Σάρα Λάιαλ υπογράμμιζε ότι στα 15 χρόνια που έμεινε εκεί, από το 1998 ως το 2013, είδε την πόλη να πλουτίζει, το φαγητό να γίνεται (πολύ) καλύτερο, την ευρωπαϊκή επίδραση να διαχέεται στις τέχνες και την κουλτούρα. Πολλοί από εμάς που έζησαν την εποχή των φτηνών αεροπορικών εισιτηρίων πράγματι μπορούν να βεβαιώσουν ότι το Λονδίνο πέρασε από το fish and chips στο ταϊλανδέζικο, από το τσάι στον εσπρέσο. Και σήμερα είναι ακόμη το μόνο μέρος που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ως τόπο προεκλογικής συγκέντρωσης υποψηφίου προέδρου άλλης χώρας: τον περασμένο Φεβρουάριο ο σχολαστικός Εμανουέλ Μακρόν έφτασε ως εκεί για να διεκδικήσει την ψήφο των 270.000 γάλλων κατοίκων του.
Σε αυτά τα χρόνια των παχιών αγελάδων η πρωτεύουσα του Ηνωμένου Βασιλείου απέκτησε την Tate Modern και το London Eye, το Millennium Dome και το O2, το Shard του Ρέντσο Πιάνο και το Gherkin του Νόρμαν Φόστερ, ένα θελκτικό νέο στάδιο για να φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012 –ακόμα και μια συρόμενη οροφή για να μη διακόπτεται κάθε τρεις και λίγο το τουρνουά τένις του Γουίμπλεντον από τον ιδιότροπα βροχερό καλοκαιρινό καιρό της (σημειωτέον ότι το εφετινό έχει ήδη ξεκινήσει). Αν και το λίφτινγκ για το 2012 υπήρξε πολυσυζητημένο και κρίθηκε γενικά ανεπιτυχές σε σχέση με το θρυλικό ριμέικ της Βαρκελώνης το 1992, δεν πείραξε την εικόνα μιας φρέσκιας, μοντέρνας μητρόπολης που είχε να προσφέρει στον επισκέπτη της πολύ περισσότερα από ιστορικό, πλην ξεπερασμένο, αυτοκρατορικό μεγαλείο. Και οι επισκέπτες ανταποκρίθηκαν: σύμφωνα με το βρετανικό Γραφείο Εθνικής Στατιστικής μεταξύ 2000 και 2015 οι τουρίστες από το εξωτερικό αυξήθηκαν από τα 13,1 στα 18,6 εκατομμύρια.
Θα διατηρήσει αυτή τη λάμψη το Λονδίνο μετά το 2019; Οι απόψεις διίστανται. Ρωγμές είχαν ήδη εμφανιστεί πριν από την κρίση του Brexit. Παρά την οικονομικά και πολιτισμικά ανάμεικτη εικόνα μεγάρων και εργατικών κατοικιών, πολωνικών ντελικατέσεν και χαλάλ χασάπικων που η Σάρα Λάιαλ αντιδιέστελλε με την ομοιομορφία των συνοικιών του Παρισιού, η βρετανική πρωτεύουσα δεν αντιστοιχεί σε ουτοπία. Η οικονομική ανάπτυξη και η ανάπλαση ευνόησαν την ανοικοδόμηση πολυτελών κατοικιών στη θέση παλιών council houses, ανέβασαν κατακόρυφα τις τιμές εκδιώκοντας τα φτωχότερα οικονομικά στρώματα και δημιούργησαν ένα διόλου ευκαταφρόνητο στεγαστικό πρόβλημα: το μέσο κόστος ενοικίου ως λόγος προς τον μισθό είναι σήμερα 47%, ενώ το όριο της προσιτής κατοικίας υπολογίζεται σε 35%, έγραφε ο Τζον Λάντσεστερ στο «London Review of Books» της 1ης Ιουνίου.
Η πολυπολιτισμικότητα δεν εμποδίζει τις διάσπαρτες ρατσιστικές εκδηλώσεις, ειδικά μετά τις εφετινές τρομοκρατικές επιθέσεις, ούτε και τις φοβικές αντιδράσεις της πλειοψηφίας που στήριξε την απόσχιση από την Ευρωπαϊκή Ενωση στο όνομα της μεταναστευτικής απειλής: το Λονδίνο, έλεγε η Κέιτι Χόπκινς της «Daily Mail», είναι «μια πόλη των γκέτο, η οποία κρύβεται πίσω από ένα λεπτό επίχρισμα που φροντίζει να γυαλίζει ένας μουσουλμάνος δήμαρχος, του οποίου η καλύτερη επιβεβαίωση της αξίας του δεν είναι παρά η παλιά δουλειά του πατέρα του». Το κατηγορητήριο κατά του 47χρονου Εργατικού Σαντίκ Χαν, ο πατέρας του οποίου ήταν οδηγός λεωφορείου, υποδηλώνει ότι ενδεχομένως μια υπερίσχυση των οπαδών του «σκληρού Brexit» που θα αφήσει τη Βρετανία εκτός ζώνης ελεύθερων συναλλαγών και θα περιορίσει την ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων δεν προμηνύεται θετική για το Λονδίνο.
