Τα μπαρουτοκαπνισμένα παλικάρια του ’21 δεν ήταν φτιαγμένα από σίδερο. Κάτω από την ασημοκεντημένη φέρμελη και τη λερή φουστανέλα ελλόχευαν σκιρτήματα και λαβωμένες καρδιές. Τρία χρόνια μετά το εκτενές αφιέρωμα του BΗΜΑgazino (03.06.2014) στα «Ερωτικά του ’21», αφικνείται η συνέχεια. Το εξαιρετικά εύθραυστο και ακανθώδες θέμα για την ανθρώπινη πλευρά των πρωτεργατών (αλλά και άλλων ελασσόνων μορφών) της Επανάστασης έρχεται να φωτίσει εκ νέου ο δεύτερος τόμος «Τα ερωτικά του ’21» που μόλις κυκλοφόρησε από τις πατραϊκές εκδόσεις Διαπολιτισμός.
Συγγραφέας και πάλι ο εκπαιδευτικός Κυριάκος Δ. Σκιαθάς (που σημειωτέον επιμένει να δηλώνει «φιλίστωρ» και ουχί «ιστορικός»), ο οποίος, διαπιστώνοντας τα χαοτικά κενά στη νεότερη ελληνική ιστοριογραφία, αποτόλμησε ίσως μια παγκόσμια πρώτη: να περισυλλέξει τις ερωτικές ιστορίες των πρωτεργατών της Ελληνικής Επανάστασης, αυτούς που το συλλογικό φαντασιακό επιμένει να εκτρέφει αποκλειστικά και μόνον ως «ακηλίδωτης ηθικής» τουρκοφάγους. Τις ιστορίες υποστηρίζει με πληθώρα μαρτυριών, πηγών και ψυχίων αληθείας αλιευμένων μετά κόπου από τους άκρως αυτολογοκριθέντες απομνημονευματογράφους της εποχής. Οπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο ίδιος: «Ανεξάρτητα με τις διάφορες θεωρήσεις, είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι μέσα στην καθημερινότητά τους οι ραγιάδες και οι κατακτητές τους έβρισκαν χώρο να τοποθετήσουν και τις ερωτικές αναζητήσεις τους. Στην κοινωνία της εποχής υπήρχαν οι ερωτομανείς, οι ομοφυλόφιλοι αλλά και οι παρουσίες με ερωτικές ιδιαιτερότητες. Τα πονεμένα και συνάμα ηρωικά εκείνα χρόνια ήταν γεμάτα από απαγωγές, εξωσυζυγικές σχέσεις και άλλα πολλά περιστατικά που είχαν ως πυρήνα τους το ερωτικό στοιχείο και τις χαρές της σάρκας».
Υπενθυμίζουμε ότι στον πρώτο τόμο είχαν παρελάσει ο «γιος της Καλογριάς» με τη «ζωώδη βωμολοχία» Γεώργιος Καραϊσκάκης, η Μπουμπουλίνα, ο πανσεξουαλικός λόρδος Βύρων, ο Ιωάννης Κωλέττης, η Μαντώ Μαυρογένους κ.ά. Στον δεύτερο τόμο αυτής της «πατριωτικής» σεξουαλικής «Βίβλου» περιγράφονται τα ερωτικά ανδραγαθήματα άλλων δεκαπέντε προσωπικοτήτων του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Ανάμεσά τους ο Αθανάσιος Διάκος, ο Παπαφλέσσας, ο Ανδρέας Μεταξάς, ο Αναστάσης Μαυρομιχάλης (γιος του Πετρόμπεη), η πολυθρύλητη Κυρα-Φροσύνη, αλλά και ο «βλογιοκομμένος» σατράπης της Αιγύπτου Ιμπραήμ Πασάς.
