Κάποτε ο τρόπος για να καταλύσεις τη δημοκρατία ήταν απλός και ευθύβολος: έκανες ένα πραξικόπημα, όπως οι δικοί μας συνταγματάρχες πριν από 50 χρόνια, έβαζες τον ασθενή στον γύψο και ξεμπέρδευες με τα ενοχλητικά ζητήματα των εκλογών και της ελεύθερης έκφρασης. Σήμερα, στον προοδευμένο πρώιμο 21ο αιώνα, τα πράγματα δεν μπορεί παρά να είναι πιο περίπλοκα. Μόλις το 40% των ανατροπών της δημοκρατικής τάξης παγκοσμίως μεταξύ 2000 και 2010 οφειλόταν στην ισχύ των όπλων. Ενα άλλο 40% προερχόταν από τη διαδικασία που οι Αντρεα Κένταλ-Τέιλορ και Ερικα Φραντς, καθηγήτριες στα πανεπιστήμια της Τζορτζτάουν και του Μίσιγκαν, αντίστοιχα, όριζαν σε άρθρο τους στο περιοδικό «Foreign Affairs» τον Δεκέμβριο του 2016 ως «αυταρχικοποίηση» (authoritarianization).
Με αυτόν τον όρο περιγράφουν μια «εκλεπτυσμένη και σταδιακή» πρακτική υπονόμευσης της δημοκρατικής διαδικασίας κατά την οποία δημοκρατικά εκλεγμένοι ηγέτες «αξιοποιούν μια εκτεταμένη υπάρχουσα δυσαρέσκεια προκειμένου σταδιακά να υπονομεύσουν τους θεσμικούς περιορισμούς της διακυβέρνησής τους, να περιθωριοποιήσουν την αντιπολίτευση και να διαβρώσουν την κοινωνία των πολιτών». Τοποθετώντας εκλεκτούς τους σε καίριες θέσεις στον χώρο της δικαιοσύνης και της ασφάλειας ακυρώνουν τη διάκριση των εξουσιών και παγιώνουν την προσωποπαγή τους εξουσία με την εξαγορά, τη λογοκρισία ή τον νομοθετικό περιορισμό των μέσων ενημέρωσης.
Τέτοιες «δημοκτατορίες», όπως τις είχε ονομάσει στη δεκαετία του ’90 ο μεγάλος ουρουγουανός συγγραφέας Εδουάρδο Γκαλεάνο -, υβριδικά καθεστώτα όπου ο πρόεδρος δεν χρειάζεται θεσμική διαμεσολάβηση για να κάνει διάλογο με τον λαό του, έχει τηλεοπτική εκπομπή όπως ο Ούγκο Τσάβες και συνομιλεί live μαζί του διά τηλεφώνου -, δεν ήταν άγνωστες στην περιφέρεια της Δύσης. Απλώς, σήμερα, στην εποχή της γενικευμένης αμφιβολίας, οι εκάστοτε Βλαντίμιρ Πούτιν και Ταγίπ Ερντογάν έφτασαν να μοιάζουν για κάποιους εναλλακτικά πρότυπα έναντι της «διεφθαρμένης ευρωπαϊκής ελίτ».
Βέβαια, η απευθείας επικοινωνία ηγέτη και λαού χωρίς άχρηστους κοινοβουλευτικούς ενδιάμεσους δεν αποτελεί πρόσφατη εφεύρεση. Εμφανίζεται ήδη από την αυγή του εκδημοκρατισμού της πολιτικής στον 19ο αιώνα. Πρότυπη έκφρασή της, τα δημοψηφίσματα που ο Ναπολέων Γ’ χρησιμοποίησε για να πετύχει τον Δεκέμβριο του 1851 την επικύρωση του πραξικοπήματος με το οποίο είχε καταλύσει τη Δεύτερη Δημοκρατία τρεις εβδομάδες νωρίτερα και τον Νοέμβριο του 1852 την ανακήρυξή του σε αυτοκράτορα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ναπολέων συνιστούσε δημοφιλή πολιτική προσωπικότητα: είχε κατακτήσει το προεδρικό αξίωμα με μεγάλη πλειοψηφία στις εκλογές του 1848. Η αποτυχία του να αλλάξει στη Βουλή τον νόμο που απαγόρευε δεύτερη θητεία ήταν εκείνη που τον οδήγησε στο πραξικόπημα. Παρακάμπτοντας και καταργώντας μια εκλεγμένη εθνοσυνέλευση, η δημοψηφισματική πρακτική χρησιμοποιήθηκε για να ακυρώσει στην πράξη τη νομοθετική εξουσία στρέφοντας τη λαϊκή βούληση, καταστατική αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος, ενάντια στη διάκριση των εξουσιών, αναπόσπαστο πυλώνα του.
