ΟΜεσότοπος είναι ένα μικρό, τυπικό χωριό, περίπου 950 κατοίκων, στα δυτικά της Λέσβου. Απέχει 74 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα του νησιού και είναι χτισμένο αμφιθεατρικά σε έναν λόφο με θέα το Αιγαίο. Στην ίδια περιοχή εικάζεται πως υπήρχε προϊστορικός οικισμός. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία και τη γεωργία.
Κάθε Κυριακή της Aπόκρεω, εδώ και πολλά χρόνια (κανείς δεν μπορούσε να μου προσδιορίσει πόσα), ο δραστήριος Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού διοργανώνει καρναβαλικές εκδηλώσεις που συμπεριλαμβάνουν απλοϊκά, σατιρικά σκετσάκια και παρλάτες, στις οποίες συμμετέχουν κατά κανόνα οι μαθητές των σχολείων και οι νεότεροι από τους κατοίκους του χωριού.
Στο τέλος των εκδηλώσεων εμφανίζεται μια ομάδα ανδρών, στην πλειονότητά τους κτηνοτρόφοι, που έχουν κρεμασμένα στο σώμα τους μερικές δεκάδες χάλκινα και σιδερένια κουδούνια διαφόρων μεγεθών, από αυτά που φορούν στον λαιμό των αιγοπροβάτων, και που συχνά ξεπερνούν σε βάρος τα 20 κιλά. Οι Κουδουνάτοι, όπως λέγονται, βάφουν το πρόσωπό τους μαύρο, αφενός για να μην αναγνωρίζονται και έτσι να μπορούν ελεύθερα να εκφράζουν τις επιθυμίες, τα απωθημένα και τα καταπιεσμένα ερωτικά ένστικτά τους και αφετέρου με την αποτρόπαιη εμφάνιση και τον δυνατό και εξίσου τρομακτικό θόρυβο των κουδουνιών τους να εξαγνίζουν την κοινότητα και να διώχνουν τις κακές δυνάμεις. Στο χέρι κρατούν ένα μεγάλο και χοντρό φαλλόμορφο ραβδί, την κουτσκούδα, την οποία χτυπούν με δύναμη στη γη, σαν να θέλουν να ανοίξουν τη σκοτεινή της μήτρα και να βάλουν μέσα τη ζωή προκειμένου να τη γονιμοποιήσουν ή σαν να προσπαθούν μέσα από το σκότος των τελευταίων ημερών του χειμώνα να βγάλουν το φως και να αρχίσει η νέα βλάστηση.
Ενας από τους γηραιότερους της ομάδας των Κουδουνάτων διαφέρει από τους άλλους, είναι ντυμένος με λευκά εσώρουχα, στο φανελάκι του είναι ζωγραφισμένος ένας φαλλός, έχει κρεμασμένη μία μεγάλη κουδούνα κάτω από την κοιλιά και στο χέρι του κρατάει ένα μακρύ, κυρτό ξύλο, στην άκρη του οποίου έχει σκαλιστεί, παραστατικότατα, μία βάλανος. Αυτός είναι ο Γέρος ή ο Μπρουστνέλλας (μπροστάρης) που πηγαίνει πρώτος και ακολουθούν στη σειρά οι Κουδουνάτοι. Ετσι, εν πομπή, σαν ανθρώπινες, αποτρόπαιες, κουδουνίστρες, περνούν από όλα τα δρομάκια του χωριού, απ’ όπου δέχονται κεράσματα, και όταν φτάσουν στην άκρη του, δύο ηλικιωμένοι βρακοφόροι χορεύουν τον «αράπικο» χορό ο οποίος είναι απροκάλυπτα ερωτικός και περιλαμβάνει πολλά σκέρτσα και ακκισμούς.
