Ηταν άνοιξη, μέρες Μαγιού, όταν το μινωικό καράβι με τη σπαθωτή πλώρη σήκωνε άγκυρα από την ακτή της Ζάκρου, παρέκαμπτε τον Κάβο Σίδερο, και έβαζε πλώρη για το βουνό που αχνοσχεδιαζόταν να πλέει πάνω στη γραμμή του ορίζοντα. Μία ακόμη εποχή του ευοίωνου πλου άρχιζε, όπως ακριβώς είχε αρχίσει και αυτή η περιπέτεια του ταξιδιού προς Ανατολάς. Το λιγότερο εξελιγμένο μινωικό πλεούμενο, φορτωμένο με το άγχος του πρώτου ταξιδιού, άρχισε να σαλπάρει, όταν το συνήθως ανήσυχο μπογάζι γαλήνευε, προς την Κάσο, την οποία τότε μπορεί να την έλεγαν και Αχνη, και την έβλεπαν να τους προκαλεί να διασχίσουν τη θάλασσα που τους χώριζε. Κι όταν ένιωθε την ασφάλεια του όρμου της Χελάτρου, ένα θαύμα είχε συντελεστεί. Η πρώτη πράξη της περίφημης μινωικής θαλασσοκρατορίας. Ενας μικρός πλους του ανθρώπου, ένα μεγάλο βήμα για τον πολιτισμό του. Οπως αυτό το πλήθος των σύντομων ταξιδιών με μικρά σκαριά στο Αιγαίο, που ύστερα από ένα σύντομο ταξίδι μάς μεταφέρουν σε άλλους, μικρούς, κόσμους.
Οι Μινωίτες ταξίδευαν από θαλασσινή σε θαλασσινή αγκαλιά της Καρπάθου και της Ρόδου, μέχρι να ποδίσουν στα μικρασιατικά παράλια και την ανατολική ακτή της Μεσογείου. Εμείς σταματάμε στην Κάμειρο Σκάλα της Ρόδου για να πλεύσουμε απέναντι, στην κουκλίστικη Χάλκη. Μία ώρα και δεκαπέντε λεπτά με ένα από τα δύο καΐκια που κάνουν αυτό το δρομολόγιο αρκούν για να βρεθείς μέσα σε ένα τελείως διαφορετικό σκηνικό. Πριν από την πλώρη του καϊκιού τρέχουν τα δελφίνια, ίδια κι απαράλλαχτα με εκείνα που κολυμπούν στο μελανό βάθος του κάνθαρου που βρέθηκε σε έναν τάφο του 4ου π.Χ. αιώνα στον Πόνταμο.
Το «Νήσος Χάλκη» ετοιμάζεται για μια πανηγυρική είσοδο στην αγκαλιά του νησιού. «Κόβει» τον γεμάτο με νησιά ορίζοντα αρχίζοντας τους ελιγμούς ανάμεσα στη Νήσο και τα άλλα μικρά νησιόπουλα που κάνουν ασφαλές το λιμάνι, και μετά ανάμεσα στις βάρκες και τα τρεχαντήρια που απολαμβάνουν αυτή την ασφάλεια λικνιζόμενα στα ήρεμα νερά. Ψηλά στη λοφογραμμή οι ανεμόμυλοι του Βασιλακιού, του Αγγελακιού και του Αντρικακιού μοιάζουν με φύλακες που έχουν τα μάτια τους δεκατέσσερα να μην ταράξει κανείς τη ζωγραφιά.
Οι άνθρωποι της θάλασσας ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό στην πρόκληση των οριζόντων και άνοιξαν πανιά. Ηδη από την 9η χιλιετία προ Χριστού, από τα ανώνυμα σκαφίδια που μετέφεραν οψιδιανό, τα μινωικά σκαριά, την Αργώ, τα αρχαϊκά βαθουλά καράβια, τις τριήρεις, τους δρόμωνες, τα χελάνδια, τις νάβες, τα μπρίκια, μέχρι τα σύγχρονα ταχύπλοα «καταμαράν» και τα «κρούζερ», ταξίδεψαν πλήθος σκαφών στις ελληνικές θάλασσες. Το σύμβολο, όμως, του ταξιδιού είναι το τρεχαντήρι. Ταξιδεύει ίδιο και απαράλλαχτο τα τελευταία 600 χρόνια με κουπιά, πανί «ψάθα» ή μηχανή. Λευκό συνήθως, με κόκκινα βρεχάμενα, με μια βιβλική μορφή στο δοιάκι και έναν γλάρο να «αιωρείται» κοντά στη σταύρωση. Η θάλασσα το αγκαλιάζει λες και η ίδια το «έκτισε» κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν της. Και όταν η πλώρη του –ημικυκλική σαν το ιερό της Αγίας Θεοδότης στη Νιο –βυθίζεται στο γαλάζιο, μοιάζει σαν θαλασσινό άλογο που καλπάζει στις κορφές των κυμάτων.
Πλησιάζουμε αργά με ένα σχετικά μικρό σκάφος από την Ιο το λιμάνι της Αλοπρόνοιας στη Σίκινο. Ετσι προσεγγίζεται αυτό το χειροποίητο νησί με τις διαστάσεις και τη διάθεση στα ανθρώπινα μέτρα. Αλοπρόνοια σημαίνει φροντίδα από τις κακουχίες της θάλασσας. Με άλλα λόγια, μια φιλόξενη αγκαλιά για να αράξεις. Πολύ ταιριαστή υποδοχή στη Σίκινο. Δεξιά και ζερβά του σκάφους κτίσματα και άλλα πλεούμενα. Από το γαλάζιο της θάλασσας έως το γαλανό του ουρανού μεσολαβούν ο μαίανδρος της ακτογραμμής, τα χαραγμένα από τα «λουριά» βουνά και τα λευκά ξωκλήσια στις κορφές τους. Κάθε μοναστηράκι και μια δέηση, μια γιορτή. Είναι σύμβολα της πίστης των ανθρώπων να επιμένουν ενσωματωμένοι πάνω στον γενέθλιο βράχο «σαν κοχύλια κολλημένα στα βουνά» καθώς λέει ο πρώτος ταξιδιωτικός συγγραφέας Ηρόδοτος.
