Για την ημερομηνία της γέννησής του έλεγε πάντα ψέματα. Ηταν ένα από τα πολλά μυθεύματα που μπλέκονταν με τη ζωή του, μαζί βεβαίως με τις αδιάψευστες αλήθειες της θεαματικής προσωπικότητάς του. «Είμαι ο μεγαλύτερος ψεύτης του κόσμου, αλλά λέω αλήθειες μέσα από τα ψέματα» υποστήριζε. Αναμενόμενο, θα έλεγε κανείς. Γιατί όταν ο αμερικανικός Τύπος σε αποκαλεί «Alexander the Great» της σύγχρονης τέχνης επειδή έχεις επηρεάσει όσο λίγοι τα καλλιτεχνικά κινήματα του 20ού αιώνα, με προεξάρχοντα τον σουρεαλισμό, αυτό το «Μέγας» μπροστά από το όνομά σου μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ασπίδα για να υπερκεράσει πολλές από τις αδυναμίες σου. Εκτός, βέβαια, από τον ίδιο τον θάνατο.
Ο Αλέξανδρος Ιόλας πέθανε στα 80 του, καταπονημένος από τη νόσο του AIDS, στις 8 Ιουνίου του 1987. Στη συμπλήρωση της τριακονταετίας από τον θάνατό του έρχεται η ευχάριστη είδηση ότι ο Δήμος Αγίας Παρασκευής πρόκειται να αγοράσει την περίφημη βίλα του, το ταλαιπωρημένο ερείπιο που μένει χρόνια βανδαλισμένο, «σαν κρανίο ξεδοντιασμένο», όπως το περιγράφει ο βιογράφος του Ιόλα, Νίκος Σταθούλης, εκεί που κάποτε ο εκκεντρικός μαικήνας είχε επιλέξει να στήσει ένα σπίτι-μουσείο. Το σπίτι, «άλλοτε μουσείο και άλλοτε σαν σκηνικό για μεγάλες κοσμοϊστορικές δεξιώσεις», όπως γραφόταν στον Τύπο τη δεκαετία του ’80, ήταν το μέρος που επισκεπτόταν ο Τζιάνι Βερσάτσε λέγοντας «Ιόλα, έχω τρεις ημέρες και θέλω να με διασκεδάσεις» ή ο Τζιάνι Ανιέλι αναγγέλλοντας την άφιξή του: «Εχω 15 ώρες, θα περάσω να σε δω». Σε αυτό έμεναν και οι καλλιτέχνες που έρχονταν να δημιουργήσουν in situ έργα για τον Ιόλα. Ο Ρομπέρτο Μάτα, ο Τάκις, η Νίκι ντε Σεν Φαλ, ο Μαρσέλ Ντυσάν. Στο υπόγειο βρισκόταν η μυθική γκαρνταρόμπα του με τα χιλιάδες πουκάμισα και τις γούνες, στο ισόγειο, στον πρώτο όροφο και στους κήπους περί τις 2.500 αρχαιότητες, λιθογραφίες και ορισμένα από τα σπουδαιότερα έργα τέχνης. Γιατί η μονάδα μέτρησης στο σύμπαν του Ιόλα ήταν πάντα η χιλιάδα, ο βαθμός σύγκρισης ήταν πάντα υπερθετικός και η τέχνη δεν μπορούσε παρά να είναι κορυφαία.
Ροκφέλερ, Εμπειρίκος, Νιάρχος, Βασίλης και Ελίζα Γουλανδρή. Ολοι τους ανέτρεχαν στην αυθεντία του ήδη από τη δεκαετία του ’50, οπότε είχε πλέον καθιερωθεί στην Αμερική ως ο απόλυτος γνώστης περί τέχνης. Ο Αντι Γουόρχολ τού οφείλει την πρώτη αλλά και την τελευταία έκθεσή του, ο Κουνέλλης το ντεμπούτο του στο Παρίσι, ο σουρεαλισμός την εδραίωσή του στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όταν οι Αμερικανοί αναφέρονταν σε αυτό το κίνημα όπου εντάσσονταν ο Μαγκρίτ, ο Ερνστ, ο Μπράουνερ ως «η γερμαναρού η τέχνη».