Σημειωτέον ότι μέσα από τις γλαφυρές προσωπικές ιστορίες των πρωτεργατών του ’21 αναδεικνύονται αναπόφευκτα και τα κοινωνικά ήθη της εποχής. Οπως το ότι η αιχμάλωτη γυναίκα ήταν ιερή για τους κλέφτες. Οπως θα σημειώσει ο πολεμικός ανταποκριτής των «Times» του Λονδίνου Τζέιμς Εμερσον: «Ωραία ή άσχημος, νέα ή γραία, μουσουλμανίς ή χριστιανή, αγνώστου ή εχθρικής οικογενείας, ήταν κάτι το ιερόν διά τους κλέφτες της ομάδος, η οποία τας είχε αιχμαλωτίσει. Ο καπετάνιος, ο οποίος θα απετόλμα να μη δείξει σεβασμόν, εγκαταλείπετο αμέσως από τα παλικάρια του, ως ένα πρόσωπον διά παντός ατιμασθέν και ανάξιον να κυβερνά γενναίους. Αναφέρουν την περίπτωσιν ενός καπετάνιου, ο οποίος εφονεύθη από τα παλικάρια του, διότι προσέβαλε τη γυναίκα ενός Τούρκου, την οποία εκρατούσε αιχμάλωτον περιμένων την εξαγοράν της».
Ο ωραιότατος των ηρώων
Εκτός από τον πατριωτισμό και το μαρτυρικό τέλος του (διά του ανασκολοπισμού), ο Διάκος εναπόθεσε στον Ξεσηκωμό του Γένους το πολυθρύλητο κάλλος του. «Ην δε ο Διάκος την μεν όψιν κάλλιστος, την δε υφήν σώματος και το ανάστημα τελειότατος» γράφει ο βιογράφος του Σπυρίδων Γ. Φόρτης. «Τα δε περί την εσθήτα φιλόκαλος λίαν και μεγαλοπρεπής, επί πάσι δε τούτοις η μακρά και άφθονος κόμη του είχε σφόδρα το αρειμάνιον». Σύμφωνα μάλιστα με το βιβλίο του Κυριάκου Δ. Σκιαθά, η εκθαμβωτική ομορφιά του ευθύνεται που εγκατέλειψε τον μοναστικό βίο (ήδη στα 12 του είναι δόκιμος μοναχός στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Αρτοτίνα Φωκίδας, ενώ πέντε χρόνια αργότερα χειροτονείται διάκος). Πολλοί μάλιστα ιστοριογράφοι συμφωνούν ότι σε αυτό συνέβαλαν τα μάλα οι ασέλγειες ενός τούρκου αγά. Κατά τη διήγηση του πρωτοπαλίκαρού του, Βασίλη Μπούσγου, ένας λάγνος δερβέναγας που κατέλυσε μαζί με τους στρατιώτες του στο μοναστήρι βρήκε θάνατο από την πιστόλα όταν, θαμπωμένος από την ομορφιά του, τόλμησε, εκεί που έπινε και έτρωγε, να χαϊδέψει το μάγουλο του Διάκου. «Καθ’ ην στιγμήν έκοπτεν ίνα αποθέση το αγγείον παρά την τράπεζαν», γράφει ο ιστορικός του 19ου αιώνα Αναστάσιος Γούδας, «ησθάνθη τα μυσαρά χείλη του δερβέναγα να εγγίζωσι την ροδόχρουν παρειάν του. Ουδέν στιγμήν δε τότε απωλέσας, εξεκένωσε το όπλον, εφόνευσε τον ασελγή οινόφλυγα, εξήλθε δρομαίως της μονής, έλαβε την πανοπλίαν…».
