Υπάρχει μια κατηγορία ήχων σχεδόν άγνωστη για την πλειονότητα των λευκών straight ανδρών. Είναι ο ήχος της ανάσας που κόβεται σε έναν έρημο σκοτεινό δρόμο, το λαχάνιασμα από ένα γρήγορο, αγωνιώδες βάδισμα για να φτάσεις ασφαλής στο σπίτι σου τη νύχτα, το εσωτερικευμένο συνήθως ανάθεμα στο μετρό ή στο φανάρι μιας πολυσύχναστης λεωφόρου, το σφίξιμο των δοντιών στη δουλειά ή στο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου, ο αντίλαλος ενός παρατεταμένου «όχι» που έσβησε σε μια πράξη επιβολής της ανδρικής κυριαρχίας. Αυτός είναι ο ήχος του φόβου –όχι του υπαρξιακού φόβου για τον θάνατο, τον χρόνο και την αρρώστια, ούτε του νευρωσικού φόβου που συμβολοποιείται σε συγκεκριμένα αντικείμενα ή καταστάσεις. Είναι ο γυναικείος φόβος. Αναπόσπαστη, ανείπωτη και επώδυνη πτυχή του συλλογικού μας βιώματος και της συλλογικής μας μνήμης ως γυναίκες. Μας συνοδεύει ακούσια από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής μας, αρχικά μ’ έναν απροσδιόριστο και νεφελώδη τρόπο και στη συνέχεια σχηματοποιείται στη μορφή ενός άνδρα. Μπορεί να είναι ένας συγγενής, ένας συμφοιτητής, ένας εργοδότης ή συνάδελφος, ένας παντελώς άγνωστος στον δρόμο ή στο μπαρ, κάθε άνδρας που παρενοχλεί σεξουαλικά μια γυναίκα. Είναι η αρχετυπική απειλή και συνάμα η επιτομή της μάτσο κουλτούρας και οι περισσότερες, δυστυχώς, έχουμε αντικρίσει κάποια στιγμή το τρομακτικό είδωλό της.
Η συζήτηση για το λεγόμενο «sexual harassment» βρέθηκε ξανά στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος με αφορμή κάποια μελανά περιστατικά, αρχής γενομένης από το σεξιστικό παραλήρημα σε παγκόσμια μετάδοση του Ντόναλντ Τραμπ και τις πλείστες καταγγελίες σεξουαλικής παρενόχλησης εις βάρος του σημερινού Προέδρου των ΗΠΑ, μέχρι τη σιωπηρή «άφεση αμαρτιών» που έδωσε το Χόλιγουντ στον Κέισι Αφλεκ για τις δύο εις βάρος του καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην άβολη στιγμή που η Μπρι Λάρσον διεκπεραίωσε την απονομή του Οσκαρ για τον α’ ανδρικό ρόλο. Δίπλα σ’ αυτά πρέπει να συμπληρωθεί η υπόθεση της Uber. Η Σούζαν Φάουλερ, πρώην εργαζόμενη της εταιρείας, κατήγγειλε δημόσια πως έγινε στόχος sexual harassment από τον μάνατζέρ της. Η ίδια, προτού προχωρήσει στην κοινοποίηση του γεγονότος, απευθύνθηκε στο Τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού της εταιρείας, το οποίο αρνήθηκε να τιμωρήσει τον δράστη με την αιτιολογία ότι είχε υψηλές επιδόσεις και ότι ήταν το «πρώτο του σφάλμα». Μετά το δημόσιο διάβημα της Φάουλερ και την επανεργοποίηση του κινήματος #DeleteUber η εταιρεία ανακοίνωσε ότι προσλαμβάνει τον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης των ΗΠΑ Ερικ Χόλντερ προκειμένου να διερευνήσει την καταγγελία και να συμβάλει στη διαμόρφωση ενός ευνοϊκότερου περιβάλλοντος για τις γυναίκες.