Στο απόγειο της καριέρας του ο Ιόλας διηύθυνε έξι γκαλερί σε όλον τον κόσμο. Με τους σουρεαλιστές βρισκόταν βεβαίως στο στοιχείο του, υπήρχε καρμική επικοινωνία. Στο πάρτι μασκέ όπου πρωτοσυναντήθηκαν με τον Μαξ Ερνστ τη δεκαετία του ’40 ο γερμανός καλλιτέχνης είχε ζωγραφίσει στο σώμα του μάτια με ψεύτικες βλεφαρίδες διά χειρός του διασημότερου κομμωτή του Παρισιού από τις άκρες των μαλλιών του Ιόλα. Από τα υπέροχα μαλλιά του Ιόλα –και τι δεν ήταν θεϊκό πάνω στον πανέμορφο νεαρό από την Αλεξάνδρεια; -, τα οποία έκοβε κάθε εβδομάδα ο περίφημος Αντουάν, για να στολίσουν εν συνεχεία τα μάτια της Γκάρμπο και της Ντίτριχ. Ο Τάκις τον γνώρισε το ’56 στο Λονδίνο, όταν από την ένδεια κυκλοφορούσε με σανδάλια μέσα στον χειμώνα. «Μετά τον Καντάφι και τον Τάκι εγώ δεν έχω φοβηθεί περισσότερο στη ζωή μου» έλεγε αργότερα, αναφερόμενος στις οικονομικές δοσοληψίες που είχαν και τις μεταξύ τους ανταλλαγές έργων τέχνης, καθώς και οι δυο τους υπήρξαν πολύ σκληρά καρύδια. «Ο Καντάφι είναι γκάνγκστερ, ο Τάκις, όμως, είναι ένας γλυκός γκάνγκστερ» έλεγε για τον αγαπημένο του καλλιτέχνη.
Είναι ατέλειωτες οι ιστορίες, οι αληθινές, οι υπερβολικές, οι επινοημένες (;), τα αγαπημένα true lies της πληθωρικής, αλλά και γοητευτικής προσωπικότητας που υπήρξε ο Αλέξανδρος Ιόλας. «Είμαι τελείως τρελός, αλλά είμαι γνήσιος τρελός. Οχι τρελάρας» έλεγε στον Νίκο Σταθούλη στα 75 του χρόνια. Το drama, εξάλλου, βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη. Οπως όταν εκσφενδόνισε ένα τασάκι στον Κώστα Ταχτσή επειδή τόλμησε να διαμαρτυρηθεί όταν ο Ιόλας ανέθεσε τη συγγραφή της βιογραφίας του στον Σταθούλη. Ωστόσο, η μαγνητική παρουσία αυτού που υπήρξε κάποτε ένας «Ερμής μπιμπελό» πρέπει να καθιστούσε ακαταμάχητη την έλξη του σε όσους τον συναντούσαν. Ο Ιόλας είχε άστρο.
Το παιδί που άφησε τη γενέτειρά του Αλεξάνδρεια στα 17 του χρόνια πουλώντας τον βαφτιστικό σταυρό του για να εξασφαλίσει τον ναύλο του πλοίου, βρέθηκε να σπουδάζει χορό σε Βερολίνο και Παρίσι και να γίνεται πρώτος χορευτής στο μπαλέτο του Μπαλανσίν ή αργότερα στη Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης, δεν μπήκε απλώς στα σαλόνια της διανόησης και του πλούτου. Τα σάρωσε. Ενα βολικό ατύχημα τον είχε απομακρύνει ούτως ή άλλως από τον χορό και τον είχε στρέψει στην τέχνη. «Μόνος του το προκάλεσε, δεν ήθελε να συνεχίσει τον χορό γιατί ήξερε ότι ως χορευτής θα είχε ημερομηνία λήξης. Ηθελε το όνομά του να παραμείνει ζωντανό σε όλη τη διάρκεια της ζωής του» ισχυρίζεται ο Σταθούλης. Είχε παίξει τον ρόλο του και ο πίνακας «Μελαγχολία» του Ντε Κίρικο που είχε δει σε μια γκαλερί της οδού Μαρινιάν στο Παρίσι –η αφορμή για να εισβάλει ο σουρεαλισμός στη ζωή του (πλέον και ως κίνημα).
