Το ρολόι έδειχνε 5 μ.μ. Ο Αντώνης ετοίμαζε το σακίδιό του για τη σχολή, όταν ξαφνικά άκουσε μια ειδοποίηση στο Μessenger. Πήγε προς το κινητό του και είδε ότι είχε μήνυμα στην κοινή με τους συμφοιτητές του συνομιλία, που του έλεγαν για ένα χαλαρό ποτό στο Κουκάκι, μετά το μάθημα… Αυτή η σκηνή θα μπορούσε να είναι κάλλιστα η πραγματικότητα ενός σημερινού φοιτητή στην πόλη της Αθήνας, ο οποίος κανονίζει να βγει με τους φίλους του σε κάποιο στέκι τους. Μπορείτε, όμως, να σκεφτείτε ποιες περιοχές του Λεκανοπεδίου είναι σήμερα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και γιατί;
Οι νέοι (στην ψυχή ή στο σώμα) έχουν την ικανότητα να εντοπίζουν την ομορφιά, όπως έλεγε σχετικά και ο Φραντς Κάφκα, ενώ η φιλοπερίεργη φύση τους τούς κάνει να αναζητούν διαρκώς καινούργια μέρη για εξόδους και εναλλακτικά μαγαζιά που δεν είναι ευρέως γνωστά, ώσπου εν τέλει γίνονται «μόδα» χάρη στο Internet και τις νέες εφαρμογές που προσφέρονται στους χρήστες του. Εμείς ψάξαμε και συγκεντρώσαμε τις περιοχές που θεωρούνται «must» στην ελληνική πρωτεύουσα, ποιες ομάδες του νεανικού πληθυσμού τις «εποίκισαν», και πώς το Διαδίκτυο συνέβαλε στην ανάδειξή τους.
Οι εποχές πλέον άλλαξαν, και μαζί με αυτές και οι συνήθειες των ανθρώπων. Στις αρχές της χιλιετίας μας, όταν κάποιος έβγαινε για καφέ, περιοριζόταν στα όρια της παρέας και επικοινωνούσε με όσα άτομα βρίσκονταν στο τραπέζι. Σήμερα, όμως, η κατάσταση έχει αλλάξει ελαφρώς. Βγαίνοντας μια παρέα δηλώνει διαδικτυακά την τοποθεσία της μέσω του check-in, συνυπάρχοντας ταυτόχρονα σε δύο χώρους: σε αυτόν της πραγματικότητας και σε εκείνον του κυβερνοχώρου, δηλαδή της εικονικής πραγματικότητας. Μέσα από αυτήν την πράξη το άτομο ενισχύει το εκτόπισμά του και έρχεται σε επαφή όχι μόνο με τα μέλη της παρέας του, που βρίσκονται εκεί, αλλά και με τους διαδικτυακούς φίλους ή ακολούθους του στα διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την επικοινωνία ευρύτερη.
Σε αυτό θα συμφωνήσει και ο κ. Νίκος Λέανδρος, καθηγητής Οικονομικών με ειδίκευση στα Οικονομικά των Μέσων και αναπληρωτής πρυτάνεως Οικονομικού Προγραμματισμού και Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου. Μας επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι «η επικοινωνία στις μέρες μας έχει διευρυνθεί, αλλά το σημαντικότερο είναι τα νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά που έχει αποκτήσει, και αυτά οφείλονται στη δικτύωση και στην ψηφιοποίηση. Το νέο επικοινωνιακό παράδειγμα επιτρέπει τη διαδραστικότητα της επικοινωνίας και τη δημιουργία περιεχομένου από τους χρήστες οι οποίοι μπορούν εύκολα να το διανείμουν σε ένα παγκόσμιο κοινό. Δηλαδή, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη Ιστορία, δημιουργείται ένα επικοινωνιακό σύστημα που χαρακτηρίζεται από μαζική αυτο-επικοινωνία».
