«Πουθενά δεν είσαι περισσότερο ξένος απ’ όσο στη Γαλλία» έγραφε η φιλόσοφος και ψυχαναλύτρια Τζούλια Κρίστεβα περιγράφοντας τις διαδικασίες συγκρότησης του μετα-αποικιακού υποκειμένου στην πατρίδα του Διαφωτισμού. Ναι, στη Γαλλία είσαι ξένος. Μπορεί να έχεις γεννηθεί εκεί, μπορεί και οι γονείς σου να γεννήθηκαν εκεί, αλλά αν κουβαλάς το σημάδι της φυλετικής, εθνοτικής ή πολιτισμικής ετερότητας, παραμένεις ξένος και πέφτεις σε ένα παραπέτασμα ανυποληψίας. Πρόκειται για την πιο σκληρή αλήθεια και την πιο ενεργή αντίφαση της γαλλικής δημοκρατίας, βολικά αποσιωπημένη για πολλά χρόνια, που διαχύθηκε με απρόσμενη εκρηκτικότητα στη δημόσια σφαίρα πρώτη φορά το 2005. Εκτοτε επανέρχεται με παρατεταμένες σιωπές και σποραδικές αναφλέξεις, όπως αυτές που παρακολουθήσαμε στο timeline μας και τα διεθνή δίκτυα τις δύσκολες και πυκνές ειδησεογραφικά ημέρες του Φεβρουαρίου.
Στις αρχές του περασμένου μήνα ο Τεό, ένας νεαρός αφρικανικής καταγωγής, κατήγγειλε τον βασανισμό και τη σεξουαλική κακοποίησή του από τρεις αστυνομικούς μετά τη βίαιη προσαγωγή του στο Ολνέ-σου-Μπουά. Οι ταραχές που ακολούθησαν και οι σχεδόν καθημερινές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας αναψηλάφησαν τον προβληματισμό για το άλυτο ζήτημα των προαστίων του Παρισιού υπό το πρίσμα των αντιτιθέμενων μετασχηματισμών που βιώνει η γαλλική κοινωνία με την άνοδο του ριζοσπαστικού Ισλάμ, την άνοδο της ισλαμοφοβίας και την επαπειλούμενη επέλαση του ακροδεξιού λαϊκισμού, όπως αυτός κεφαλαιοποιείται στην υποψηφιότητα της Μαρίν Λεπέν για τις προσεχείς προεδρικές εκλογές.
Το Ολνέ-σου-Μπουά γειτνιάζει με το Κλισί-σου-Μπουά, εκεί που φτιάχτηκε η πρώτη μολότοφ το 2005 μετά τον θάνατο του Ζιέντ Μπενά και του Μπουνά Τραορέ από ηλεκτροπληξία στην προσπάθειά τους να διαφύγουν από μια αστυνομική επιχείρηση. Συγκαταλέγονται και τα δύο στα περιβόητα γαλλικά banlieues… εκεί που η Πόλη του Φωτός βουλιάζει στο σκοτάδι, για την ακρίβεια στο αποπνικτικό γκρίζο που περιβάλλει τα πάντα και αντικατοπτρίζεται από τα τσιμεντένια κλουβιά στα βλέμματα των ανθρώπων. Οι χαρακτηριστικές παριζιάνικες σοφιτούλες απαράμιλλου στυλ και τα φινετσάτα μπιστρό της πρωτεύουσας αντικαθίστανται από θηριώδη κτίρια και διάσπαρτα βρώμικα γηπεδάκια. Το γαλλικό chanson εναλλάσσεται με έναν γρήγορο, κοφτό και μονίμως οργισμένο ραπ ήχο. Η λαλίστατη γαλλική λογοτεχνία επισκιάζεται από τον αντίλαλο μιας πολυεθνικής υπόκωφης κραυγής. Αυτή είναι η φυσική σκηνογραφία του «Μίσους», της ταινίας που προφητικά σκηνοθέτησε το 1995 ο Ματιέ Κασοβίτς απέναντι σε ένα κοινό που για πολλά χρόνια μετά επέμενε να ψελλίζει «Jusqu’ici tout va bien» (Μέχρις εδώ, όλα καλά).