Ισως βέβαια η πιο σημαίνουσα ερωτική ιστορία με πρωταγωνιστή τον ήρωα της Αλαμάνας να είναι αυτή που τον θέλει ερωτοχτυπημένο με την Κατερίνη, μια σεμνή δεκαοκτάχρονη καλλονή από το χωριό Σέλιανη (τα σημερινά Μάρμαρα) της Δυτικής Φθιώτιδας. Εκτός από τον Διάκο, για χάρη της έλιωνε ένα ακόμη πρωτοπαλίκαρο του ξακουστού καπετάνιου Σκαλτσοδήμου, ο Γούλας (Γεώργιος Δράσκος). Ζήτησε μάλιστα να την παντρευτεί, όμως εκείνη αρραβωνιάστηκε τον Διάκο. Ο Γούλας τούς το κρατούσε μανιάτικο. Ετσι, μια μέρα που λημέριασαν έξω από τη Σέλιανη, ο φουστανελοφόρος αντίζηλος προκάλεσε τον Διάκο ότι μπορούσε να ξελογιάσει την Κατερίνη. «Και αυτή είν’ σαν τις άλλες. Αν θες, μπορώ να σ’ τ’ αποδείξω και να τη φέρω εδώ στο λημέρι μας» του ‘πε. Ζήτησε μόνο από τον Διάκο να του δώσει το «αργυρομάνικο λάζο» του (σουγιάς με ασημένια λαβή) να το δείξει στην Κατερίνη σαν σημάδι ότι έρχεται από τον αρραβωνιαστικό της. Ο Αθανάσιος δέχτηκε, η αρραβωνιαστικιά του για κανέναν λόγο δεν θα έβγαινε έξω με άλλον. Η Κατερίνη, όμως, μοιραία ακολούθησε τον Γούλα (ο οποίος φέρεται να επιστράτευσε κάποιου τύπου «μπαμπεσιά», λέγοντάς της π.χ. ότι ο αρραβωνιαστικός της ήταν άρρωστος και ζητούσε απεγνωσμένα να τη δει).
Του ανέβηκε του Διάκου το αίμα στο κεφάλι. Μάταια η Κατερίνη έκανε να τον ηρεμήσει. Εκείνος της ξέσκισε τα ρούχα, της έκοψε τα μαλλιά και την έδιωξε σχεδόν τσίτσιδη. Ντροπιασμένη, γύρισε στο χωριό της, όπου, λέγεται, διαπομπεύτηκε σαν μοιχαλίδα. Την κάθισαν ανάποδα σε έναν γάιδαρο ολόγυμνη, της φόρεσαν στο κεφάλι για στεφάνι σπλάχνα και έντερα ζώων και την περιέφεραν στο χωριό. Οι φήμες λένε ότι η «Παλιοκατερίνη από τη Σέλιανη», όπως τη φώναζαν πια, κλείστηκε μισότρελη στο σπίτι της δύο ολόκληρα χρόνια, κι ύστερα έγινε με τη βούλα πλέον «παλιογυναίκα». Τα ίχνη της εν συνεχεία χάθηκαν στα ψιλά της Ιστορίας, αν και το βίαιο τέλος του ειδυλλίου με τον Διάκο «τραγουδιέται» μέχρι σήμερα στα χωριά της Ανατολικής Ρούμελης.
Παπαφλέσσας, ο «εξωλέστατος» καλόγερος
Aπό τον λαλίστατο αυτόν τόμο δεν θα ήτο βεβαίως δυνατόν να απουσιάζει ο Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας), ίσως ο πιο ανοιχτά «σάρκινος» αγωνιστής του ’21, εκείνος που ο Παλαιών Πατρών Γερμανός θα αποκαλέσει στη Σύσκεψη της Βοστίτσας «εξωλέστατο καλόγερο». Η φήμη του ταραξία, του απειθούς και του επιρρεπούς στις ηδονές τον καταδιώκει από νωρίς. Στα 1817, όταν μονάζει στο μοναστήρι Αγίου Γεωργίου Ρεκίτσας (μεταξύ Μυστρά και Λενονταρίου) εξαπλώνεται γοργά η φήμη ότι ο Γρηγόριος έγινε αιτία να χαλάσει ένα προξενιό, σκανδαλίζοντας τα ήθη της εποχής και βοηθώντας τους πολυάριθμους εχθρούς του (ανάμεσά τους ο πανίσχυρος Χουσεΐν αγάς) να τον εκδιώξουν από το μοναστήρι. Οταν ζει στην Κωνσταντινούπολη (εκεί που θα χειροτονηθεί αρχιμανδρίτης από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ και όπου θα μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία, το 1818) ο έκλυτος βίος του ποσώς συμβαδίζει όχι μόνο με το ράσο του αλλά και με το «λάθε βιώσας» προφίλ της Εταιρείας. «Είχε τη φήμη πορνόβιου, ασώτου, αδίκαστου, απόκοτου και απατεώνα» γράφει ο Θεόδωρος Δ. Παναγόπουλος. «Μόλις μυηθείς τα μυστήρια της Εταιρείας, ο Παπαφλέσσας ελησμόνησε καθ’ ολοκληρίαν ουχί μόνον ότι ήτο μοναχός –και μάλιστα αρχιμανδρίτης –αλλά και ότι ήτο άνθρωπος υποκείμενος εις συκοφαντίας και εις κινδύνους, ικανούς να καταστρέψωσιν ουχί μόνον αυτόν, αλλά και αυτήν την Εταιρείαν».