Πίσω στην Ελλάδα, ο Ιόλας υπήρξε ο πρωτεργάτης για τη σύσταση του Μακεδονικού Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης, το οποίο αρχικά στεγαζόταν στις εγκαταστάσεις της κεραμοποιίας Φίλκεραμ Johnson, λίγο έξω από την πόλη της Θεσσαλονίκης, καθώς πενήντα έργα της συλλογής του έγιναν η «μαγιά» για τη δημιουργία του. Είχε δωρίσει έργα του και στην Εθνική Πινακοθήκη, αλλά ο απώτερος στόχος του ήταν να χαρίσει κάποια στιγμή το σπίτι-μουσείο της Αγίας Παρασκευής στο κράτος. Θα ήταν η εκπλήρωση μιας υπόσχεσης που είχε δώσει στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, όταν εκείνος του είχε προτάξει ότι «η χώρα μου είναι φτωχή και εσύ είσαι από τους πιο πλούσιους, πρέπει να κάνεις κάτι». Εκείνος είχε απαντήσει: «Θα σου κάνω το μεγαλύτερο δώρο, ένα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης ξακουστό στον κόσμο». Ηταν μια βαθιά πεποίθηση του Ιόλα ότι η Ελλάδα το είχε ανάγκη. «Η Εθνική Πινακοθήκη κάνει βέβαια καλά τη δουλειά της, αλλά τέτοιο απαίσιο κτίριο, τέτοια αρχιτεκτονική! Δεν ξέρεις από πού να μπεις και προς τα πού να κοιτάξεις. Πρέπει να γίνει ένα πραγματικό μουσείο μοντέρνας τέχνης στην Ελλάδα, με σωστές προδιαγραφές. Τους το ‘πα: Δεν γίνονται τα πράγματα έτσι, στον αέρα. Η τέχνη δεν είναι τσουπ τσουπ και τελειώσαμε» έλεγε σε συνέντευξή του στη Φρίντα Μπιούμπι για το «Βήμα» το 1983.
Ωστόσο, η Μελίνα Μερκούρη αρνήθηκε τη δωρεά. Δεν ήθελε να αναλάβει το πολιτικό κόστος από τη σύνδεση του ονόματός της με τον έκπτωτο Ιόλα. Ηταν η εποχή που ο αυριανισμός τον διέσυρε καθημερινά κατηγορώντας τον για αρχαιοκαπηλία, ακολασίες, όργια και χρήση ναρκωτικών, με μια λυσσαλέα, ηδονοβλεπτική μανία. Οποιος τον υπερασπιζόταν μάλλον έπρεπε να περιμένει με τη σειρά του τη δημόσια διαπόμπευση. Ωστόσο, δεν είχε περάσει και τόσος καιρός από τότε που ο Ιόλας εφορμούσε στο καμαρίνι της στο θέατρο όπου εκείνη έπαιζε το «Γλυκό πουλί της νιότης» για να της προσφέρει το δώρο που της είχε φέρει από το εξωτερικό ντυμένος με τις… πιτζάμες και με μια γούνα ριχτή από πάνω. Οταν αργότερα ο ίδιος ανέθεσε στον Αντι Γουόρχολ να παρουσιάσει την αναπαραγωγή του «Μυστικού Δείπνου» στο Palazzo delle Stelline, απέναντι από τη Santa Maria Delle Grazie όπου βρίσκεται η αυθεντική τοιχογραφία του Ντα Βίντσι, «Να αφήσεις τη θέση του Ιούδα κενή, για τον Ελληνα» του μήνυσε.