Αυτή ακριβώς η εργαλειακή χρήση θεσμών για τον περιορισμό της δημοκρατικής έκφρασης εξαπλώνεται σήμερα. Η Αμάντα Τάουμπ έγραφε στις 18 Απριλίου στους «New York Times» ότι οι σύγχρονοι λάτρεις του αυταρχισμού, από τον Ούγκο Τσάβες έως τον Ταγίπ Ερντογάν, λατρεύουν τις εκλογές: το αποτέλεσμά τους εξασφαλίζει νομιμοποίηση στον νικητή, η διεξαγωγή τους μπορεί να φαλκιδευτεί με πλήθος τρόπους που δύσκολα τεκμηριώνονται. Υπάρχει μια δοκιμασμένη συνταγή, ένα «μενού χειραγώγησης»: αντί της νοθείας στις κάλπες η έντεχνη διασπορά παραπληροφόρησης, αντί της απαγόρευσης της ελευθερίας του Τύπου ο επιλεκτικός περιορισμός της που μειώνει τις δυνατότητες έκφρασης της αντιπολίτευσης.
Ενδεικτικό παράδειγμα για την Τάουμπ το δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου για τις υπερεξουσίες του Ταγίπ Ερντογάν: ο Οργανισμός Ασφάλειας και Συνεργασίας στην Ευρώπη επεσήμανε πως τα τεχνικά στοιχεία του διακρίνονταν από καλή οργάνωση και διαχείριση, το ίδιο ωστόσο «διεξήχθη σε άνισο πεδίο χωρίς ισότητα ευκαιριών μεταξύ των δύο πλευρών». Ο Μίλαν Σβόλικ, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ, σχολίαζε εύγλωττα στο ίδιο άρθρο παρόμοιες περιπτώσεις εκλογικών αναμετρήσεων συγκρίνοντάς τες με αγώνα μπάσκετ μεταξύ αντίπαλων ομάδων στελεχωμένων αποκλειστικά από ψηλούς και κοντούς, αντίστοιχα: «Δεν παύει να είναι μπάσκετ, ευνοεί όμως συστηματικά μόνο τη μία ομάδα».
Ο Αχµέτ Ινσέλ, γνωστός τούρκος διανοούμενος, οικονομολόγος και πολιτικός αναλυτής, διατυπώνει στο πρόσφατο βιβλίο του «Η νέα Τουρκία του Ερντογάν» (εκδ. Διάμετρος) την πρόταση ότι ο αυταρχισμός του κόμματος ΑΚP έχει βαθύτερες ρίζες. Για τον Ινσέλ η σύγχρονη τουρκική δημοκρατία δομήθηκε επάνω στη «θεμελιωτική βία» της εκκαθάρισης των μη μουσουλμανικών πληθυσμών και στον «θεμελιωτικό φόβο» του άλλου –της Δύσης, των Κούρδων, των κοσμικών εκσυγχρονιστών, των ισλαμιστών. Η μεταοθωμανική κοινωνία αναζήτησε επίμονα την ομοιογένεια έθνους, γλώσσας, Ιστορίας, πολιτισμού δυσπιστώντας έναντι της διαφορετικότητας. Βίαιες εθνοθρησκευτικές πολιτικές ασκήθηκαν σε βάρος των Κούρδων, των ετερόδοξων Αλεβιτών, της δημοκρατικής και σοσιαλιστικής αντιπολίτευσης.
«Θύμα ενός μέρους του εαυτού της», η τουρκική κοινωνία υιοθετεί συστηματικά μια θυματοποιητική ταυτότητα: διάφορα συνεκτικά στοιχεία της υφίστανται διαφορετικές μορφές καταπίεσης. Κατά συνέπεια, σημειώνει ο συγγραφέας, «δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τον αυταρχισμό (του AKP) χωρίς να συνεκτιμήσουμε τις αυταρχικές παροτρύνσεις που προέρχονται από την κοινωνία αυτή καθαυτήν. (…) (Η τουρκική κοινωνία) αναζητά καταφύγιο και καθησυχασμό υπό την εξουσία ενός αρχηγού, ο οποίος θα αποδιώξει από τον ορίζοντά της τον λανθάνοντα εμφύλιο πόλεμο που βασανίζει το συλλογικό ασυνείδητο». Μέρος της ερμηνείας του Ινσέλ θυμίζει την περίπτωση της Ανατολικής Ευρώπης –την πολιτική βία που ασκήθηκε στη Σοβιετική Ενωση μετά το 1917, τις «εκκαθαρίσεις» και την ποδηγέτηση των κρατών του «σιδηρού παραπετάσματος» μεταξύ 1945 και 1956, το ανελεύθερο καθεστώς που διέκρινε τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» έως την πτώση του. Η Ρωσία βρήκε «καταφύγιο και καθησυχασμό» στο πρόσωπο του Βλαντίμιρ Πούτιν, του οποίου το μοντέλο συγκρότησης μιας «ενός ανδρός αρχής» αντιγράφουν πρόθυμα ο Βίκτορ Ορμπαν στην Ουγγαρία και ο Γιάροσλαβ Κατσίνσκι στην Πολωνία.