Μεταξύ άλλων, οι Φιλικοί θα τον κατηγορήσουν για κακοδιαχείριση και σπατάλες προς ιδία χρήση. Γλεντοκόπια, πολύβουες βεγγέρες και μια ανεξίτηλη συλλογή από «επιδέξες» (πόρνες) βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη του «άγιου Παπαφλέσσα» (όπως τον αποκαλεί ο Μακρυγιάννης). Αλλά και αργότερα, όταν πια έχει εκλεγεί υπουργός των Εσωτερικών, ο φιλέλληνας αμερικανός γιατρός Σάμιουελ Χόου, που τον συναντάει δις, σκιαγραφεί έναν συμπαθή αλλά λαμπροφορεμένο, σαν σουλτάνο, λάτρη της τρυφηλότητας: «Ξαπλωμένος στο μαξιλάρι του, δεχόταν τις υπηρεσίες των ακολούθων του, που τον υπηρετούσαν, με την νωχέλεια ενός πραγματικού μουσουλμάνου και με τρόπο που έδειχνε πως ήταν συνηθισμένος στην πολυτέλεια από την παιδική του ηλικία».
Η «μυστικόπαθη ηρώισσα» της παγωμένης λίμνης
Περίοπτη θέση κατέχει η ιστορία της Κυρα-Φροσύνης. Το διάσημο ερωτικό σκάνδαλο, που τάραξε μαζί με τα νερά της λίμνης Παμβώτιδας την κοινή γνώμη του 19ου αιώνα, διανθίζεται εδώ με πλήθος λεπτομερειών για την «εταίρα» ή «καλλιμάρτυρα» (ανάλογα από ποια σκοπιά επιθυμεί η Ιστορία να ενθυμείται τη θρυλική Γιαννιώτισσα). Η αρχοντικής καταγωγής Ευφροσύνη (το «κάλλος της είχε τι το υπεράνθρωπο» γράφει ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης σε επιστολή του 1877 προς τον Εμμανουήλ Ροΐδη) ήτο νυμφευμένη με τον πρόκριτο και έμπορο των Ιωαννίνων Δημήτριο Βασιλείου. Οι συχνές απουσίες του συζύγου της άφησαν χώρο στη φιλήδονη φύση της· το διώροφο αρχοντικό στον Σεράι Μαχαλά είχε μία δεύτερη πόρτα, για να μπαινοβγάζει η Φροσύνη τους εραστές της.