Βέβαια, αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ο γυάλινος και high-tech κόσμος της Σίλικον Βάλεϊ τραντάζεται από ένα σκάνδαλο σεξουαλικής παρενόχλησης. Κολοσσοί της υψηλής τεχνολογίας όπως η Apple και η Google έχουν κατηγορηθεί κατά καιρούς για την αναπαραγωγή ενός σεξιστικού εργασιακού περιβάλλοντος που ευνοεί τη σεξουαλική παρενόχληση και τις έμφυλες διακρίσεις. Σε μια έρευνα που διεξήχθη σε δείγμα 200 εργαζόμενων γυναικών σε εταιρείες τεχνολογίας, το 60% δήλωσε πως αντιμετώπισε ανεπιθύμητες σεξουαλικές προκλήσεις, ενώ μία στις τρεις δήλωσε πως φοβόταν για την προσωπική της ασφάλεια. Η βρετανική εφημερίδα «The Guardian» έφερε στο φως της δημοσιότητας και μια σειρά στοιχείων που φανέρωσαν τις επιδημικές διαστάσεις της σεξουαλικής παρενόχλησης και της έμφυλης βίας στα βρετανικά πανεπιστήμια. Σύμφωνα με αυτά, σε διάστημα έξι ετών καταγράφονται 300 τέτοιες συμπεριφορές εργαζομένων, οι οποίες στην πλειονότητά τους είτε αποσιωπήθηκαν από τα ίδια τα θύματα υπό τον φόβο των επιπτώσεων στις σπουδές ή τις καριέρες τους είτε επιδιώχθηκε μια εξωδικαστική συμβιβαστική «λύση» εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Σαφώς και η σεξουαλική παρενόχληση δεν είναι ένα πρόβλημα που ευδοκιμεί στον αγγλοσαξονικό κόσμο. Είναι μια κανονικοποιημένη μορφή έμφυλης βίας που υπάρχει παντού, σε κάθε χώρα, στην ιδιωτική και τη δημόσια σφαίρα. Ωστόσο, παραμένει εξαιρετικά δύσκολο να καταγραφεί, αφενός γιατί τα θύματα δεν προχωρούν συχνά σε καταγγελία του γεγονότος, αφετέρου γιατί ενδεχομένως δεν αναγνωρίζεται ούτε προσλαμβάνεται υποκειμενικά ως τέτοια, αντανακλώντας τις εδραιωμένες κοινωνικές αντιλήψεις για την «αρρενωπότητα» και τη «θηλυκότητα». Ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης (FRA) κατέγραψε για το 2014 το φαινόμενο στην Ελλάδα σε ποσοστό 15% και στη Δανία σε ποσοστό 37%. Αυτό προφανώς δεν υποδεικνύει μεγαλύτερη συχνότητα συμβάντων στη Δανία από ό,τι στη χώρα μας, αλλά πιθανότατα αντικατοπτρίζει μια διάχυτη σεξιστική κουλτούρα, όπου οι συμπεριφορές επιθετικής αρρενωπότητας είναι τόσο βαθιά ριζωμένες, ώστε να θεωρούνται αυτονόητες.