Ετυχε να επισκεφθώ μερικές φορές τα γαλλικά προάστια. Σάστισα την πρώτη φορά που πληροφορήθηκα την εξωφρενική σχολική ταξινόμηση (υπάρχουν ειδικά σχολεία στα προάστια για παιδιά που έχουν επιλεγεί ως κακοί μαθητές), διαισθάνθηκα την αυτοκριτική πίκρα του Αλέν Κριβίν –ενός από τους ηγέτες του Μάη του ’68 –όταν παραδεχόταν ότι «η Αριστερά απέτυχε να χτίσει δεσμούς με τους νέους στα γκέτο» και την απογοήτευση των καθηγητών στο Paris 8 που στεγάζεται στο Σεν Ντενί –τη γειτονιά με τις 85 κοινότητες που βυθίστηκε στη βία με τις επιθέσεις τον Νοέμβριο του 2015 –όταν μου εξηγούσαν ότι στο πανεπιστήμιο υπάρχουν φοιτητές από όλη τη Γαλλία, εκτός από τα προάστια.
Αυτό, όμως, που με σόκαρε κάθε φορά που πήγαινα ήταν η σπαρακτική ακινησία των νέων. Αποκομμένοι από την αγορά εργασίας και από το εκπαιδευτικό σύστημα, καχύποπτοι απέναντι στην Αστυνομία και τον Τύπο, βολοδέρνουν αδιάφορα σε μια αυστηρά οριοθετημένη χωροταξική ζώνη. Παρότι το κέντρο του Παρισιού απέχει καμιά δεκαπενταριά χιλιόμετρα, πολλοί δεν το έχουν επισκεφτεί ποτέ. «Τα γαλλικά γκέτο δεν είναι σαν τα αμερικανικά. Η ψυχολογική απόσταση ανάμεσα στο Γκρινί και τα Ηλύσια Πεδία φαντάζει πιο απροσπέλαστη από ό,τι ανάμεσα στο Μπρονξ και στην Τάιμς Σκουέρ» έγραφε ο Τζορτζ Πάκερ στον «New Yorker» αναλύοντας τη συμβολική και υλική απομόνωση των προαστίων που προσιδιάζει σε ένα ιδιότυπο απαρτχάιντ της République.
Τα γαλλικά προάστια οικοδομήθηκαν σε αυτή τη φιλοσοφία. Συγκροτήθηκαν με αυτή τη μορφή στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το γαλλικό κράτος χρειαζόταν φθηνά εργατικά χέρια για την ανοικοδόμηση της χώρας και τα βρήκε σε χιλιάδες μετανάστες προερχόμενους κυρίως από τις πρώην γαλλικές αποικίες. Στον απόηχο του μοντερνιστικού κινήματος της αρχιτεκτονικής με κύριο εκπρόσωπο τον Λε Κορμπιζιέ που πρέσβευε ότι «κάθε λειτουργία χρειάζεται τον δικό της χώρο και κάθε χώρος πρέπει να υπηρετεί μια λειτουργία», χτίστηκαν στο περιθώριο της πρωτεύουσας τεράστιες ομοιόμορφες και καταθλιπτικές τσιμεντουπόλεις για να στεγάσουν με χαμηλό ενοίκιο χιλιάδες μετανάστες. Απόρροια μιας βαθιά τεχνοκρατικής αντίληψης για τη διαμόρφωση του αστικού ιστού, οι διαβόητες γαλλικές cités, απογυμνωμένες από οποιαδήποτε κοινωνική δραστηριότητα, χωρίς ίχνη ιστορικής μνήμης, χωρίς δυνατότητα παρέμβασης των ίδιων των κατοίκων, χωρίς εκπλήξεις και ξαφνιάσματα που θα μπορούσαν να διασαλεύσουν την άχρωμη ρουτίνα, κατέληξαν σύμβολα και υπομνήσεις μαζί του φυλετικού διαχωρισμού.
