Σαν την καταχνιά της νέας ημέρας, που ένα θεϊκό χέρι την τραβά για να αποκαλύψει όλη τη μεγαλοπρέπεια των μονόπετρων, το μυστήριο των Μετεώρων διαχέεται από τα υψηλόφρονα μοναστήρια και τις ανωφερείς κορυφές των βράχων προς την πεδιάδα και τον αυτοκινητόδρομο που ελίσσεται ανάμεσά τους. Σε αυτό το μετέωρο μεταξύ ουρανού και Γης Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς δεν μπορείς να διαχωρίσεις την εικόνα του από την ιδεολογία του. Και τα δύο μαζί απογειώνουν την επιβλητικότητά του. Η Υψηλοτέρα και οι άλλες κορυφές των βράχων τείνουν προς τον ουρανό, όπως και η σκέψη των ανθρώπων που ανεβαίνουν σε αυτές ως αναχωρητές, αναρριχητές, προσκυνητές ή επισκέπτες. Και ο πολιτισμός των Μετεώρων, τα έξι μοναστήρια που στέκουν ακόμη στις κορυφές των βράχων, λειτουργούν προς τα άνω, ιδιαιτέρως η επουράνια ζωγραφική του Θεοφάνη από την Κρήτη, στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Αναπαυσά.
Η ιδέα της κλίμακας που την ανεβοκατεβαίνουν οι άγγελοι σε μια διαρκή επικοινωνία με τον Ουρανό και το θείο υπάρχει διάχυτη στην περιοχή. Η κλίμακα είναι οι βράχοι, και μία τουλάχιστον ημέρα τον χρόνο, ανήμερα της εορτής του Αγίου Γεωργίου, αυτή η τάση προς τα άνω γίνεται γιορτή, πανήγυρις, τελετουργία, δρώμενο, στη χάρη του Μαντιλά. Το εκκλησάκι του στο κοίλωμα του θεόρατου βράχου ησυχάζει όλον τον χρόνο στη μοναξιά του, απέναντι από το μοναστήρι του Αναπαυσά. Μόνο το πλήθος των πολύχρωμων μαντιλιών θροΐζει και στην πλέον ανεπαίσθητη πνοή του ανέμου τις ευχές αυτών που τα ανάρτησαν, τελετουργικά, εκεί. Είναι από τα δρώμενα που η ουσία τους βρίσκεται στην ίδια τη ζωή και την παράδοση των ανθρώπων της περιοχής. Ετσι όπως τριγύριζε εκείνος ο παπα-Γιώργης που πάτησε όλα τα κάστρα και όλα τα μοναστήρια, αλλά του Βαρλαάμ δεν μπορούσε με την παλικαριά και μεταχειριζόταν τον δόλο, κράζοντας τον ηγούμενο:
«Κατέβα κάτω γούμενε,
να μας ξομολογήσεις
γιατί ‘χω κάνει κρίματα
κι είμαι κριματισμένος.
Χίλια κοράσια φίλησα
και χίλιες παντρεμένες
και παπαδιές και καλογριές λογαριασμό δεν έχουν».
Αυτοί είναι οι τελευταίοι στίχοι που τραγουδούν οι αναρριχητές από το Καστράκι, οι οποίοι σκαρφαλώνουν στη χάρη του Αϊ-Γιώργη του Μαντιλά, στην κάθετη πλευρά του Αγίου Πνεύματος, ψηλά πάνω από τις κεραμοσκεπές των σπιτιών τους. Κάπου στο βάθος των υπαρχόντων τους και της ψυχής τους, έχουν φυλαχτό ένα τμήμα από το μαντίλι που του αφιέρωσαν την προηγούμενη χρονιά και την επόμενη το μάζεψαν για να κρεμάσουν τα άλλα, και αυτό να το εγκολπωθούν για να τους προστατεύει από κάθε κακό.