Κίνδυνοι δεν αναφύονται, ωστόσο, μόνο σε χώρες με ιστορικό παρελθόν αυταρχισμού. «Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν θα μπορούσε να ανακοινώσει με πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι συνιστά απειλή για τη δημοκρατία», έγραφε στον «Guardian» στις 24 Ιανουαρίου 2017, λίγες ημέρες μετά την ορκωμοσία του 45ου αμερικανού Προέδρου, ο Γιαν-Βέρνερ Μίλερ, καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Πρίνστον. Ούτε λίγο ούτε πολύ, συνέχιζε ο Μίλερ, στον λόγο της ορκωμοσίας του ο Τραμπ ισχυριζόταν ότι στο πρόσωπό του «ο λαός κυβερνά ξανά μετά την εκθρόνιση ενός «ξένου» κατεστημένου που είχε θέσει την Ουάσιγκτον υπό κατοχή». Οσοι θεωρούν ότι η δημοκρατία απειλείται σήμερα από εξωτερικές συγκροτημένες ιδεολογίες, όπως εκείνοι που κάνουν λόγο για «ισλαμοφασισμό», αναζητούν περισσότερο την ασφάλεια των καθαρών γραμμών αντιπαράθεσης του Ψυχρού Πολέμου παρά αποτιμούν την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα, επισημαίνει ο συγγραφέας στο πρόσφατο βιβλίο του «Τι είναι ο λαϊκισμός;» (εκδ. Πόλις). Για τον Μίλερ η δημοκρατία κινδυνεύει εκ των έσω από τον λαϊκισμό, μια παραφθαρμένη μορφή του πολιτεύματος που υπόσχεται να πραγματοποιήσει τα υψηλότερα ιδεώδη της, στην πραγματικότητα όμως την υπονομεύει διαστρέφοντας βασικές αρχές της. Οπως ο Τραμπ, οι λαϊκιστές πάντοτε ισχυρίζονται ότι αυτοί και μόνο είναι οι αυθεντικοί εκπρόσωποι του λαού –άρα, όσοι τους αντιπολιτεύονται στερούνται κάθε νομιμοποίησης (λέγε με Χίλαρι Κλίντον) –και μάλιστα της ηθικής του πλειοψηφίας –άρα, τυχόν διαφωνούντες θεωρούνται ανήθικοι και εξοβελιστέοι από την κοινότητα (λέγε με «New York Times»).
Εδώ τίθεται ένα ερώτημα σε πλήθος πολιτικών επιστημόνων, από τους Νταρόν Ατζέμογλου και Τζέιμς Ρόμπινσον έως τον Φράνσις Φουκουγιάμα, οι οποίοι διαβεβαιώνουν πως η ανοικοδόμηση υγιών θεσμικών αναχωμάτων διασφαλίζει την πολιτική σταθερότητα της κοινωνίας. Μια απάντηση προέρχεται από τον Μίλαν Σβόλικ, ο οποίος μελέτησε το παράδοξο της γνήσιας δημοτικότητας ηγετών που περιστέλλουν τη δημοκρατία. Η έντονη πόλωση στο εσωτερικό μιας κοινωνίας, αποτέλεσμα οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων ή θρησκευτικών διαφορών, δήλωνε ο Σβόλικ στους «New York Times», μπορεί να αποβεί θεμελιώδης αδυναμία: οι ψηφοφόροι μετατρέπονται σε παρτιζάνους της παράταξής τους που βλέπουν με τόσο αρνητικό τρόπο τους πολιτικούς αντιπάλους ώστε δεν θα σκέφτονταν καν το ενδεχόμενο να τους ψηφίσουν. «Πρώτα παρτιζάνοι και κατόπιν δημοκράτες», εξηγούσε ο Σβόλικ, τέτοιοι εκλογείς «είναι έτοιμοι να συγχωρήσουν την αντιδημοκρατική συμπεριφορά της δικής τους πλευράς, ακόμη και αν εκτιμούν τη δημοκρατία». Τα μπλουζάκια και οι ρυθμικές κραυγές «Κλείστε τη στη φυλακή!» («Lock her up!») με τα οποία πλήθος οπαδοί του Ντόναλντ Τραμπ διαφήμιζαν πέρυσι στις προεκλογικές του ομιλίες τη βαθιά τους εκτίμηση στο πρόσωπο της Χίλαρι Κλίντον θα ήταν μια καλή ενσάρκωση της στάσης που επικαλείται ο Σβόλικ.