Ενας εξ αυτών ο διαβόητος για το ερωτικό παλμαρέ του πρωτότοκος γιος του Αλή Πασά Μουχτάρ. Το ειδύλλιό τους θα γίνει το κοινό μυστικό της πόλης που εξαργυρώνει
δεόντως και ο στενός οικογενειακός της κύκλος. O Αθανάσιος Ψαλίδας (1769-1829) γράφει στο υπόμνημά του «Memoires sur La Grèce et l’Albanie pendant le gouvernement d’Ali-Pacha» (Παρίσι, 1827): «Παράξενο πράγμα ήταν στα Γιάννενα σε μερικούς, όπου ατιμάζονταν ή τα παιδιά τους ή τα αδέλφια τους ή αι αδελφαί τους από τους πασάδες, οι οποίοι, αν εν εις την αρχή ελυπούνταν και εφαίνοντον πως βάνουν το κεφάλι τους να αποθάνουν, ύστερον όμως την ατιμία εστοχάζονταν τιμήν, ετεντώνονταν και υπερηφανεύονταν εις την ατιμία του ιδικού τους και εφοβέριζαν και τον κόσμον και ήθελαν να συμβουλεύσουν και τους άλλους… Ταλαίπωρη ανθρωπότητα, σε πόσα άτοπα κατανταίνεις από κάτω από μια τυραννική κυβέρνηση». Οταν πάντως έμαθε τα καθέκαστα ο σύζυγός της, κιότεψε (φοβούμενος, μεταξύ άλλων, «τις βλέψεις του Αλή στο πουγγί του») και εγκατέλειψε ευθύς τα Γιάννενα για να εγκατασταθεί στο Βουκουρέστι.
Στη σκηνή του δράματος θα ανέβει, ως γνωστόν, ο σατράπης της Ηπείρου Αλή Πασάς. Σύμφωνα με τον Π. Αραβαντινό, ο Αλή ζήτησε στις αρχές του Ιανουαρίου του 1801 από τον έμπιστό του αρχιαστυνόμο Ταχήρ Αμπατζή έναν κατάλογο με γυναίκες ελευθερίων ηθών των Ιωαννίνων (κοτζάμ δύσκολο βέβαια να γίνει πιστευτή η εκδοχή ότι ο Καίσαρας Βοργίας της Υψηλής Πύλης, με το περιλάλητο 600μελές χαρέμι, είχε αυτοχρισθεί τιμητής της ηθικής). Ο κατάλογος περιείχε όσες εκδίδονταν επί χρήμασι αλλά και παντρεμένες χριστιανές και μουσουλμάνες που παραστρατούσαν καθ’ έξιν. Ο άγγλος περιηγητής και φίλος του λόρδου Βύρωνα Τζον Χομπχάουζ καταθέτει ότι τη λίστα την προμηθεύτηκε ο Αλή Πασάς από τη νύφη του, γυναίκα του Μουχτάρ, που ήθελε να ξεπαστρέψει τη «φαυλόβια» Φροσύνη: «Και εκείνη κάθισε και έγραψε –στην τύχη όπως λένε –τα ονόματα των 15 ωραιότερων γυναικών της πολιτείας (Ελληνίδων και Τουρκισσών)» (σ.σ.: άλλες εκδοχές λένε 17 ή 18). Ανάμεσά τους, και μια μοιχαλίδα, η Μαρουσιώ, την οποία παρέδωσε οκτώ μηνών έγκυο ο ίδιος της ο άνδρας.
Οταν ο Ταχήρ βγήκε από το σεράι του Αλή Πασά είχε στο ζωνάρι του το μπουγιουρντί με την καταδίκη και της Φροσύνης («ηρώισσα μυστικόπαθη» θα την αποκαλέσει ο Κωστής Παλαμάς). Τη σύλληψή της ανέλαβε ο ίδιος ο Αλής με μερικούς έμπιστούς του, μιας και οι περισσότεροι τζοχανταραίοι (σ.σ.: αξιωματικοί στην υπηρεσία του σουλτάνου) έτρεμαν την εκδίκηση του Μουχτάρ, που έλειπε σε εκστρατεία στην Αδριανούπολη. Οι γυναίκες καταδικάστηκαν να πνιγούν στην παγωμένη λίμνη, ξημερώματα της 10ης ή 11ης Ιανουαρίου 1801 (το Ισλάμ ήθελε οι γυναίκες να εκτελούνται μόνο νύχτα).