Αυτού του είδους η επικοινωνία και η αντιστοίχιση ζωών αποτελεί τη μεγαλύτερη διαφήμιση για περιοχές και κάθε είδους καταστήματα. Δηλαδή, π.χ. ένα νέο μπαρ ή μια νέα γειτονιά με μπαρ και καφετέριες ανάγεται σε σύμβολο μιας γενικότερης ταυτότητας, σε ένα κομμάτι του τρόπου ζωής μιας ευρύτερης κατηγορίας νέων που μοιράζονται παρεμφερή αισθητικά, πολιτικά ή φιλοσοφικά πρότυπα και βρίσκονται σε επικοινωνία μεταξύ τους, κοινοποιώντας μέσω του ψηφιακού κόσμου την παρουσία τους στον πραγματικό κόσμο, χωρίς απαραιτήτως να έχουν βρεθεί ποτέ στον ίδιο πραγματικό χώρο. Ο ψηφιακός κόσμος αναδιαμορφώνει τον πραγματικό. Παράδειγμα: Βλέπω στα social media ότι παρέες ανθρώπων με τους οποίους συμφωνώ σε πολλά από όσα κάνουν και λένε πηγαίνουν σε ένα καινούργιο μπαρ και έτσι κάποια στιγμή κι εγώ θα πάω με την παρέα μου σε αυτό το μπαρ, γιατί, αφού συμφωνώ μαζί τους σε πολλά τότε είναι πιθανό να μου αρέσει κι εμένα το συγκεκριμένο μπαρ.
Οταν «ανεβάζεις» και κοινοποιείς σε ένα κοινωνικό δίκτυο τη φυσική παρουσία σου σε ένα εστιατόριο, ένα café ή ένα μπαρ, τότε προσθέτεις το μπαρ, την καφετέρια ή το εστιατόριο στον κατάλογο των στοιχείων που συγκροτούν την ταυτότητα της υποομάδας του κοινωνικού δικτύου στην οποία ήδη συμμετέχεις εξαιτίας των προγενέστερων επιλογών σου. Των επιλογών σου δηλαδή που συνθέτουν το ψηφιακό ίχνος σου και που ήδη έχεις κοινοποιήσει προτού κοινοποιήσεις την παρουσία σου εκεί. Κάπως έτσι, ένα μπαρ συνδέεται και ταυτίζεται με ορισμένες ηλικίες, με έναν ενδυματολογικό κώδικα, με κάποιες πολιτικές ή αισθητικές απόψεις που χαρακτηρίζουν την υπόλοιπη ψηφιακή δραστηριότητα των ατόμων τα οποία ξαφνικά δηλώνουν και κοινοποιούν ότι το επισκέπτονται.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά οι πιο «κινητικοί» και «επιδραστικοί» χρήστες, με την επανάληψη των κοινοποιήσεων και των share, μπορούν διαρκώς να αναδιαμορφώνουν τον χάρτη της διασκέδασης ακόμη και σε μια ολόκληρη πρωτεύουσα προκαλώντας μετακινήσεις πληθυσμών, ένα φαινόμενο που παλαιότερα, πριν από τα social media, γινόταν πιο αργά και πιο δύσκολα. Γι’ αυτό βλέπουμε νέες γειτονιές να ξεπετάγονται από το πουθενά και να αναπτύσσονται, την ίδια ώρα που εδραιωμένα στέκια ξαφνικά χάνουν τη δυναμική τους χωρίς προφανή λόγο. Ο πραγματικός λόγος, όμως, είναι απλός. Κάθε χρόνο νέες στρατιές νέων προστίθενται στους πληθυσμούς της διασκέδασης. Οι μικρότεροι σε ηλικία παραδοσιακά θέλουν να ξεχωρίζουν και να επιβάλλουν διαφοροποιημένες ταυτότητες μέσα από διαφορετικές ομαδοποιήσεις –και τώρα διαθέτουν τα ψηφιακά μέσα για να το επιτυγχάνουν αυτό πιο γρήγορα και πιο δραστικά. Ετσι, η ταχύτητα με την οποία αλλάζει ο χάρτης της διασκέδασης στην Αθήνα, αλλά και σε κάθε άλλη πόλη στην Ελλάδα και σε ολόκληρο τον κόσμο, είναι πια πρωτοφανής και πλησιάζει τις ταχύτητες με τις οποίες κινούνται οι νέοι στον ψηφιακό κόσμο.
