«Σαπούνι και νερό». Αυτή ήταν η απάντηση του Σέσιλ Μπίτον όταν του ζητήθηκε να δώσει έναν ορισμό στην κομψότητα. Είναι μια πραγματικά απλή απάντηση που μέσα της, όμως, κρύβει και μια δόση εκκεντρικότητας. Αυτό είναι που διέκρινε και τον διάσημο φωτογράφο μόδας, βραβευμένο σκηνογράφο και σχεδιαστή κοστουμιών που αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την αίγλη, την ανατρεπτικότητα και τη διεισδυτική του ματιά. Η αφοπλιστική ειλικρίνεια και η ακλόνητη αποφασιστικότητά του να ζήσει τη ζωή όπως εκείνος ένιωθε ότι τον γέμιζε και τον αφορούσε. Καταφέρνοντας πάντα να προσαρμόζεται στις δεδομένες συνθήκες με τον τρόπο που ο ίδιος επιθυμούσε, σαν να χρησιμοποιούσε τη μία κατάσταση ως σκαλοπάτι για να περάσει στην επόμενη.
Ηταν μόλις 11 ετών όταν ξεκίνησε το ειδύλλιό του με τον φωτογραφικό φακό. Μαγεμένος από τις φωτογραφίες τραγουδιστριών και ηθοποιών στις κυριακάτικες εφημερίδες, βρήκε αναπάντεχα στην νταντά του τον μέντορα που αναζητούσε για το πώς να καδράρει και να εμφανίζει τα καρέ του. Πρώτα του μοντέλα η μητέρα του Εστερ και οι αδελφές του, Μπάρμπαρα και Τζέσικα. Θα κάνει –ως όφειλε –μια προσπάθεια να ακολουθήσει την ακαδημαϊκή οδό, σπουδάζοντας στο κολέγιο St John’s στο Κέμπριτζ. Γρήγορα θα τα παρατήσει και πάλι ως «καλό παιδί» θα βοηθήσει τον ξυλουργό πατέρα του στην οικογενειακή επιχείρηση. Σε όλη αυτή τη διαδρομή-αναζήτηση συνέχισε να φωτογραφίζει μανιωδώς –πλούσιο υλικό που αποτέλεσε την αφορμή για την πρώτη του έκθεση στη λονδρέζικη γκαλερί Cooling. Η απήχηση που είχαν στον κόσμο οι φωτογραφίες του κινητοποίησαν τον νεαρό τότε Σέσιλ, αυξάνοντας την αυτοπεποίθησή του. Θα αφήσει τη γενέτειρά του, το Χάμστεντ, και θα βρεθεί στην Αμερική.
Το συµβόλαιό του με τον εκδοτικό κολοσσό Condé Nast τον φέρνει στις glossy σελίδες της «Vogue» και του «Vanity Fair», για τις ανάγκες των οποίων (και όχι μόνο) φωτογράφισε κατά καιρούς τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της εποχής: από τον Πάμπλο Πικάσο και τον Σαλβαντόρ Νταλί, έως τη Βίβιαν Λι, τον Μάρλον Μπράντο και τον Μικ Τζάγκερ. Μέσα από τα δικά τους καρέ έγινε και ο ίδιος μέρος της καλλιτεχνικής αφρόκρεμας. Τα πορτρέτα του ουσιαστικά αποτελούσαν κομμάτι ενός συνόλου, ενός ανατρεπτικού φόντου –το οποίο πολλές φορές έφτιαχνε και ο ίδιος χρησιμοποιώντας αλουμινόχαρτο ή πρες παπιέ. Ο Σέσιλ ήξερε να κοιτάζει ρεαλιστικά τα «μοντέλα» του, προσδίδοντάς τους, όμως, μέσα από τον φακό μια συγκινητική, άπιαστη, σχεδόν ονειρική διάσταση. «Αν και τα δύο προφίλ της ήταν σαν το δεξί, δεν θα είχε βγει ποτέ στην οθόνη» είχε σημειώσει στο ημερολόγιο του για την Γκρέις Κέλι. Από την άλλη, ήταν ο ίδιος που αιχμαλώτισε τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στη φωτογραφία της τραυματισμένης τρίχρονης Αϊλίν Ντιουν, θύματος του βομβαρδισμού του Λονδίνου, στο νοσοκομείο, αγκαλιά με το αρκουδάκι της, η οποία και έγινε εξώφυλλο στο «Life» το 1940, και όπως λέγεται έστρεψε το λαϊκό αίσθημα υπέρ της εμπλοκής των ΗΠΑ στον πόλεμο.