Τα Μετέωρα σου κόβουν την ανάσα, ιδιαιτέρως αν παρακολουθείς όσους σκαρφαλώνουν σαν μικροσκοπικά και εύθραυστα έντομα στις κάθετες ή ακόμη και με αρνητική κλίση διαδρομές προς την κορυφή. Ομως εδώ, τώρα, είναι γιορτή. Είναι τα ιερά και τα όσια της κοινότητας. Οι νέοι είναι εδώ, στη ρίζα του βράχου, στις ρίζες τους. Οι μεγαλύτεροι παρακολουθούν τη λειτουργία στο καινούργιο εκκλησάκι, το προσεδαφισμένο στη σκιά του θεόρατου βράχου και της παλιάς σκήτης με την εικόνα του Παντοκράτορα στην οροφή του βραχοσπηλαίου να ευλογεί ακόμη από εκεί, εκτεθειμένος στα στοιχεία της φύσης. Κάποιοι προσπερνούν το εν λειτουργία εκκλησάκι και έρχονται έως την άκρη των σχοινιών για να παραδώσουν στους αναρριχητές το μαντίλι και τη λαμπάδα τους για να την ανεβάσουν στον βράχο. Τους ξέρουν, είναι δικά τους παιδιά. Τους εύχονται και του χρόνου να είναι γεροί και δυνατοί για να ανέβουν ξανά. Και τα παιδιά, καθισμένα στο πρώτο σκαλοπάτι του βράχου, παρακολουθούν και σπουδάζουν την ιεροτελεστία.
Οι αναρριχητές κρεμούν από τη μέση τους τα αφιερώματα. Δένουν μαντίλια στον λαιμό και στα χέρια τους. Την κόκκινη μπαντάνα που δίνω κι εγώ σε έναν αναρριχητή τη δένει στον μηρό του, κοιτάζοντας πάντα προς τα πάνω. Αδράχνει το χοντρό σχοινί που έχουν δέσει την αυγή στην πρώτη ανάβαση και αρχίζει να σκαρφαλώνει με επιδέξιες κινήσεις των χεριών και των ποδιών. Μια παλέτα εξπρεσιονιστή ζωγράφου που φτάνει έως τη σκήτη, όπου την περιμένουν οι άλλοι που έχουν ήδη μαζέψει τα αγιασμένα μαντίλια της προηγούμενης χρονιάς και έχουν αρχίσει να κρεμούν τα καινούργια. Και μετά κι άλλος, κι άλλος, όλοι φορτωμένοι μαντίλια και λευκές λαμπάδες. Αυτοί πραγματοποιούν το τάμα της κοινότητάς τους. Κάποιοι άλλοι έχουν έρθει από μακριά για να εκπληρώσουν το προσωπικό τους τάμα. Ανεβαίνουν για να αφιερώσουν το δικό τους, μόνο, μαντίλι. Είναι η αναρρίχηση που τους ενώνει.
Οι αναρριχητές προχωρούν, και η λειτουργία προχωρά, ώσπου κάποια στιγμή συγχρονίζονται. Οι ψάλτες ψέλνουν τα τελευταία τροπάρια και οι αναρριχητές τραγουδούν το παραδοσιακό τραγούδι του παπα-Γιώργη:
«Σαν δεν τον έχετε ακοή,
ν’ αυτόν τον παπα-Γιώργη
πού ‘ταν μικρός στα
γράμματα, τρανός
στα πινακίδια
και τώρα στα γεράματα
και στις γεραντοσύνες
γυρεύει να πάει
ν’ αρματολός, αρματολός
και κλέφτης».
Αυτό είναι το σύνθημα λήξης της τελετής του Αγίου Μαντιλά. Ενας ένας κατεβαίνουν οι αναρριχητές. Ο τελευταίος λύνει τα σχοινιά και δένει στον πάσσαλο ένα λευκό μαντίλι. Κάτω ο ιερέας σημαίνει απόλυση της λειτουργίας. Οι επίτροποι τεμαχίζουν στο ιερό τα παλιά μαντίλια και τα μοιράζουν στους προσκυνητές μαζί με άρτο, αντίδωρο και ένα παραδοσιακό γλύκισμα από στάρι. Και η λειτουργία συνεχίζεται στην πλατεία στο Καστράκι, όπου όλοι πιάνονται σε έναν μεγάλο κύκλο και με τη συνοδεία της φωνής τους χορεύουν τους δικούς τους χορούς. Πάνω στο Αγιο Πνεύμα τα νέα μαντίλια καθαγιάζονται από τον αέρα, τη βροχή και την αύρα της παράδοσης. Σφίγγω στο χέρι μου το κατακόκκινο, βασανισμένο κομμάτι τού ήδη αγιασμένου και το δένω στη φωτογραφική τσάντα μου. Φυλαχτό μιας αυθεντικής δράσης που πηγάζει κατευθείαν από την ψυχή…

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Μαρτίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