«Η αναγνώριση της σεξουαλικής παρενόχλησης –όπως και άλλων μορφών βίας –από τα ίδια τα θύματα ως παρενοχλητικής ή προσβλητικής συμπεριφοράς συνδέεται άμεσα με υποκειμενικούς αλλά και κοινωνικούς παράγοντες» επισημαίνει στο ΒΗΜΑgazino η Ειρήνη Αγαθοπούλου, πρόεδρος του Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας (ΚΕΘΙ). «Συχνά τα θύματα της σεξουαλικής παρενόχλησης δεν προχωρούν σε καταγγελία είτε επειδή φοβούνται είτε επειδή θεωρούν «φυσιολογική» μια παρενοχλητική συμπεριφορά στο πλαίσιο των έμφυλων ρόλων.Παρά τα σημαντικά βήματα προόδου που έχουν γίνει στη χώρα μας, σε επίπεδο ευαισθητοποίησης και παροχής υποστηρικτικών υπηρεσιών για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών, τα έμφυλα στερεότυπα και «πρότυπα» παραμένουν ισχυρά. Μία περιήγηση στο Διαδίκτυο ή στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (διαφημίσεις, εκπομπές, τηλεοπτικές σειρές) είναι αρκετή για να διαπιστώσει κανείς ότι οι παραδοσιακές αντιλήψεις καλά κρατούν και συχνά –ακόμη και με την επίφαση του «χιούμορ» –ενισχύουν ή «νομιμοποιούν» βίαιες συμπεριφορές. Τα παραδείγματα, δυστυχώς, είναι πολλά. Αξίζει να σας αναφέρω ότι πρόσφατα μετά την έντονη αντίδρασή μας για μια διαφήμιση που παρακινούσε στην άσκηση έμφυλης βίας, δεχτήκαμε επιθέσεις για έλλειψη χιούμορ και κατηγορηθήκαμε για λογοκρισία. Η εμπειρία μας από τη λειτουργία των Συμβουλευτικών Κέντρων και τα περιστατικά που καθημερινά διαχειρίζονται οι σύμβουλοί μας δεν μας επιτρέπουν να αντιμετωπίσουμε αλλιώς, παρά μόνο με σοβαρότητα, το φαινόμενο της βίας κατά των γυναικών».
Πριν από λίγο καιρό, εργαζόμενη σε δημόσια υπηρεσία στη Ζάκυνθο κατήγγειλε τον προϊστάμενό της για λεκτικές επιθέσεις σεξουαλικού περιεχομένου εις βάρος της που διήρκεσαν δυόμισι χρόνια. Οταν η ίδια αντέδρασε, τιμωρήθηκε με εκδικητική αλλαγή θέσης εργασίας. Αυτή ήταν η δεύτερη καταγγελία που έγινε σε βάρος του συγκεκριμένου προσώπου. Μια αντίστοιχη υπόθεση χειρίζεται και η Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στην Ηλεία, όπου μαθήτριες κατήγγειλαν ότι δέχθηκαν σεξουαλική παρενόχληση από τον καθηγητή τους, ενώ αρκετά αποκαλυπτικές ήταν και οι μαρτυρίες εργαζομένων στην πρεσβεία της Βενεζουέλας για την επιθετική και κακοποιητική συμπεριφορά του πρώην πρέσβη της χώρας. Το κοινό νήμα που διαπερνά όλες αυτές τις περιπτώσεις και πολύ περισσότερες που παραμένουν αθέατες είναι η ύπαρξη μιας ανδρικής εξουσίας που επιδιώκει να επεκτείνει τα όρια της κυριαρχίας της στο ίδιο το γυναικείο σώμα και τον γυναικείο ψυχισμό.
Η Ποθητή Χαντζαρούλα, ιστορικός στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου με σπουδαίο ερευνητικό έργο στη γυναικεία εργασία, αναδεικνύει μια υποφωτισμένη όψη της σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης, αυτή που συντελείται στο φάσμα της οικιακής εργασίας: «Η έμμισθη οικιακή εργασία αποτέλεσε τον κατεξοχήν εργασιακό χώρο στον οποίο εκδηλώθηκαν αυτές οι σχέσεις εξουσίας αλλά και η ίδια η μορφή αυτή απασχόλησης ήταν για το ευρωπαϊκό φαντασιακό γεμάτη σεξουαλικά νοήματα. Η μορφή της οικιακής εργαζόμενης –της «υπηρέτριας» –στον ελληνικό κινηματογράφο αποτυπώνει και τοποθετεί τις έμφυλες και ταξικές διχοτομίες που διαπερνούσαν την ελληνική κοινωνία στο πλαίσιο του αστικού νοικοκυριού. Με βάση αυτές τις διχοτομίες οι κυρίες και εργοδότριες τοποθετούνται στον θετικό πόλο και ως προς την κοινωνική θέση και ως προς τη θηλυκότητα (μητέρα-Παναγία), ενώ οι εργάτριες στον αρνητικό πόλο (και γίνονται τα κατεξοχήν σεξουαλικά αντικείμενα). Αυτό το φαντασιακό που αποτελεί μια ιδεολογική κατασκευή έχει τη δύναμη να εμφανίζεται μέσα από τους λόγους και τις αναπαραστάσεις της κυρίαρχης τάξης ως φυσικό. Οι σχέσεις εξουσίας συσκοτίζονται και γίνονται «νόρμα»».
