Για 139,95 δολάρια μπορείς να αγοράσεις 100. Η προσφορά του Νομισματοκοπείου των ΗΠΑ όπως διαφημίζεται στην ηλεκτρονική του σελίδα, 200 κέρματα του μισού δολαρίου, περιεκτικότητας 8,33% σε νικέλιο και 91,67% σε χαλκό, εκ πρώτης όψεως δεν μοιάζει ιδιαίτερα συμφέρουσα. Γίνεται πιο ελκυστική, ωστόσο, όταν διευκρινιστεί ότι πρόκειται για επετειακή, συλλεκτική έκδοση, κομμένη για να συνοδεύσει την εκατονταετηρίδα της γέννησης του Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι. Τα αναμνηστικά νομίσματα με το εξιδανικευμένο προφίλ του 35ου Προέδρου και τον αμερικανικό αετό είναι πολύ πιο εύγλωττα για τον μύθο του JFK από ό,τι ο χείμαρρος των λέξεων που εκλύεται τακτικά κάθε Νοέμβριο, την ημέρα της δολοφονίας του: απέριττα και απείραχτα από τη χρήση, θυμίζουν ότι 54 χρόνια μετά το Ντάλας και παρά τις έκτοτε αποκαλύψεις για την άστατη προσωπική του ζωή και τις διασυνδέσεις του πολιτικού μηχανισμού του με τη μαφία, η μνήμη του παραμένει για μεγάλα ακροατήρια παραδόξως άφθαρτη. Για του λόγου το αληθές, ο δικτυακός τόπος Politico επεσήμανε στις 29 Μαΐου, ημέρα συμπλήρωσης των 100 ετών από τη γέννησή του, ότι σε πρόσφατη δημοσκόπηση ανακηρύχθηκε από το κοινό ως ο καλύτερος Πρόεδρος από το 1960 έως σήμερα. Και ένα βασικό χαρακτηριστικό των επετειακών αποτιμήσεων του αμερικανικού Τύπου ήταν κάτι ασυνήθιστο σε τέτοιες περιπτώσεις –η ανάμειξη του τότε με το τώρα, η αντιπαράθεση Τζον Κένεντι και Ντόναλντ Τραμπ.
Μεταθανάτια, ο JFK στάθηκε τυχερός. Η δεκαετία του ’60 υπήρξε η τελευταία που οικοδόμησε μύθους και τους κληροδότησε στις επερχόμενες. Από τη μία πλευρά του πολιτικού φάσματος οι δύο Κένεντι, από την άλλη ο Φιντέλ Κάστρο, ο Τσε Γκεβάρα και ο Μάης του ’68 αναβιβάστηκαν στη σφαίρα του θρύλου για να κατεδαφιστούν αργότερα –αν και ποτέ ολοκληρωτικά. Η υστεροφημία του Τζον Κένεντι επωφελήθηκε οπωσδήποτε από τον κατακλυσμό που ακολούθησε: το σοκ της δολοφονίας, η αύρα της συνωμοσίας, η έκρηξη των φυλετικών ταραχών, η διάδοση μιας ελευθεριακής νεανικής κουλτούρας που ξένιζε τις συντηρητικές γενιές, ο βάλτος του Βιετνάμ και των 58.000 νεκρών του, η διαδοχή αντιπαθητικών προσώπων στην προεδρία, το ολοκαύτωμα κάθε εμπιστοσύνης προς την πολιτική στον βωμό του Γουότεργκεϊτ.