Κι όμως, στην Ελλάδα επέλεξε να επιστρέψει και να εγκατασταθεί μόνιμα τη δεκαετία του ’70. «Μα για το φως της, βέβαια». «Για την υπόσχεση στον Καραμανλή». «Γιατί οι Ελληνες είναι καταπληκτικοί εραστές». «Γιατί εδώ είναι οι άνθρωποι που αγαπώ». Η απάντηση πάντα διαφορετική, ακόμη και όταν η ερώτηση παρέμενε η ίδια. Ο Ιόλας είχε την αλαζονεία του ανθρώπου που ήξερε ποιος είναι. «Εχω μυαλό, έχω φυσικό πλούτο. Είχα και φίλους καλούς –τον Στραβίνσκι, τον Πικάσο, τον Μαλρό. Ναι, είμαι πλούσιος. Ο πιο πλούσιος απ’ όλους τους Ελληνες, ο πλουσιότερος Ελλην της ανθρωπότητας» («Το Βήμα», 1983, Φρίντα Μπιούμπι). «Ηταν ένα θέατρο, κάθε ώρα και στιγμή ήταν μια παράσταση. Μπορούσε να μιμηθεί τους πάντες, να σου κάνει τον Αντρέ Μαλρό ή τον Μιτεράν, με τον οποίο ήταν φίλοι, ή τη Μαντάμα Μπατερφλάι, και να σηκωθεί και να χορέψει. Ηταν ανά πάσα στιγμή ένα δρώμενο. Φορούσε τα κοστούμια του και έδινε παράσταση για να διασκεδάσει τους καλεσμένους του» διηγείται ο Σταθούλης. Θυμάται ένα περιστατικό από το 1985, όταν ο Νουρέγιεφ θα χόρευε στο Ηρώδειο. Γνώριζε ότι είχε προσβληθεί από τον ιό HIV και καθώς έκανε τις ασκήσεις προθέρμανσης, γυρίζει και λέει: «Ιόλα μου, αυτή είναι η τελευταία ημέρα που χορεύω». «Είσαι τρελός;» του φώναξε εκείνος, και έβγαλε ένα μονόπετρο δαχτυλίδι με ένα μεγάλο διαμάντι που φορούσε. Του το φόρεσε στο δάχτυλο και του είπε: «Πάρε τη δική μου δύναμη. Θα ματώσεις πάνω στη σκηνή, αλλά δεν θα σταματήσεις να χορεύεις».
Τον Ιόλα δεν μπορούσες να τον πιάσεις πουθενά. Η Πέγκυ Ζουμπουλάκη, με την οποία είχαν συνεργαστεί στην γκαλερί Ιόλα-Ζουμπουλάκη στο Κολωνάκι στις αρχές της δεκαετίας του ’70, θυμάται: «Είχε περισσότερες από μία προσωπικότητες και πολλά moods, ανάλογα με την περίσταση. Mπορούσε να είναι απίθανα γοητευτικός αλλά και το ανάποδο. Ηταν μεγαλομανής αλλά και μια τεράστια φυσιογνωμία, διαισθανόταν πού πάει η τέχνη, γι’ αυτό και μπήκε στην αβανγκάρντ της εποχής του. Είχε ένα περίεργο χιούμορ που μπορούσε να είναι και κολακευτικό και σαρκαστικό, ανάλογα με την περίσταση. Παράλληλα, ήταν μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, την οποία το κράτος αντιμετώπισε χωρίς διπλωματία».