Στο μέτωπο είχε αποσταλεί μετά την απόλυσή του το 1938 από τη «Vogue» λόγω ενός ατυχούς σχολίου με αντισημιτικές αποχρώσεις σε φωτορεπορτάζ που αφορούσε τη ζωή στη Νέα Υόρκη. Οταν επέστρεψε στο Λονδίνο, η βασίλισσα τον διόρισε στο υπουργείο Πληροφοριών και επικεφαλής φωτογράφο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στρώνοντας τον δρόμο για μια νέα σε ύφος και περιεχόμενο καριέρα. Αλλωστε, ο Μπίτον συχνά φωτογράφιζε τη βασιλική οικογένεια και ήταν εκείνος που τράβηξε το 1937 την περίφημη γαμήλια φωτογραφία του δούκα και της δούκισσας του Γουίνδσορ (ήτοι του παραιτηθέντος βασιλιά Εδουάρδου μετά της αμερικανίδας συζύγου του, Γουόλις Σίμπσον), καθώς και την πασίγνωστη πόζα της στέψης της βασίλισσας Ελισάβετ Β’ το 1953, η οποία το 1972 τον έχρισε Knight Bachelor.
Ανήσυχο πνεύμα, ο Μπίτον καταπιάστηκε και με τον σχεδιασμό κοστουμιών και σκηνικών για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Και εκεί διέπρεψε, με δύο ταινίες να αποτελούν σταθμό στην καριέρα του. Θα κερδίσει Οσκαρ για τα κοστούμια και τα σκηνικά της ταινίας «Ωραία μου κυρία» (1964) καθώς και για τα κοστούμια του φιλμ «Ζιζί» (1958), ενώ στις περγαμηνές του συγκαταλέγονται και τέσσερα θεατρικά βραβεία Τόνι.
Πολυπράγµων δηµιουργικά, πολυπράγμων και ερωτικά, ο σερ Σέσιλ Μπίτον ένιωθε έλξη και για τα δύο φύλα και το βίωνε χωρίς ενοχές και ταμπού. Ο τελευταίος σύντροφός του ήταν ο ξιφομάχος Κίνμοντ Χόιτσμα, η Γκρέτα Γκάρμπο ήταν από τις γυναίκες που τον στιγμάτισαν, ενώ μεγάλος έρωτας και απωθημένο του υπήρξε ο συλλέκτης Πίτερ Γουότσον.
Το 1974, έπειτα από ένα εγκεφαλικό παρέλυσε η δεξιά πλευρά του και η ψυχολογία του επλήγη εξίσου σοβαρά. Το 1980, στις 18 Ιανουαρίου, τέσσερις ημέρες μετά τα γενέθλιά του, άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του, το Reddish House του Γουίλτσιρ –μία από τις κατοικίες του και τις σουίτες ξενοδοχείων που παρουσιάζεται στο 368 σελίδων βιβλίο «Cecil Beaton at Home: An Interior Life» (2016). Ο πολυτελής τόμος φωτίζει την αγάπη του Μπίτον για την εσωτερική διακόσμηση, τα έργα τέχνης, την κηπουρική, την εξοχική ζωή και την υψηλή αισθητική. Ξεφυλλίστε τον ακούγοντας την 1η Συμφωνία του Μπετόβεν –η αγαπημένη του θρυλικού πορτρετίστα, όπως είχε δηλώσει στον συγγραφέα και ραδιοφωνικό παραγωγό Ρόι Πλόμλι λίγο πριν από το τέλος. l
Το λεύκωμα «Cecil Beaton at Home: An Interior Life» του Αντριου Τζίντζερ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Rizzoli New York.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