«Τι μπορεί να ελπίζει ένας νέος που γεννιέται σε μια γειτονιά χωρίς ψυχή, που ζει σ’ ένα κτίριο άσχημο, περιτριγυρισμένο από άλλες ασχήμιες, από γκρίζους τοίχους, σ’ ένα γκρίζο τοπίο για μια γκρίζα ζωή, έχοντας ολόγυρά του μια κοινωνία που προτιμά να αποστρέφει το βλέμμα και δεν παρεμβαίνει παρά μόνο όταν πρόκειται να θυμώσει, να απαγορεύσει;» αναρωτιόταν δημόσια το 1990 ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Μιτεράν. «Τίποτα» είναι η απάντηση, όπως τα μπλουζάκια που φορούσαν οι νέοι των προαστίων τις ημέρες του 2005: «Θάνατος για το τίποτα». Η Γαλλία πλέον δεν χρειάζεται τόσο πολλά φθηνά εργατικά χέρια, το κοινωνικό κράτος συρρικνώνεται, μαζί και οι επιδοτήσεις για την απασχόληση των νέων στα προάστια. Αυτοί οι τελευταίοι έμειναν εξοστρακισμένοι σε μια λησμονημένη πολεοδομική ζώνη, να τσαλαβουτάνε στη μιζέρια, να εκτρέπονται σε δίκτυα παραβατικότητας, να μπαίνουν στις περιστρεφόμενες πόρτες των φυλακών, να υφίστανται την αστυνομική αυθαιρεσία.
Οι ταραχές του 2005 αναστάτωσαν και ενεργοποίησαν λίγο το κράτος. Ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ από το 2012 που ανέλαβε τα καθήκοντά του επισκέφθηκε περίπου τριάντα φορές τα προάστια, τελευταία φορά πριν από λίγες ημέρες. Πήγε να δει στο νοσοκομείο τον 22χρονο Τεό, το πιο πρόσφατο θύμα της αστυνομικής βίας, και να στείλει ένα νεύμα έγνοιας και συμπερίληψης. Την τελευταία δεκαετία έχουν δαπανηθεί περίπου 48 δισ. ευρώ για την ανοικοδόμηση κατοικιών και τη βελτίωση της εικόνας των προαστίων. Παρ’ όλα αυτά, οι όροι της καταπίεσης των νέων και η κουλτούρα της γκετοποίησης δεν έχουν εξαλειφθεί. Αντίθετα, ορισμένες όψεις αυτής της καταπίεσης έχουν επιδεινωθεί από την οικονομική κρίση. Το εισόδημα στα προάστια είναι κατά 56% χαμηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο, η ανεργία διπλάσια από το εθνικό ποσοστό του 10% και στους νέους 12-24 ετών ξεπερνά το 40%. Στο Γκρινί, τρία στα πέντε παιδιά ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Σύμφωνα με κοινή μελέτη των Πανεπιστημίων του Στάνφορντ, του Σαν Ντιέγκο και της Σορβόννης για την αγορά εργασίας στη Γαλλία, ένας υποψήφιος για δουλειά έχει δυόμισι φορές λιγότερες πιθανότητες να κληθεί εάν το όνομά του έχει αραβικά ή βορειοαφρικανικά χαρακτηριστικά και η διεύθυνσή του υποδεικνύει ως τόπο διαμονής τα banlieues.
Οι αιματηρές επιθέσεις του 2015 στο σατιρικό περιοδικό «Charlie Hebdo» και στη συνέχεια στο Bataclan ήταν μια τομή για τη γαλλική κοινωνία, για τον ευρωπαϊκό Τύπο, αλλά και για την πολυπληθέστερη μουσουλμανική κοινότητα της Ευρώπης. Στη Γαλλία ζουν περίπου 5 εκατομμύρια μουσουλμάνοι, που αντιστοιχούν στο 7,5% του πληθυσμού της χώρας. Από ένα τμήμα των ανθρώπων που μετέχουν στον δημόσιο λόγο επιχειρήθηκε μια εργαλειακή αξιοποίηση του τραυματικού συμβάντος μέσα από συσκοτίσεις, απλουστεύσεις και ανυπόστατες εξισώσεις με σκοπό να εμπεδωθεί το στερεότυπο του βίαιου και φανατικού μουσουλμάνου και να ενσταλαχθεί η πολιτική του φόβου απέναντι στην ετερότητα. Η ισλαμοποίηση της Ευρώπης και δη της Γαλλίας είναι το νέο σκιάχτρο της πολιτικής και θρησκευτικής ζωής. Οι νέοι στα γκέτο τέθηκαν στο επίκεντρο αυτής της ρητορικής. Η καχυποψία και οι διακρίσεις απέναντί τους εντάθηκαν. Βρέθηκαν στη θέση του εσαεί απολογούμενου για κάτι που δεν έκαναν, ούτε διανοήθηκαν.