Το sexual harassment είναι μια έκφανση της σεξουαλικής βίας, απόρροια της ανισότητας και των πατριαρχικών δομών των σύγχρονων κοινωνιών που ακουμπά στο υπόβαθρο της κουλτούρας του βιασμού. Ενας όρος βγαλμένος από τις φεμινιστικές επεξεργασίες της δεκαετίας του ’70, όπου ο βιασμός αναγνωρίστηκε ως πράξη βίας που συνδέεται με την εξουσία της πατριαρχίας και τη δομική ανισότητα και όχι με τη βολικά βαφτισμένη «σεξουαλική ορμή» των ανδρών, και στηλιτεύτηκε η λογική απενεχοποίησης και ανοχής της σεξουαλικής βίας. Ο βιασμός, παρότι αποτελεί την πιο οριακή εκδοχή αντικειμενοποίησης και ταπείνωσης του ανθρώπινου σώματος, εν τούτοις είναι το μοναδικό έγκλημα όπου διαπομπεύεται το θύμα και όχι ο δράστης. Αν αναλογιστούμε, ποτέ κανένας εισαγγελέας –επίσημος ή από αυτούς που κυκλοφορούν στα τηλεπαράθυρα και τα καφενεία – δεν ρώτησε τι φορούσε ο βιαστής όταν τέλεσε το έγκλημά του, όλοι επιμένουν να ρωτούν τι φορούσε το θύμα, αν είχε πιει, αν φλέρταρε με τον δράστη, αν είχε έντονη σεξουαλική ζωή. Δεν είναι τυχαίο ότι αποτελεί το έγκλημα με τις λιγότερες καταδίκες (μόλις 2%-3% σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ευρωπαϊκού Δικτύου κατά της Βίας). Οι δικαστές δεν αναζητούν τεκμήρια για την ενοχή του δράστη αλλά για την αξιοπιστία του θύματος. Μια γυναίκα που έχει βιαστεί γίνεται πιστευτή μόνο στον βαθμό που περιβάλλεται από τα συμφραζόμενα του «άσπιλου βίου» και που φέρει ορατά και βαριά τραύματα στο σώμα της για να αποδείξει ότι πάλεψε μέχρι θανάτου με τον βιαστή της.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Αστυνομίας, στην Ελλάδα το 2015 καταγράφηκαν 122 βιασμοί και 54 απόπειρες, ενώ το 2016 134 βιασμοί και 64 απόπειρες. Μελέτη του διεθνούς οργανισμού Equality Now κατατάσσει την Ελλάδα στις χώρες όπου το νομοθετικό πλαίσιο αφήνει απροστάτευτα τα θύματα βιασμού. Ακόμη πιο σοκαριστικό, όμως, είναι αυτό που συμβαίνει σε επίπεδο κοινωνικής συνείδησης, αφού πρόσφατη έρευνα για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης έδειξε ότι το 27% των Ευρωπαίων και το 32% των Ελλήνων αποδέχεται τον βιασμό «υπό ορισμένες συνθήκες» (αν το θύμα φορούσε «προκλητικά ρούχα», αν ήταν υπό την επήρεια μέθης κ.λπ.) που αναμοχλεύουν τα πιο αναχρονιστικά στερεότυπα για τη γυναικεία ταυτότητα. Και ίσως η πιο ντροπιαστική έκφραση αυτού του σκοταδιστικού και μισογυνικού κομματιού της ελληνικής κοινωνίας ήταν το 2006 στην Αμάρυνθο, όταν η δεκαπεντάχρονη μαθήτρια από τη Βουλγαρία κατήγγειλε τον ομαδικό βιασμό της στο σχολείο από τέσσερις συμμαθητές της που βιντεοσκοπούσαν ταυτόχρονα το έγκλημά τους και στο δικαστήριο βρέθηκαν 40 μάρτυρες της τοπικής κοινωνίας να καταθέτουν υπέρ των κατηγορουμένων και μόνο η μητέρα του θύματος να καταθέτει υπέρ της.
