Στον κόσμο των ελλήνων συγγραφέων ή όσων ευρύτερα ασχολούνται με τον λόγο επικρατεί μεγάλη ατολμία και εκτεταμένη σεμνοτυφία. Οι περισσότεροι αποφεύγουν να γράψουν και να περιγράψουν ειλικρινά τον εαυτό τους και τη ζωή τους, όχι μόνο στις συνεντεύξεις τους, αλλά ακόμη και στα βιβλία τους. Το αποτέλεσμα είναι μια υπερπαραγωγή από χιλιάδες ψεύτικες σελίδες με αδύναμους χαρακτήρες, αφού ακόμη και στη μυθοπλασία, τις περισσότερες φορές οι αλήθειες του εαυτού συστηματικά αποκρύπτονται πίσω από νεφελώδεις υπαινιγμούς και αόριστες διηγήσεις. Μια από τις εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα αποτελεί το βιβλίο της Ξένιας Κουναλάκη «Στις ταινίες κλαίω στις πιο άσχετες σκηνές» (εκδόσεις Πόλις). Αιφνιδιάζει ευχάριστα αυτό το αυτοβιογραφικό πόνημα της συναδέλφου επικεφαλής του διεθνούς ρεπορτάζ της «Καθημερινής», αφού η συγγραφέας δεν κάνει καμία προσπάθεια να κρύψει τις αλήθειες της, αλλά αντιθέτως τις εκθέτει με τον πιο πλήρη και αφοπλιστικό τρόπο.
Διαβάζουμε 73 μικρές και γνήσιες ιστορίες, 73 χρονογραφήματα με θεματολογία που εκτείνεται από τις πραγματικές σκέψεις της έπειτα από μια συνάντηση με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε («Ο Σόιμπλε κι άλλες συνεντεύξεις») έως όσα συνέβησαν σε ένα δείπνο με έναν άγνωστο στο Παρίσι («Ο όχι και τόσο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ»). Στα κείμενα αυτά, που είναι πυκνά, λιτά και γεμάτα χιούμορ και αυτοσαρκασμό, η Κουναλάκη εκτίθεται προσωπικά με θάρρος, οξυδέρκεια και ωριμότητα. Δεν πρόκειται, όμως, μόνο για αυτοβιογραφικά σημειώματα, αλλά παράλληλα για αυτοτελή ψυχαναλυτικά επεισόδια. Η συγγραφέας δεν κρύβει, δεν ωραιοποιεί, δεν γράφει το βιβλίο για να μας πει πόσο σπουδαία είναι, αλλά για να μας αποκαλύψει τον πραγματικό εαυτό της μέσα από όλα όσα θα μπορούσαν να της αποδοθούν ως «μειονεκτήματα». Τους φόβους και τις ανασφάλειες, τις σκέψεις και τις επιθυμίες, τα τραύματα και τις απώλειες που την έχουν προσδιορίσει.
Η κατάκτηση μιας τέτοιας ικανότητας για δημόσια έκθεση όψεων του εαυτού της που οι περισσότεροι θα φρόντιζαν να κρύψουν ακόμη και από τους συντρόφους τους δεν είναι κάτι αυτονόητο και εύκολο, ούτε όμως είναι κάτι εξεζητημένο και χωρίς νόημα, αφού ισοδυναμεί με την κατάκτηση της αποδοχής της συγγραφέως για τον ίδιο τον εαυτό της όπως ακριβώς είναι και όχι όπως θα ήθελαν οι άλλοι να είναι. Αυτή η διεργασία αποδοχής, αυτή η αυτοβιογραφική αυτοψυχανάλυση παρακινεί τον αναγνώστη όχι απλώς να διαβάσει το βιβλίο (πρόκειται για page turner), αλλά να αποδεχθεί κι εκείνος περισσότερες πλευρές του εαυτού του και των άλλων. Ασφαλώς, το βιβλίο μπορεί να απορριφθεί ακόμη και ως ελαφρύ ανάγνωσμα από ορισμένους υπερόπτες. Στην απλότητά του, όμως, εντοπίζεται και η αξία του. Ενώ δεν υποκρίνεται ότι είναι μια «κατάθεση ζωής», καταλήγει, μέσα από την αφοπλιστική του ειλικρίνεια, να είναι μια συλλογή από σπάνιες, ουσιαστικές και αποκαλυπτικές αφηγήσεις μιας γεμάτης και αληθινής ζωής.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