Ο θρυλικός «Σκοπελίτης» ξεκίνησε από το λιμάνι της Νάξου για να ξεσηκώσει ύστερα από μιάμιση ώρα τους γλάρους που ερωτοτροπούν πάνω στο κόκκινο «κοράκι» ενός μεγαλόπρεπου τρεχαντηριού. Τα πάντα στο λιμάνι της μικρής Ηρακλειάς μοιάζουν φυσικά. Με δύο μικροσκοπικά χωριά, τον Αγιο Γεώργιο, το λιμάνι, και την Παναγιά, με μια μεγάλη κρύπτη βαθιά στο σώμα της –τη μυστηριώδη λατρευτική σπηλιά –με πλήθος σπείρες χαραγμένες από τους παλιούς καιρούς πάνω στις πέτρες, με ζωντανές ακτές που ανοίγουν την αγκαλιά τους στο Λιβάδι, στο Τουρκοπήγαδο, αλλά και στην Αλιμιά, στη Βορινή Σπηλιά και στον Καρβουνόλακκο, με ένα περιδέραιο νησιών γύρω της, η Ηρακλειά είναι ένα χαμόγελο των Μικρών Κυκλάδων προς τη μεγάλη θάλασσα των ταξιδιών.
Η μικρότερη εικόνα της θάλασσας είναι το μόριο του κύματος που το μελτέμι σκορπά στον γαλάζιο αιθέρα, σηκώνοντας ένα νεφέλωμα λαμπυρίζουσας αλισάχνης. Και η μεγαλύτερη, ολάκερη η Ελλάδα τυλιγμένη στα πελάγη της, το Ιόνιο, το Μυρτώο, το Λιβυκό, το Κρητικό, το Καρπάθιο, το Ικάριο, το Θρακικό και το αρχιπέλαγος, το Αιγαίο. Ο γενέθλιος τόπος του θαλασσινού ταξιδιού –του πραγματικού και του φανταστικού –και της φιλοσοφίας της περιπλάνησης. Εκεί που οι άνθρωποι δεν είδαν ποτέ τη μαβιά θάλασσα ως το όριο που τους περιχαράκωνε σε έναν βράχο, αλλά ως πλατιά λεωφόρο που έκανε τα όριά τους απέραντα.
Αυτή είναι η αιτία που τώρα βρισκόμαστε πάνω σε τούτο το καράβι που ταξιδεύει από τη Λέρο προς τη μικρή πολυνησία των Νότιων Σποράδων. Αυτοί οι κόσμοι, οι μικροί, οι μεγάλοι, οι αφημένοι από χέρι θεϊκό να αρμενίζουν στο Αρχιπέλαγος, που τάχθηκε να αφυπνίζει και να ξεσηκώνει τη μαγεία των ταξιδιών και των ανακαλύψεων. Καλυψώ, Λειψώ, ανακάλυψη, μέσα σε μια ώρα δρόμο. Σαν μουσική μοιάζουν αυτές οι λέξεις. Σαν να τις μεταδίδουν τα ηχεία του «Κάλυμνος», του καραβιού που φτερουγίζει σαν καλός άγγελος ανάμεσα στα μικρά νησιά που «περισσεύουν» από τις δώδεκα Νότιες Σποράδες –Λειψοί, Αγαθονήσι, Αρκιοί, Μαράθι. Και όλο και ελίσσεται το μικρό καράβι ανάμεσα στο πολύνησο που αναδύεται από τη θάλασσα μεταξύ της μεγάλης Λέρου και των μικρών Λειψών.
Στους παλιούς τόπους των πειρατών, η «Παναγία Θεοτόκος» φτερουγίζει στα νερά μεταφέροντας μια γλυκιά αναστάτωση από προκυμαία σε προκυμαία. Είναι ένα από τα μικρά καράβια που προορίζονται για τις Μικρές Κυκλάδες, τα μικρά Δωδεκάνησα, το μικρό Ιόνιο, το μικρό Ανατολικό Αιγαίο. Αυτά που ξεκινούν να συναρμολογούν την εμπειρία των μικρών κόσμων, μόλις λύσουν τους κάβους τους και προτού ακόμη φτάσουν στον προορισμό τους. Και όταν ακόμη το Ικάριο πέλαγος είναι θυμωμένο και το «Παναγία Θεοτόκος» αλλάζει το όνομά του σε «Παναγιά βοήθα», καθώς λένε οι αυτόχθονες. Ομως αυτή την εποχή του καλού πλου και των επισκέψεων, όλα είναι γαλήνια και ήρεμα, καθώς μπαίνουμε για λίγο στη μικρή αγκαλιά της Θύμαινας, 45 λεπτά μετά την αναχώρηση από τον Αγιο Κήρυκο. Μια λοφογραμμή στη θέση του ορίζοντα που κάποια στιγμή μεταμορφώνεται στην εκκλησιά του Αϊ-Γιώργη με τον γαλανό τρούλο, το στεφάνι από βράχους που θαρρείς ότι είναι κάστρο, ένα ιστιοπλοϊκό, λίγα σπίτια, πολλά αλιευτικά σκάφη. Κι εμείς, μαζί με τη σπουδαία εμπειρία των μικρών καραβιών, των μικρών τόπων,
των μικρών πατρίδων…

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 7 Μαϊου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