Στο πλαίσιο αυτό συγκροτήθηκε πριν από έναν χρόνο η ομάδα SexHarassMap με αντικείμενο την καταγραφή του προβλήματος της σεξουαλικής παρενόχλησης και της έμφυλης βίας στην Ελλάδα: «Στόχος του χάρτη είναι να συγκεντρώσει όποια περιστατικά έχουν συμβεί στην Ελλάδα και έχουν πέσει στην αντίληψή μας. Και αυτό γιατί νιώθουμε ότι έτσι ίσως η καταγραφή τους τα κάνει επιτέλους πιο ορατά. Είναι μια βία για την οποία είτε δεν μιλάμε είτε μιλάμε σαν να είναι κάτι που συμβαίνει κάπου αλλού, έξω από εμάς και όχι σε εμάς. Τα αποτυπώνουμε, λοιπόν, στον χάρτη για να αναδείξουμε πόσο συχνή και παρούσα είναι αυτή η βία. Η συχνότητα με την οποία εμφανίζονται αυτά τα περιστατικά καταδεικνύει το γεγονός ότι η έμφυλη βία δεν είναι έγκλημα κάποιου τρελού ή αρρώστου αλλά έγκλημα που γίνεται από άνδρες καθημερινούς, άνδρες της διπλανής πόρτας. Παρόλο που η καταγραφή που κάνουμε δεν είναι επαγγελματική αλλά καθαρά ερασιτεχνική, αυτή τη στιγμή έχουμε 141 περιστατικά στον χάρτη. Τα περιστατικά αυτά τα αναζητούμε είτε στα media και στις ανακοινώσεις της Αστυνομίας είτε μας τα στέλνουν ανώνυμα. Συζητώντας με φίλες, συγγενείς, γνωστές, διαπιστώνουμε συνέχεια πόσο συχνά βιώνουμε τη σεξιστική βία. Μια βία στην οποία πολλές φορές είμαστε ανήμπορες να αντιδράσουμε. Γι’ αυτό, έστω και αυτή η ερασιτεχνική καταγραφή είναι τόσο σημαντική για εμάς. Γιατί η καταγγελία είναι αντίδραση» αναφέρουν στο ΒΗΜΑgazino.
Αυτή είναι η ιστορία της ζωής μας, ο τρόπος με τον οποίο γαλουχηθήκαμε, προερχόμενες είτε από συντηρητικά είτε από φιλελεύθερα οικογενειακά περιβάλλοντα, να προσέχουμε, ακρωτηριάζοντας ένα μέρος της επιθυμίας και της ελευθερίας μας, ώστε να μη γίνουμε θύματα βίας, να κουβαλάμε ένα προπατορικό σημάδι ενοχής, να προσπερνάμε τις προσβολές, να εσωτερικεύουμε τον πόνο. Oλη η στρατηγική πρόληψης της έμφυλης βίας είναι προσηλωμένη στο να εκπαιδεύει τις γυναίκες να αποφεύγουν την παρενόχληση, την κακοποίηση, τον βιασμό. Και αν η απειλή πάλι βρει τρόπους να ξεγλιστρήσει –όπως πάντα βρίσκει –να μάθουμε να ανασυγκροτούμε μοναχικά και κοπιαστικά τις ξεθεμελιωμένες υποκειμενικότητές μας ή να συμβιβαζόμαστε με την εξαναγκαστική συμβίωση με τον φόβο και τις προσβολές για να μην αναστατώσουμε την εγκατεστημένη ασυμμετρία της πυρηνικής οικογένειας, της εκπαίδευσης, της εργασίας, της θρησκείας, της πολιτικής. Eνα ειλικρινές διάβημα ισότητας οφείλει την απόλυτη αντιστροφή: να εκπαιδεύσει τους άνδρες να μην παρενοχλούν, να μην κακοποιούν, να μη βιάζουν. Και όταν το κάνουν να τιμωρούνται.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Μαρτίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