Ο γεωγραφικός χάρτης με τα πιο in αθηναϊκά στέκια και τοποθεσίες, λοιπόν, είναι πλέον «ζωντανός», δυναμικός, ευμετάβλητος και σε συνεχή real-time αντιστοίχιση με το ψηφιακό του «καλούπι», με το… matrix του Λεκανοπεδίου που διαρκώς ανατροφοδοτείται από τις επιλογές χιλιάδων χρηστών οι οποίοι δηλώνουν την παρουσία τους σε νέα στέκια κάθε δευτερόλεπτο που περνάει. Και όπως στον υπόλοιπο κόσμο, έτσι και στο κλεινόν άστυ, τα τελευταία πέντε χρόνια, κάποιες περιοχές άρχισαν να ανεβαίνουν στην προτίμηση των νέων και να «πυροδοτούν» μεγάλη αλληλεπίδραση στα διαδικτυακά μέσα, ενώ κάποιες άλλες τείνουν να ξεχαστούν, πρώτα από την τεχνολογία και κατ’ επέκταση από τους ανθρώπους. Σύμφωνα μάλιστα με τον καθηγητή Νίκο Λέανδρο, «οι προτιμήσεις του κοινού εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το Διαδίκτυο ανάλογα και με την ηλικία. Στις μεγαλύτερες ηλικίες η επίδραση είναι μικρότερη, αλλά στις νεαρότερες είναι καθοριστική. Η δυναμική του Διαδικτύου έχει πλέον αλλάξει εντελώς, καθώς από ερευνητικό εργαλείο της ακαδημαϊκής κυρίως κοινότητας μετατράπηκε σε παγκόσμιο δίκτυο και στη βασικότερη υποδομή της Κοινωνίας της Πληροφορίας». Ας ξεκινήσουμε, όμως, τη βόλτα στις περιοχές που αναζωογονήθηκαν από την «εισβολή» του Internet στις ζωές των νέων.
Πρώτος σταθμός της αθηναϊκής περιήγησης είναι η «συνοικία του Κουκάκη». Η μικρή αυτή γειτονιά, πίσω από τον λόφο του Φιλοπάππου, κρύβει πολλούς θησαυρούς, που ίσως ακόμη κάποιοι τους αγνοούν, όχι όμως και η εναλλακτική νεολαία. Εχοντας πολλούς άσους στο μανίκι του, όπως το cozy «Κουκί», το ευρύχωρο «Fourteen», τη «Μικρή Βενετία», το «ΜάνηΜάνη» και την αεικίνητη «Σβούρα», το Κουκάκι μπήκε δυναμικά στην καθημερινότητα των μικρότερων ηλικιών που αναζητούν αντισυμβατικά μέρη για έξοδο. Στη γειτονιά αυτή συχνάζουν «Παντειακοί», φιλόζωοι, καλλιτέχνες, ακόμη και λάτρεις των στριπ σόου, καθώς πιο χαμηλά, επί της Συγγρού, υπάρχουν πολλές «φωλιές» του έρωτα και της λαγνείας. Επόμενη στάση στην Πλάκα και τα Αναφιώτικα, που αν και πρωταγωνιστούν στις περισσότερες καρτ ποστάλ και τους ταξιδιωτικούς οδηγούς, αγαπήθηκαν μαζικά μετά την ταινία «Αν…» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη. Καθημερινά τα social media κατακλύζονται από φωτογραφίες χρηστών στα γραφικά σκαλιά μπροστά από το «Γιασεμί» και στα στενά της Πλάκας, με φροντισμένες μπουκαμβίλιες και πολύχρωμα πορτοπαράθυρα που περισσότερο θυμίζουν νησί παρά μια πόλη εκατομμυρίων κατοίκων. Στην περιοχή συχνάζουν ζευγαράκια και νεορομαντικοί που αναζητούν απόμερες γωνιές για φιλιά κάτω απ’ τη σκιά της Ακρόπολης, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα και τις φωτογραφικές μηχανές των κινέζων τουριστών.