«Η δημοκρατία χτίζει τα δικά της εσωτερικά τείχη», γνωμάτευε ο αμερικανός οικονομολόγος Αλμπερτ Χίρσμαν το 1991 παρατηρώντας τη γιγάντωση της πόλωσης μεταξύ Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών. Την επόμενη δεκαετία πολλοί πίστεψαν στην υπέρβαση αυτών των τειχών με όχημα την ανάπτυξη του Διαδικτύου. Ειδικά η εμφάνιση των social media θεωρήθηκε ότι δημιουργούσε όχι μόνο φόρα έκφρασης για όσους αισθάνονταν πολιτική αφωνία έναντι κομμάτων και κυβερνήσεων αλλά και ενδεχομένως μελλοντικά εργαλεία μιας περισσότερο άμεσης δημοκρατίας. Δέκα χρόνια αργότερα, οι πολιτικοί επιστήμονες εκφράζουν τη γνώμη ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν προνομιακό πεδίο για τους παντός είδους λαϊκιστές. Το ιταλικό «Κίνημα Πέντε Αστέρων» ξεκίνησε από το μπλογκ του Μπέπε Γκρίλο, ο οποίος πρόσφερε τον εαυτό του ως ηχείο της λαϊκής δυσαρέσκειας, ο Ντόναλντ Τραμπ αναδείχθηκε στον «Χέμινγουεϊ των 140 χαρακτήρων», όπως αυτοχαρακτηρίζεται με τη γνωστή του μετριοπάθεια. Αντί της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ή της άμεσης δημοκρατίας παρουσιάστηκε το φαινόμενο της «άμεσης αντιπροσώπευσης», κατά την ιταλίδα πολιτική θεωρητικό Νάντια Ουρμπινάτι –της δυνατότητας της άμεσης, επί 24ώρου βάσεως, ταύτισης του ηγέτη με τους followers του, μια αίσθηση διαρκούς οικειότητας άγνωστης στο παρελθόν. Τέτοιες σχέσεις υπερβαίνουν την απλή πολιτική συμπόρευση: σε κάνουν να νιώθεις όχι απλός οπαδός, αλλά περίπου φίλος με την εικόνα στην οθόνη σου.
Σχεδόν μία δεκαετία έπειτα από τη δεύτερη σοβαρότερη οικονομική κρίση στην ιστορία του καπιταλισμού, ίσως να μην είναι παράξενο που μιλάμε για «μετα-αλήθεια» και «μετα-δημοκρατία». Είναι νωρίς για να διαπιστώσουμε αν οι κραδασμοί οφείλονται στις συνέπειες της χρηματοπιστωτικής δόνησης ή έχουν δομικό χαρακτήρα. Οι απαισιόδοξοι μνημονεύουν το Brexit, οι αισιόδοξοι την ήττα της Μαρίν Λεπέν. Οι λιγότερο αισιόδοξοι μιλούν για θεμελιώδη ήττα των καθιερωμένων κομμάτων της γαλλικής Δεξιάς και Αριστεράς, οι περισσότερο αισιόδοξοι για ανανέωση της πολιτικής σκηνής. Η δημοκρατία παραμένει ακόμη το «κυρίαρχο πολιτικό ζητούμενο», σημειώνει ο Γιαν-Βέρνερ Μίλερ στο «Τι είναι ο λαϊκισμός;», το ριζοσπαστικό Ισλάμ δεν αποτελεί σοβαρή ιδεολογική εναλλακτική λύση, το «κινεζικό μοντέλο» έχει κάποιες συμπάθειες, αλλά έως εκεί. Εξ ου και «αυταρχικές κυβερνήσεις πληρώνουν τεράστια ποσά σε λομπίστες και ειδικούς δημοσίων σχέσεων για να εξασφαλίσουν ότι και οι ίδιες αναγνωρίζονται ως γνήσιες δημοκρατίες από τους διεθνείς οργανισμούς και τις δυτικές ελίτ». Αν κοιτάξει στον καθρέφτη, η δημοκρατία θα δει ως πιο επικίνδυνο αντίπαλο τον ακραίο, λαϊκιστικό εαυτό της.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 14 Μαϊου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