H νύχτα βρήκε τα πρωτοπαλίκαρα του σουλτάνου να φορτώνουν τις κακορίζικες στις βάρκες που θα τις μετέφεραν στις πύλες του Κάτω Κόσμου. Ο φιλέλληνας άγγλος θεολόγος Τόμας Σ. Χιουζ μαρτυρεί ότι τις έβαλαν δεμένες μέσα σε σακιά. «Μία μία τις πέταγαν στα παγωμένα νερά» γράφει η Κούλα Ξηραδάκη στις «Γυναίκες του ’21» (εκδ. Δωδώνη, 1995). «Θρήνος και σπαραγμός κι οι νεκροφόρες βάρκες κυλούσαν πάνω στα νερά. Εκείνες πάλευαν. Οι αρβανιτάδες δήμιοι τις πιάσανε από τα μαλλιά και τις βρόνταγαν με το πίσω της πιστόλας. Τους τσάκιζαν τα δάχτυλα. Μία μία βούλιαζε». Ο σκωτσέζος ιστορικός Τζορτζ Φίνλεϊ σημειώνει ότι ένας εκ των δημίων, που είχε χύσει πολύ αίμα στην καριέρα του, δεν ξέχασε ποτέ τα πρόσωπα των πνιγμένων γυναικών μέσα στο νερό· για πολύ καιρό οι κραυγές τους τάραζαν τον ύπνο του.

Τον δεύτερο τόμο των «Ερωτικών του ’21» θα διανθίσουν αρκετά ακόμη ερωτικά «ανδραγαθήματα». Ανάμεσά τους αυτά του αρχοντόπουλου της Μάνης Αναστάση Μαυρομιχάλη που ηράσθη σφόδρα την Εσμά Χανούμ, μία από τις συζύγους του Χουρσίτ Πασά (ένα κινηματογραφικό ειδύλλιο με φόντο την πολιορκία της Τριπολιτσάς). Επίσης, θα παρελάσουν ο κόμης Ανδρέας Μεταξάς, ο κεφαλλονίτης αγωνιστής που σκανδαλίζει τις εθνοσυνελεύσεις, αλλά και ο εθνικός ποιητής Διονύσιος Σολωμός που μάχεται μέχρις εσχάτων τον κοινωνικό στιγματισμό του «νοθογέννητου». Τέλος, ο γυναικομανής Ιμπραήμ Πασάς, ο οποίος ξαμολά σε σπήλαια, δάση και μονές στρατιές από λάγνους «ανιχνευτές» που παγιδεύουν φρέσκη λεία για τα χαρέμια του.
Το βιβλίο του Κυριάκου Δ. Σκιαθά έρχεται να τονώσει την τελευταία «μόδα» στην ιστοριογραφία που φέρνει μπροστά την έννοια της σεξουαλικότητας. Ετσι, ακόμη και αυτοί οι «αμόλυντοι» πρωτεργάτες του ’21 επανακτούν την (αποστραγγισμένη) ανθρώπινη φύση τους. Δεν πρόκειται επ’ ουδενί λόγω για μια δόλια προσπάθεια αποκαθήλωσής τους αλλά για μια απόπειρα κανονικοποίησής τους. Οπως είχε χαρακτηριστικά επισημάνει στο BΗΜΑgazinο ο καθηγητής Ιστορικής και Θεωρητικής Κοινωνιολογίας Νίκος Θεοτοκάς (συγγραφέας του «Ο βίος του στρατηγού Μακρυγιάννη», εκδ. Βιβλιόραμα, 2012): «Μέχρι τώρα οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν ανθρώπινη φύση. Είναι σούπερ ήρωες. Και ξαφνικά, με τέτοιου είδους πληροφορίες, αποκτούν την ανθρωπινότητά τους: διψάνε, πεινάνε, ερωτεύονται, λερώνονται… Είναι σαφές ότι υπάρχει απουσία λόγου ως προς τον ερωτισμό των ανθρώπων αυτών». Διόλου τυχαίο ότι και αυτός ο τόμος ολοκληρώνεται συμβολικά με τη γνωστή ρήση του Διονυσίου Σολωμού: «Το Eθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 25 Μαρτίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