Οι επιθέσεις σε μουσουλμάνους και τζαμιά σημείωσαν αύξηση κατά 70%.
Από την άλλη, υπάρχει μια άβολη αλήθεια η οποία αφορά την αυξανόμενη έλξη που ασκεί η ισλαμική τρομοκρατία σε νέους μουσουλμάνους οι οποίοι γεννήθηκαν και γαλουχήθηκαν σε δυτικά κράτη. Σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε η εταιρεία υπηρεσιών ασφαλείας Soufan, περίπου 1.800 άνθρωποι εγκατέλειψαν τη Γαλλία για να ενταχθούν στο ISIS και σε άλλες παραστρατιωτικές τζιχαντιστικές οργανώσεις στη Συρία και στο Ιράκ. Με αφορμή περιπτώσεις όπως αυτές του Αμεντί Κουλιμπαλί (συνεργάτη των Σαΐντ και Σερίφ Κουασί και δράστη της επίθεσης στο εβραϊκό παντοπωλείο), ο οποίος μεγάλωσε στο τρομακτικό οικοδομικό συγκρότημα Grande Borne στο Γκρινί, του Ομάρ Ισμαήλ Μοστεφάι και του Σαμί Αμιμούρ που επιτέθηκαν στο Bataclan και μεγάλωσαν στο Κουρκουρόν και το Ντρανσί αντίστοιχα, επιδιώκεται μια ευθεία συσχέτιση των προαστίων με τον ισλαμικό εξτρεμισμό και μια συλλήβδην ποινικοποίηση των νεαρών μουσουλμάνων. Ωστόσο, σύμφωνα με την ανάλυση των διαθέσιμων στοιχείων, προκύπτει ότι η πλειονότητα των Γάλλων που ασπάστηκαν την ισλαμική τρομοκρατία προέρχεται από τη μεσαία τάξη της Γαλλίας. Υπάρχει ένα μικρότερο ποσοστό νέων που όντως ριζοσπαστικοποιήθηκαν στα προάστια και κυρίως στις φυλακές, όπου το μουσουλμανικό στοιχείο αγγίζει το 60%.
Ενδεχομένως, λοιπόν, για κάποιους νέους των προαστίων παραγκωνισμένους από την εξουσία και την κοινωνία, το ISIS και οι φορείς του ισλαμικού εξτρεμισμού να αποτελούν μια εναλλακτική, μια δομή που προσφέρει ταυτότητα και δύναμη, ένα σύνολο στο οποίο μπορούν να ανήκουν και ένα εργαλείο να επανανοηματοδοτήσουν τη ζωή τους. Ο Φαράντ Κοσροκαβάρ, κοινωνιολόγος ιρανικής καταγωγής που μελέτησε το φαινόμενο ριζοσπαστικοποίησης των νέων μουσουλμάνων στις γαλλικές φυλακές, το κωδικοποίησε ως «διαδικασία αναγέννησης για τα υποκείμενα». Για ορισμένους νέους, καταδικασμένους από τη γέννησή τους σε μια συνθήκη βασανιστικής ανίας, η ένταξη σε εξτρεμιστικές ομάδες λειτουργεί ως περιπέτεια με αποκαλυπτική διάσταση.