Ευνοήθηκε επίσης από το γεγονός ότι η πενταετής επιχείρηση κατάληψης της προεδρίας που κατέληξε στη νίκη του 1960 έγινε στη συνέχεια το καθιερωμένο πρότυπο της αμερικανικής προεκλογικής εκστρατείας.Οπως τεκμηριώνουν οι δημοσιογράφοι Τόμας Ολιφαντ και Κέρτις Γουίλκι στο βιβλίο τους με τίτλο «The Road to Camelot. Inside JFK’s Five-Year Campaign» (εκδ. Simon & Schuster) που κυκλοφόρησε τον περασμένο μήνα, η ομάδα που δημιουργήθηκε το 1956 γύρω από τον τότε 39χρονο γερουσιαστή προχώρησε μεθοδικά στην ανάδειξή του από «αδιάφορο Δημοκρατικό με σποραδικές τάσεις ανεξαρτησίας» και «ορμητικό νεαρό που ήθελε να γίνει Πρόεδρος και ποτέ δεν θα γινόταν» σε πρώτης γραμμής πολιτικό. Η εξασφάλιση τοπικής εξουσίας διά του ελέγχου της πολιτειακής ηγεσίας του κόμματος, η επιμελής καλλιέργεια του ονόματός του ως δυνητικού αντιπροέδρου το 1956, η πρωτοποριακή ενδελεχής στατιστική διερεύνηση των ποιοτικών στοιχείων 14 Πολιτειών που θα έκριναν το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 1960 ως προς την αποδοχή ενός Καθολικού όπως ο Κένεντι, έγιναν στη συνέχεια προαπαιτούμενα για κάθε υποψήφιο Πρόεδρο. Η προσθήκη των δημοσίων σχέσεων με τη μιντιακή εκμετάλλευση της δυναμικής εικόνας του νεαρού ζεύγους Τζον και Τζάκι σφράγισε το πακέτο –ο πολιτικός ως brand είχε μόλις γεννηθεί.
Σήμερα, το brand name του Τζον Κένεντι αποτελεί εμβληματικό δείγμα της ισχύος της νοσταλγίας. Το κατανοεί κανείς ρίχνοντας μια ματιά στο φωτογραφικό αφιέρωμα του «Guardian» για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του: είναι η γοητεία του ασπρόμαυρου. O JFK είναι ο τελευταίος Πρόεδρος των φωτοσκιάσεων, του κόκκου, των μεγάλων αντιθέσεων. Υστερα από εκείνον έρχεται το χρώμα και κανείς έγχρωμος πολιτικός δεν φαίνεται τόσο επενδεδυμένος με κύρος όσο οι προκάτοχοί του στο ανόθευτο black and white. Το αντιλαμβάνεται επίσης αν θυμηθεί τη χρήση στην προεκλογική εκστρατεία του 1992 της φωτογραφίας ενός 16χρονου Μπιλ Κλίντον να σφίγγει το χέρι του Προέδρου το 1963 όντας μέλος σχολικής αντιπροσωπείας ή τη δημόσια ευλογία της υποψηφιότητάς του που επίμονα ζήτησε και πέτυχε ο Μπαράκ Ομπάμα το 2008 από τον Εντουαρντ Κένεντι, αδελφό του Τζον και τελευταίο τότε επιζώντα πατριάρχη της οικογένειας. Το εμπεδώνει οριστικά βλέποντας πέραν των έμπειρων πολιτικών αδελφών του, Ρόμπερτ και Εντουαρντ, να κάνουν έκτοτε καριέρα χάρη στο επώνυμο διάφορα περιορισμένου ως μηδαμινού ταλάντου μέλη της ευρύτερης φατρίας: δύο αδελφές, ένας ανιψιός και τρεις γιοι αδελφών του διασφάλισαν την αδιάκοπη πρόσβαση κάποιου μέλους της οικογένειας σε κρατικό αξίωμα από το 1963 έως σήμερα με ένα διάλειμμα μόλις δύο ετών, μεταξύ 2011 και 2013.
Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν αναθεωρητές. Ο κυνικός Τζέιμς Ελρόι τα καταφέρνει ίσως καλύτερα από όλους, ερευνητές, μελετητές και δημοσιογράφους, όταν δηλώνει στην προμετωπίδα του «Αμερικανικού ταμπλόιντ» «αγιογραφίες καθαγιάζουν υποκριτές πολιτικούς και επανεφεύρουν τις σκόπιμες χειρονομίες τους ως στιγμές μεγάλου ηθικού βάρους» και όταν βάζει τους σκληροπυρηνικούς ψυχροπολεμικούς «αριστοτέχνες των εκβιασμών» του να ειρωνεύονται τον Πρόεδρο ως σοφτ πολιτικό, κάτω του μετρίου στο σεξ, κενή εικόνα που συνοψίζεται στο παρωνύμιο «Jack the Haircut» –«Τζακ το Κούρεμα». Ο βρετανός ιστορικός Νάιαλ Φέργκιουσον, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και εξέχων συντηρητικός σχολιαστής, είπε ουσιαστικά τα ίδια με οξύ και δηκτικό τρόπο στον «Guardian» της 29ης Μαΐου: η προεδρία του Κένεντι «ήταν ένα χρονικό παρανομίας και παρ’ όλα αυτά όλοι τον θυμούνται ως ήρωα. (…) Για τους περισσότερους Αμερικανούς είναι αδύνατον να συμβιβάσουν την εικόνα του Κάμελοτ και της λάμψης του με την πραγματικότητα μιας νίκης στο νήμα, πιθανότατα εξασφαλισμένης με τη βοήθεια της μαφίας, και τις ασταμάτητες ερωτοτροπίες που έθεσαν σε κίνδυνο έως και την εθνική ασφάλεια στην περίπτωση της ερωμένης την οποία μοιραζόταν με έναν μαφιόζο αρχηγό και έναν πράκτορα της KGB». Κατεξοχήν ασεβής, ο Φέργκιουσον δεν δίστασε να αναφερθεί στον ελέφαντα στο δωμάτιο:

«Η πραγματικότητα του Λευκού Οίκου επί Κένεντι ήταν τόσο βρώμικη ώστε μπροστά του ο Τραμπ μοιάζει φιγούρα αγίου».