Συνέχεια με ένα πιο αστικό και μητροπολιτικό τοπίο, αυτό της πλατείας της Αγίας Ειρήνης και της οδού Κολοκοτρώνη. Από κρυμμένα σε στοές μπαράκια, όπως το «Bartesera», ή μικρά μαγαζιά με εντυπωσιακά κοκτέιλ, όπως τα «The Bank Job» και «The 7 Jokers», και ατμοσφαιρικά café bar, όπως το «Noël» ή το «Drunk Athens» (γνωστό ως «Drunk Sinatra»), που ξεχύνονται στους πεζόδρομους, μέχρι κομψά εστιατόρια και μαγαζάκια με γευστικό street food, η περιοχή φαίνεται να καλύπτει τα γούστα και των πιο απαιτητικών. Τελευταία, μάλιστα, η γειτονιά αυτή έχει αρχίσει να αποκτά όλο και περισσότερα gay-friendly μαγαζιά, «κλέβοντας» πελάτες από το Γκάζι, τους λεγόμενους wolf men, οι οποίοι είναι γυμνασμένοι, λεπτοκαμωμένοι και στυλάτοι, ενώ από «καταφύγιο» των μουσάτων hipsters έχει μετατραπεί σε «γήπεδο» των instagrammers, οι οποίοι αναζητούν μανιωδώς να φωτογραφίσουν κάποια νέον επιγραφή, ένα vintage κατάστημα ή κάποιο κτίριο κλασικίζοντος μοντερνισμού. Θα τους ξεχωρίσετε από το κινητό που κρατούν στο χέρι και από τις λήψεις που κάνουν σε κάθε τους βήμα. Στην πολυσύχναστη αυτή περιοχή συχνάζουν κι οι «γυναίκες-αλάνια», που στην πλειονότητά τους έχουν δουλέψει βράδυ, είναι αρκετά έξυπνες, εκπέμπουν την κινηματογραφική γοητεία των γαλλίδων μπαργούμαν και ξέρουν να χειρίζονται τα αγόρια. Εδώ σουλατσάρουν και οι«άνδρες του καθρέφτη» ή αλλιώς μετροσέξουαλ, οι οποίοι αποτελούν την πιο πολλά υποσχόμενη καταναλωτική αγορά της εποχής μας.
Αυτού του είδους τα αρσενικά –συναναστρεφόμενα, όμως, τις «κουλτουριάρες κοπέλες» εδώ, οι οποίες φέρουν κάποια μόρφωση και ασχολούνται με την πολιτική – τα συναντάς και στο Κολωνάκι, όπου αν και η νυχτερινή ζωή πέρασε από σαράντα κύματα, σήμερα επανέρχεται δυναμικά με πολλά μπαράκια, τόσο περιμετρικά της κεντρικής πλατείας όσο και στις οδούς Τσακάλωφ, Σκουφά και Χάρητος. Μεταξύ των πιο γνωστών καταστημάτων είναι το «Μinnie the Moocher», το «Big Apple», τα «3 gourounakia», το «T5», το «Passepartout» και το «Rock ‘n’ Roll». Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι η περιοχή κρατάει ακόμη ένα πρεστίζ, σαν παλιά καλή γειτονιά της Αθήνας, κάτι που θα διαπιστώσετε και από το στυλ όσων συχνάζουν εκεί, και οι οποίοι, ως επί το πλείστον είναι δικηγόροι, τραπεζικοί, αρχιτέκτονες και επιχειρηματίες που μόλις τελειώσουν τη δουλειά τους (ή στο διάλειμμα) πηγαίνουν για έναν γρήγορο εσπρέσο ή για σούσι. Αν, επομένως, δεν είστε αυτής της νοοτροπίας –κολλαριστά πουκάμισα, χαρτοφύλακες και γόβες στιλέτο -, μπορείτε να ξεπεζέψετε στα γειτονικά Εξάρχεια, το στέκι των αραχτών και των gamers, για μια πιο χαλαρή, underground και urban διασκέδαση.