Εντούτοις, ο αβίαστος στιγματισμός των προαστίων ως «φυτώριο τρομοκρατών» δεν είναι απλά ανυπόστατος, είναι πρωτίστως επικίνδυνος. Επιτείνει τις συνθήκες απομόνωσης και διακρίσεων, δημιουργεί τις προϋποθέσεις ριζοσπαστικοποίησης και ρίχνει νερό στον μύλο της Ακροδεξιάς. Ο «Economist» σε σχετική αρθρογραφία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ίδιοι οι ισλαμιστές τρομοκράτες προσπαθούν να αποδείξουν ότι η Δύση αναθεματίζει συνολικά όλους τους μουσουλμάνους για να δικαιώσουν τα εγκλήματά τους και καλεί τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να μην υποπέσουν στις μακάβριες φαντασιώσεις τους. Ενώ το περιοδικό «Time» υποστηρίζει ότι δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε το πρόβλημα των τζιχαντιστών στη Γαλλία αποσυνδεδεμένο από τα ιστορικά συμφραζόμενα της αποικιοκρατίας και τις σύγχρονες συνθήκες διαβίωσης στα προάστια. Σε αυτές οι νέοι παραμένουν πάντα τα «παιδιά των αποικιών» που υπάρχουν μέσω του αποκλεισμού τους, στερεοτυποποιημένες φιγούρες που δεν χωράνε στο καλούπι του δυτικού ουμανισμού, σπανίως υποκείμενα δικαιωμάτων, συνηθέστερα αντικείμενα προκαταλήψεων και ακροδεξιάς στρατηγικής.
Αν στις ταραχές του 2005 χτίστηκε το πολιτικό προφίλ του Νικολά Σαρκοζί ως του σκληροτράχηλου και αγέρωχου υπουργού Εσωτερικών που επέβαλε την τάξη διά της καταστολής στα φλεγόμενα προάστια, η σημερινή συγκυρία που συνδυάζει την ένταση στα προάστια με τον κίνδυνο του ισλαμικού εξτρεμισμού και το διογκούμενο ρεύμα του ευρωσκεπτικισμού προσφέρει ένα ιδανικό χάος για την επικεφαλής του Εθνικού Μετώπου Μαρίν Λεπέν.
Με την κλεψύδρα να αδειάζει σιγά σιγά για την εκλογική αναμέτρηση του προσεχούς Απριλίου, σε μια προεκλογική εκστρατεία που χαρακτηρίζεται ως η πιο «βρώμικη» των τελευταίων ετών, με απανωτά σκάνδαλα, η Λεπέν προπορεύεται στις δημοσκοπήσεις με τις ελπίδες όλων να εναπόκεινται στα αντανακλαστικά του δεύτερου γύρου. Η υποψήφια της Ακροδεξιάς που υποστήριξε «από θέση αρχής» –όπως είπε –την Αστυνομία στο περιστατικό ξυλοδαρμού και σεξουαλικής κακοποίησης του Τεό και εισηγήθηκε την απαγόρευση των διαδηλώσεων, πριμοδοτεί μια σκληρή αντιμεταναστευτική και μισαλλόδοξη ατζέντα στα πρότυπα του Ντόναλντ Τραμπ, συνομιλεί με τον γαλλικό σοβινισμό και χαϊδεύει επιδέξια το διαρκές ταμπού της αποικιοκρατίας.
Και αν ο δημοκρατικός κόσμος υποτιμούσε μέχρι πρότινος τον κίνδυνο της Ακροδεξιάς, η εκλογή του 45ου αμερικανού Προέδρου ήρθε να επιβεβαιώσει με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο ότι η Ιστορία έχει ακόμη πολλές στροφές μπροστά της και κάποιες μπορεί να αποδειχθούν ολότελα ολισθηρές και απρόβλεπτες. Μια ενδεχόμενη επικράτηση της Μαρίν Λεπέν δεν θα επηρεάσει αρνητικά μόνο τους νέους στα προάστια και τους μουσουλμάνους της χώρας, θα αναδιατάξει πλήρως τον συσχετισμό δυνάμεων στην Ευρώπη και στον δυτικό κόσμο. Σε μια Ευρώπη βαλλόμενη από την Αυστρία μέχρι την Ολλανδία και από την Ουγγαρία μέχρι τη Μεγάλη Βρετανία, το Παρίσι με τις ανοιχτές πληγές του είναι βαρόμετρο για την επόμενη ημέρα. Επιστρέφοντας, λοιπόν, στον Κασοβίτς, τώρα που πολύ καθυστερημένα διαπιστώσαμε ότι μέχρις εδώ τίποτα δεν πήγαινε καλά, παρακολουθούμε μουδιασμένοι την πτώση και ελπίζουμε απλά σε μια ήπια πρόσκρουση.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 5 Μαρτίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