Ωστόσο, η αντιπαράθεση με τον «άγιο Ντόναλντ» είναι ό,τι ακριβώς θα ήθελαν οι ανανεωτές του θρύλου του JFK. Συγκρίνοντας στις 29 Μαΐου τον 35ο με τον 45ο Πρόεδρο από τις στήλες του «Guardian», ο Ντέιβιντ Σμιθ παρατηρούσε ότι «από πολλές απόψεις ο Τραμπ είναι ο αντι-Κένεντι. Ο 70χρονος Ρεπουμπλικανός με την πλήρη έλλειψη πολιτικής εμπειρίας είναι ο γηραιότερος Πρόεδρος που εξελέγη ποτέ στις ΗΠΑ. Ο Κένεντι, ο 43χρονος Δημοκρατικός που είχε υπηρετήσει στη Βουλή και στη Γερουσία, ήταν ο νεότερος. (…) Ο Τραμπ απέσπασε πέντε αναβολές στράτευσης στη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ. Ο Κένεντι παρασημοφορήθηκε επειδή έσωσε τις ζωές των συναδέλφων του όταν το τορπιλοβόλο τους χτυπήθηκε από ιαπωνικό αντιτορπιλικό στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Τραμπ είναι διαβόητος για το ότι δεν διαβάζει βιβλία, εκφωνεί ασυνάρτητους λόγους και κάποτε δήλωσε πως «πρέπει να είσαι πλούσιος για να γίνεις μεγάλος». Ο Κένεντι διάνθιζε τον λόγο του με αναφορές στους αρχαίους Ελληνες και στον Σαίξπηρ, κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ για το βιβλίο του «Profiles in Courage» και κάποτε δήλωσε: «Αυτή η χώρα δεν μπορεί να παραμένει υλικά πλούσια και πνευματικά φτωχή»».
Υπάρχει, όμως, και μια πιο άμεση συγκριτική διάσταση μεταξύ Τζον και Ντόναλντ: είναι οι μόνοι αμερικανοί ηγέτες της σύγχρονης Ιστορίας που έχουν δημοσίως συσχετιστεί με τον θεσμό της βασιλείας. Στην αμερικανική πολιτική ο όρος «βασιλιάς» ισοδυναμεί με ανάθεμα. Καρπός των περιστάσεων που οδήγησαν τον 18ο αιώνα στην Αμερικανική Επανάσταση και στην απόσχιση των 13 αποικιών από τη Βρετανία είναι μια βαθιά καχυποψία προς τον θεσμό του μονάρχη ο οποίος προσωποποιεί όλες τις εξουσίες και λογίζεται συνώνυμο της αυθαιρεσίας –η πλήρης αντίθεση προς τις αξίες του αμερικανικού Συντάγματος, θεμελίου της Πολιτείας. Το «Κάμελοτ» ως παραβολή της προεδρίας Κένεντι με την αυλή του βασιλιά Αρθούρου ξέφυγε από τα παραπάνω στερεότυπα γιατί προήλθε από μια συνέντευξη της Τζάκι στο περιοδικό «Life» τον Δεκέμβριο του 1963, δύο εβδομάδες μετά τη δολοφονία. Σε ένα στάδιο εθνικού πένθους η αναφορά στους αγαπημένους στίχους του νεκρού Προέδρου από το ομώνυμο μιούζικαλ τόνιζε την καθημερινή, ανθρώπινη πλευρά ενός εκλεγμένου, λαοφιλούς ηγεμόνα. Αντίθετα, όταν στις 13 Ιουνίου το περιοδικό «Foreign Affairs» εικονογραφούσε τον Ντόναλντ Τραμπ με σκήπτρο και σφαίρα στο Οβάλ Γραφείο τα συμφραζόμενα παρέπεμπαν στην αλαζονεία ενός σφετεριστή της εξουσίας. Και ο τίτλος «Η τρέλα του βασιλιά Ντόναλντ» σε κάτι πολύ χειρότερο.