Αυτό το «περίεργο» χιούμορ δεν το κατάλαβαν, υποτίθεται, όσοι διάβασαν τη συνέντευξη που έδωσε στην Ολγα Μπακομάρου για τη «Γυναίκα» το 1983. Εκεί έβγαλε το πρόσωπο του υπεροπτικού και ισοπεδωτικού Ιόλα, ο οποίος αναφερόταν με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς στους έλληνες καλλιτέχνες. Οπως τους Γουναρόπουλους, τους Τσαρούχηδες, τους Μαυροϊδήδες, οι οποίοι «αν φύγουν από ‘δώ, δεν θα κάνουν τίποτα, ούτε ένα γρόσι…». Ορισμένοι του ανταπέδωσαν κάποια στιγμή τις «φιλοφρονήσεις», όπως ο Τσαρούχης, ο οποίος σύμφωνα με τον Ιόλα επιπλέον «είχε καταντήσει μια Πυθία στο σουπερμάρκετ». «Ο Ιόλας ήταν ο πιο καλός απομιμητής πλουσίων», «ήταν εξαρχής και μέχρι την ημέρα που πέθανε ένας φτωχός» («Το Βήμα», 1988, Γιώργος Πηλιχός). Ωστόσο, πάντα παραδεχόταν ότι χάρη σε αυτόν έφτιαξε ορισμένα από τα πιο σημαντικά έργα του, όπως τα νεοκλασικά του Πειραιά και τα καφενεία της Αθήνας. Γιατί ο Ιόλας, εκτός από φοβερός έμπορος τέχνης –από νωρίς φέρ’ ειπείν έβρισκε έργα για τους εκατομμυριούχους που απευθύνονταν σε αυτόν, έβαζε πάνω τις τιμές που ήθελε και τα μεταπουλούσε -, εμμονικός συλλέκτης –από τότε που ως παιδί στην Αλεξάνδρεια ξόδευε το χαρτζιλίκι του για να αγοράζει ό,τι ωραίο μπορούσε να φτιάξει ανθρώπινο χέρι, έργα λαϊκής τέχνης, όπως σκαραβαίους από τα παζάρια των ντόπιων -, ήταν ένας άνθρωπος με τρομερό ένστικτο για τη σύγχρονη τέχνη. «Ο Ιόλας ήταν μια μαία. Αρκεί να μιλούσες 10-15 λεπτά μαζί του και εκμαίευε το ταλέντο. Είπε στον Ερνστ και τον Μαγκρίτ: «Τα θέματά σας φυλακίζονται στους καμβάδες, πρέπει να τα κάνουμε γλυπτά». «Μα κοστίζει…». «Εγώ θα σας πάω στα καλύτερα χυτήρια»» θα πει ο Σταθούλης.
Είναι γεγονός επίσης ότι προώθησε τη δουλειά των Χατζηκυριάκου-Γκίκα, Φασιανού, Τσόκλη, Πανιάρα, Μπουτέα, αλλά και των ιδιαίτερα αγαπημένων του Αλέξη Ακριθάκη και Γιώργου Λαζόγκα. Τον τελευταίο τον γνώρισε στο Παρίσι στα μέσα της δεκαετίας του ’70. «Οφείλω πολλά και θεωρώ μεγάλη εμπειρία τη γνωριμία μου με τον Ιόλα, πάντα με εκτίμηση και σεβασμό τον φέρνω στο μυαλό μου» θα πει στο BHΜΑgazino. «Ηταν ευγενής και υψηλής ευφυΐας άνθρωπος, ένας μεγαλωμένος αστός που κουβαλούσε όλον τον πνευματικό πλούτο από την Αλεξάνδρεια, τον αέρα των Ελλήνων της διασποράς. Υπήρξε διασπορά, άλλωστε, σε όλη του τη ζωή. Ξεπερνούσε τα όρια, ήταν ένας παγκόσμιος άνθρωπος. Ηταν τόσο νέος στην ψυχή. Τον θυμάμαι στο Παρίσι στις αρχές του ’80, ύστερα από μια εξαιρετικά σοβαρή εγχείρηση στην καρδιά που είχε κάνει στις ΗΠΑ, να διασχίζουμε την πόλη αργά μέσα στη νύχτα για να πάμε σε ένα ραντεβού που είχε με τον Ρομπέρτο Μάτα σαν να μην είχε περάσει ποτέ την περιπέτεια με την υγεία του. Ηταν μια μεγάλη εμπειρία η συνεργασία και ο διάλογος μαζί του. Συμμετείχε στην οργάνωση μιας έκθεσης σαν συνδημιουργός, οι παρατηρήσεις του έβλεπαν πίσω από την εικόνα. Του έδειχνες ένα έργο και αντιλαμβανόταν πώς προέκυψε και πού θα μπορούσε να πάει. Δεν νομίζω ότι εμφανίζονται τέτοιοι άνθρωποι κάθε μέρα».