Αν, για παράδειγμα, λήξει η εξίσωση των φοιτητών από την Ευρωπαϊκή Ενωση με τους γηγενείς, η οποία επιτρέπει στους ευρωπαίους σπουδαστές να μην πληρώνουν δίδακτρα, ο σημερινός αριθμός των συνολικά 100.000 που φοιτούν εκεί σίγουρα θα περιοριστεί. Ηδη, οι αιτήσεις από την ΕΕ παρουσιάζουν πτώση της τάξης του 7% σε σχέση με τα προ δημοψηφίσματος επίπεδα. Ο Νικ Τρεντ της «Telegraph» έβλεπε πρόσφατα δυνητικές αρνητικές συνέπειες στον τουρισμό από την επάνοδο των συνόρων, την αύξηση του κόστους των αεροπορικών εισιτηρίων και την υποτίμηση της στερλίνας. Και ο Ιαν Πάρσλεϊ, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κινήματος της Βόρειας Ιρλανδίας, προέβλεπε ότι σε ένα απαισιόδοξο σενάριο το Λονδίνο «μπορεί να καταλήξει μια πόλη των καζίνο για άραβες σεΐχηδες και ρώσους ολιγάρχες».
Υπάρχουν και τα αισιόδοξα σενάρια. Οι μετριοπαθείς συντηρητικοί της παρέας του Μπόρις Τζόνσον, κύριοι υπεύθυνοι για το τρέχον χάος, οι οποίοι όμως μετά το νωπό ακόμη εκλογικό φιάσκο της Τερέζα Μέι μπορεί και να επανέλθουν στον αφρό, είχαν διατυπώσει ένα πρόπλασμα προγράμματος για μια μελλοντική Βρετανία ως πιο ψυχρή κλιματικά εκδοχή της Σιγκαπούρης: σφόδρα φιλική προς το κεφάλαιο, με χαμηλούς φόρους, ελκυστική για την καινοτομία. Μια σειρά σημαντικών λονδρέζων εκπροσώπων της τελευταίας, όπως ο συνιδρυτής του Skype Νίκλας Ζένστρομ και ο Ματίας Λιούνγκμαν της εταιρείας τεχνολογικών επενδύσεων Atomico, πρότειναν σε αυτό το πλαίσιο την εκμετάλλευση του ευέλικτου βρετανικού νομικού συστήματος για τη μετατροπή της χώρας σε ουδέτερη ζώνη δοκιμής ιδεών: ήδη η Amazon, απογοητευμένη από τη γραφειοκρατία της αμερικανικής Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Αεροπλοΐας πραγματοποιεί τις δοκιμές της για παραδόσεις μέσω drone στο Κέιμπριτζ. Ο νυν δήμαρχος Σαντίκ Χαν, τέλος, έριξε την ιδέα της καθιέρωσης αποκλειστικής βίζας για το Λονδίνο, περιορισμένης άδειας διαμονής και εργασίας στην πόλη για αλλοδαπούς που εξασφαλίζουν θέσεις σε τοπικές εταιρείες.
«Αν θέλετε πραγματικά να κατανοήσετε τι κρύβεται πίσω από την επιτυχία του Λονδίνου, σας λέω ότι αυτό είναι πως η πόλη αποτελεί ισχυρό μαγνήτη ταλέντων σε διεθνές επίπεδο. Ολα βασίζονται στους ανθρώπους» έλεγε στον Μάθιου Κάμπελ του «Bloomberg Businessweek» ο Γκρέγκορ Ιργουιν, επικεφαλής του οικονομικού τμήματος της συμβουλευτικής εταιρείας Global Counsel. Οι μεγάλοι πολιτισμικοί θεσμοί του Λονδίνου υπήρξαν είτε πρωτοπόροι της εξωστρέφειας, όπως το Βρετανικό Μουσείο, είτε δραστήριοι στη διασφάλιση μη κρατικών πόρων, όπως η Tate, άρα το μέλλον τους δεν κινδυνεύει άμεσα από το Brexit. Η αναπροσαρμογή του εμπορίου προς αναδυόμενες αγορές μπορεί να απαιτεί «μαζική μεταστροφή», κατά τον Μάρτιν Σόρελ, διευθύνοντα σύμβουλο του διαφημιστικού κολοσσού WPP, δεν είναι όμως αδιανόητη.
Οι άνθρωποι ωστόσο και το κλίμα υποδοχής τους αποτελούν εντελώς διαφορετικό ζήτημα. Εξ ου και το πρώτο εμπόδιο στις διαπραγματεύσεις μεταξύ Ευρωπαϊκής Ενωσης και Ηνωμένου Βασιλείου φάνηκε στην πρόταση της βρετανικής κυβέρνησης στις 26 Ιουνίου για τα μελλοντικά δικαιώματα των ευρωπαίων κατοίκων: «Χρειάζεται κάτι πιο φιλόδοξο, πιο σαφές και με περισσότερες εγγυήσεις από τη σημερινή θέση» έγραψε αμέσως στο Twitter o επίσημος διαπραγματευτής της ΕΕ, Μισέλ Μπαρνιέ.
Αν το Λονδίνο κινδυνεύει από κάτι, αυτό είναι η εμπέδωση σε ευρέα στρώματα της κοινωνίας ενός επιθετικού ευρωσκεπτικισμού σε συνδυασμό με τη διάθεση των Συντηρητικών να περιορίσουν την ελεύθερη μετακίνηση: όπως έλεγε στη Σάρα Λάιαλ ο συγγραφέας Νικές Σούκλα «όταν διώξουμε όλους τους μετανάστες από την Ευρωπαϊκή Ενωση και όλους τους φοιτητές και φύγουν και όλες οι τράπεζες επειδή το Λονδίνο δεν θα είναι πια μέρος της ΕΕ, ποιος θα μείνει; Τα πλήθη των τουριστών που έρχονται να δουν τη βασίλισσα και η Τερέζα Μέι». Και για τη Μέι δεν είμαστε πια σίγουροι.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 9 Ιουλίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