Ο ονομαστός βρετανός ιστορικός Ρίτσαρντ Εβανς, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, εντόπιζε στο εν λόγω κείμενο δύο προβληματικές παραμέτρους του Τραμπ. «Αντί να κυβερνά ορθόδοξα, μέσω κρατικών αξιωματούχων διορισμένων λόγω της ικανότητας και της εμπειρίας τους με τη σύμφωνη γνώμη, έστω και απρόθυμα, του Κογκρέσου, επέλεξε να συγκεντρώσει γύρω του μια ανεπίσημη κλίκα φίλων, συμβούλων και συγγενών. (…) Η κουστωδία του Τραμπ θυμίζει την αυλή ενός κληρονομικού μονάρχη, με τις ανεπίσημες δομές να παραγκωνίζουν τις επίσημες». Ταυτόχρονα, πράξεις όπως η άρνηση του Προέδρου να διαβάζει τις ενημερώσεις των κυβερνητικών υπηρεσιών επί των τρεχόντων ζητημάτων, η απροθυμία του για τις συμβουλές των ειδικών, η τάση του να κάνει δηλώσεις χωρίς να ενδιαφέρεται αν συνάδουν με τις προηγούμενες εξαγγελίες της κυβέρνησής του έχουν προξενήσει χάος, σύγχυση, αντιφάσεις και παράλυση.
«Μπορεί να μην είναι τρελός», έγραφε ο Εβανς, «ένας αυξανόμενος αριθμός αναλυτών, όμως, υποστηρίζει ότι ο Τραμπ είτε πάσχει από άνοια, είτε είναι διανοητικά κάτω του μετρίου, είτε υποφέρει από κάποια διαταραχή της προσωπικότητας». Ο τίτλος του κειμένου, αναφορά στη γνωστή ταινία «Η τρέλα του βασιλιά Γεωργίου», δεν είχε στόχο επομένως τόσο την πραγματική παράνοια του Τραμπ όσο την εξίσωσή του με τον μονάρχη της Μεγάλης Βρετανίας του οποίου η αυθαιρεσία έγινε πρόξενος της Αμερικανικής Επανάστασης. Πιο προσβλητικός τρόπος να χαρακτηρίσει κανείς τον Πρόεδρο παραβάτη του Συντάγματος μάλλον δεν υπάρχει στην αμερικανική πολιτική γλώσσα.
Ο Νάιαλ Φέργκιουσον λοιπόν φαίνεται πως έχει άδικο, τελικά. Αντί η αρνητική πλευρά της Πολιτείας του Τζον Κένεντι στα 100 χρόνια από τη γέννησή του να σημαίνει ότι «ίσως υπάρχει ακόμη ελπίδα για τον Ντόναλντ Τραμπ», η χαοτική μέχρι στιγμής προεδρία του τελευταίου εξαγνίζει για άλλη μία φορά την (έτσι κι αλλιώς) τεφλόν μνήμη του πρώτου. (Ειρωνεία της τύχης; Ο νυν Πρόεδρος θα κληθεί μέσα στο καλοκαίρι να τροφοδοτήσει ο ίδιος αυτήν τη μνήμη, αποφασίζοντας αν εντός του έτους θα αποχαρακτηριστούν οριστικά οι τελευταίοι 3.600 απόρρητοι φάκελοι της δολοφονίας που παραμένουν κλειστοί από το 1992 στα Εθνικά Αρχεία.) Αν συμφωνούμε ότι πολιτική είναι η διαχείριση των συμβόλων, ο JFK τα χειρίστηκε πολύ πιο άξια από τον DJT. Και γι’ αυτό στις 29 Μαΐου ο Τζεφ Γκρίνφιλντ μπορούσε να παραβλέπει στο Politico τα «βαθιά χαρακτηρολογικά του ελαττώματα»: «Γιατί σε αντίθεση με πολλούς προέδρους που τον ακολούθησαν, εκείνος κατανοούσε τα όρια της εξουσίας».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 25 Ιουνίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