Oσυγκεκριμένος, πάντως, εμφανίστηκε στον κόσμο ως Κωνσταντίνος Κουτσούδης, ο γιος ενός βαμβακέμπορα, προορισμένος για μια ζωή που αρνήθηκε να ζήσει και αποφασισμένος να γνωρίσει τους μεγάλους και σπουδαίους ανθρώπους του κόσμου. Οταν εγκατέλειψε την Αλεξάνδρεια στα 17 του και ήρθε στην Αθήνα, συνάντησε τον Αγγελο Σικελιανό, τον έναν από τους τρεις πνευματικούς ανθρώπους για τους οποίους είχε εξασφαλίσει συστατικές επιστολές από τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Ο ποιητής που ήθελε να τον δει να συμμετέχει και στις δελφικές γιορτές τού χάρισε ένα βιβλίο του, τον «Αλαφροΐσκιωτο». Οπως έλεγε ο Ιόλας, είχε γράψει την εξής αφιέρωση: «Αύξου αεί». «Κι αυτό έκανα πάντα στη ζωή μου μέχρι σήμερα. Ακριβώς αυτό. Πιστεύω ακράδαντα ότι όταν κάποιος θέλει να κάνει κάτι, πραγματικά δεν μπορεί τίποτα να τον σταματήσει. Φτάνει να ξέρει τι θέλει. Κι εγώ ήξερα…» («Ταχυδρόμος», 1982, Λιάνα Κανέλλη). l

Η αγορά της μυθικής βίλας Ιόλα
O δήμαρχος Aγίας Παρασκευής Γιάννης Σταθόπουλος διαβεβαιώνει ότι ο δήμος προχωράει στις τυπικές διαδικασίες προκειμένου να ολοκληρωθεί η αγορά της βίλας Ιόλα. «Αποφασίσαμε να κλείσουμε αυτή την πληγή και να ανοίξουμε κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον» θα πει στο BHΜΑgazino. Το κόστος ανέρχεται περίπου στα 3 εκατ. ευρώ και αφορά επτά στρέμματα μαζί με τα σχεδόν χίλια τετραγωνικά του σπιτιού, το οποίο σχεδιάστηκε από τον Δημήτρη Πικιώνη, τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Παύλο Καλαντζόπουλο. Η αποκατάσταση του κτιρίου θα γίνει σε μια δεύτερη φάση, «αφότου γίνει μελέτη σε αυτό το διατηρητέο, νέο ιστορικό μνημείο. Bεβαίως, θα προσπαθήσουμε να προχωρήσουμε στη σύσταση του ιδρύματος που θα διαχειριστεί το παγκόσμιο πολιτιστικό τοπόσημο, ώστε να αποκτήσει την αίγλη που του αξίζει». Σημειωτέον, το σπίτι είχε περάσει στην κατοχή ενός εργολάβου από την αδελφή του Ιόλα, Νίκη Στάιφελ, η οποία αφότου το κληρονόμησε το πούλησε.
Εφόσον αποκατασταθεί η βίλα, ο Νίκος Σταθούλης λέει ότι θα μπορούσε να στεγάσει και το αρχείο Ιόλα, για κάποιο διάστημα, με δανεισμό. «Αντιλαμβάνεστε ότι θα ήταν σαν ευλογία Θεού. Επειτα, καλλιτέχνες που έχουν συνεργαστεί με τον Ιόλα σκοπεύουν να κάνουν δωρεές –έχω γράμματά τους ότι αν επανέλθει στην προτέρα του κατάσταση το σπίτι, θα το πράξουν. Ακόμη και ο διευθυντής της συλλογής Ντε Μενίλ στο Τέξας μού είπε ότι εμείς θα δώσουμε δάνεια για κάποια χρόνια για να στεγαστούν στο σπίτι του. Γιατί η συλλογή Ντε Μενίλ οφείλει την ύπαρξή της στον Ιόλα». Εδώ και μερικά χρόνια ο Σταθούλης έχει συστήσει το Ιδρυμα Αλεξάνδρου Ιόλα και πρόκειται να δημοσιοποιήσει μέσα στο ’17 τμήμα του πλούσιου αρχείου Ιόλα με τη συνδρομή του εφοπλιστή Ευάγγελου Πιστιόλη. Σε αυτό υπάρχουν «10.000 λήμματα» (φωτογραφίες, προσωπικά αντικείμενα, αλληλογραφία, κομμάτια από την γκαρνταρόμπα του, κοσμήματα, πρωτόλεια σχέδια καλλιτεχνών).

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 2 Απριλίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