Ολα ξεκινούν νωρίς το πρωί της Κυριακής, σε ένα μέρος ψηλά, στην άκρη του χωριού, όπου καταφθάνουν χαρούμενοι οι Μεσοτοπίτες με τα αγροτικά τους αυτοκίνητα, στις καρότσες των οποίων έχουν φορτωμένα μέσα σε μεγάλους σάκους τα κουδούνια, τα περισσότερα των οποίων τα έχουν πάρει από τους λαιμούς των ζώων τους. Στον στολισμό των Κουδουνάτων δεν υπάρχει συγκεκριμένη διαδικασία, συνήθως ξεκινούν να δένουν τα πρώτα κουδούνια στα χέρια και σιγά σιγά προσθέτουν τα υπόλοιπα μέχρι να καλυφθεί όλο το σώμα. Τα πόδια τα αφήνουν τελευταία.

Από τη στιγμή που θα ολοκληρωθεί ο στολισμός του σώματος οι Κουδουνάτοι δεν μπορούν πια να έχουν την προηγούμενη ευκινησία τους αφού τα λουριά τούς σφίγγουν τους μυς και το μεγάλο βάρος των κουδουνιών δεν τους επιτρέπει πολλές δραστηριότητες. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να χοροπηδούν επιτόπου και να παράγουν δυνατό θόρυβο. Στο τέλος βάφουν όλο το πρόσωπο με μαύρη μπογιά και μετά φορούν στο κεφάλι παραδοσιακές μαντίλες ή ένα αυτοσχέδιο καπέλο, με έντονα κίτρινα ή κόκκινα χρώματα, που το έχουν κατασκευάσει κόβοντας στη μέση μια νεροκολοκύθα στο άκρο της οποίας έχουν καρφώσει μερικά φτερά από τις ουρές κόκορα και γαλοπούλας.

Οταν, κατά τις 12.00, έχουν όλοι ετοιμαστεί, και το κέφι έχει κορυφωθεί, μπαίνει πρώτος στη σειρά ο Γέρος, που σέρνει έναν υπομονετικό γάιδαρο στολισμένο με πολύχρωμα υφάσματα και μπαλόνια. Στη συνέχεια ακολουθούν καμιά εξηνταριά Κουδουνάτοι, στοιχισμένοι ο ένας πίσω από τον άλλον, οι οποίοι, και με τη βοήθεια του αλκοόλ, έχουν αρχίσει, όπως οι μυθολογικές μαινάδες, να βρίσκονται σε έκσταση, και με μικρά ρυθμικά βήματα να προχωρούν προς το κέντρο του χωριού. Οταν αρχίζουν να κατεβαίνουν απλώνεται σιγά σιγά σε όλον τον οικισμό ένας συμπαγής, υπόκωφος, τρομακτικός θόρυβος που νομίζεις πως υπερφυσικές δυνάμεις προσπαθούν να ανοίξουν τη γη και πως ένας καταστροφικός σεισμός ανεβαίνει από τα έγκατά της. Οσο εκείνοι κατεβαίνουν, τόσο ο θόρυβος δυναμώνει και ξεκαθαρίζουν οι ήχοι, ώσπου στο τέλος νομίζεις πως χιλιάδες εξαγριωμένοι τράγοι μπαίνουν απειλητικά στο χωριό.
Οταν η αποτρόπαιη πομπή φτάσει στην αυλή του Πολιτιστικού Κέντρου και ο κόσμος την αποθεώνει, οι Κουδουνάτοι, κάθιδροι και σαν αφιονισμένοι, κάνουν μια τελευταία επίδειξη τρόμου και θορύβου προτού αρχίσει το μεγάλο γλέντι που συνεχίζεται και την επομένη, την Καθαρά Δευτέρα, στο επίνειο του χωριού, το Ταβάρι, με νηστίσιμα, πολύ ούζο και παραδοσιακά και σατιρικά τραγούδια –ανάμεσά τους και ένα, γραμμένο στην τοπική διάλεκτο, το οποίο εξυμνεί την άνοιξη που έρχεται, το μεγάλωμα της ημέρας, τη βλάστηση των φυτών και την επιστροφή των χελιδονιών. l
Tο βιβλίο του Δημήτρη Γέρου «The Bell Wearers» αναμένεται να κυκλοφορήσει το φθινόπωρο από τις ιταλικές εκδόσεις Damiani Editore.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