Το Κολωνάκι είναι αναμφίβολα μία από τις πιο γνωστές περιοχές του κέντρου για νυχτερινή ζωή, δεν ισχύει όμως το ίδιο και για το Παγκράτι, που άρχισε να ανεβαίνει πολύ στις προτιμήσεις του κοινού τα τελευταία χρόνια. Από μικρές καφετέριες όπου μπορείς να πάρεις το πρωινό σου, όπως το «Mint», και μπιραρίες για χαλάρωση, όπως το «Chelsea», μέχρι μπαράκια για ατελείωτα ξενύχτια, σαν το ατμοσφαιρικό «Μπρίκι», το «Colibri» και το «Ciao Italia», το Παγκράτι από μία οικογενειακή περιοχή έχει εξελιχθεί σε μια εναλλακτική πρόταση για έξοδο. Την ίδια εξέλιξη φαίνεται να παρουσιάζει και το Χαλάνδρι, που αν και βρίσκεται μακριά από το κέντρο, κατορθώνει να «προσηλυτίζει» τους νέους χάρη στα «εφευρετικά» μαγαζιά, που μέσα από το έξυπνο μενού, το ιδιαίτερο design και την εξαίρετη διαδικτυακή τους οργάνωση, προκαλούν θόρυβο γύρω από το όνομά τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οποιος επισκεφθεί, για παράδειγμα, το «Mr. Peacock», θα παραγγείλει τα ξακουστά pancakes σοκολάτας για να ικανοποιήσει πρωτίστως την προσωπική του φιλοδοξία ανεβάζοντας μια φωτογραφία στο Snapchat ή στο Instagram και δευτερευόντως την πείνα του. Αλλα μαγαζιά που βρίσκονται στην πρώτη επιλογή τού εδώ νεαρόκοσμου είναι το «Theory Bar & More» που αποτελεί σταθερή αξία, το «White Monkey» με την αισθητική των κλαμπ του Ειρηνικού το 1950 και το «El Rey Alobar» με την παιχνιδιάρικη διάθεση.
Χαιρετώντας το ανερχόμενο Χαλάνδρι, θα μεταβούμε στη Νέα Πεντέλη και στα Μελίσσια, όπου τα υπάρχοντα μαγαζιά, στην προσπάθειά τους να μη χάσουν τους νέους πελάτες των βορείων προαστίων, γίνονται ανταγωνιστικά προσφέροντας υψηλές υπηρεσίες και κομφόρ. Οσοι συχνάζουν εκεί διαλέγουν το «Coupepe», το «Blue Cafe» και τον «Παλιάτσο» στη Νέα Πεντέλη, ενώ στα Μελίσσια το «Cien Fuegos Coffee and Tales» και το «Monkey Bar».
Κατηφορίζοντας νοτιότερα και πιο δυτικά, πηγαίνουμε στο Περιστέρι, όπου οι άπειρες επιλογές για καφέ, ποτό και φαγητό («Mind the Cup», «Café Café», «Travolta Athens», «Enzzo de Cuba») κάνουν τους νέους να συρρέουν όλη την ημέρα. Η άνοδος της περιοχής οφείλεται στην επέκταση του μετρό καθώς και στα φθηνά ενοίκια. Γρήγορα, λοιπόν, μέσα από τις νέες εφαρμογές, το Περιστέρι εμφανίστηκε δυναμικά στα πράγματα, αποτελώντας μια καλή και οικονομική πρόταση για έξοδο. Μην παραξενευτείτε, ωστόσο, αν όσο πίνετε τον καφέ σας περάσουν από τον δρόμο αυτοκίνητα με τη μουσική στη διαπασών. Οι επισκέπτες του πάλαι ποτέ ένδοξου Μπουρναζίου τείνουν να μετακινούνται δυτικότερα, φέρνοντας μαζί τη mainstream γοητεία τους. Οι νέοι αυτοί αποκαλούνται από τους συνομηλίκους τους «κάγκουρες» και χαρακτηρίζονται από μια κοινότοπη ιδιοσυγκρασία στην ενδυμασία, στο hair styling και στους μουσικούς προσανατολισμούς, με μια ροπή στα ελληνικά λαϊκά. Το ίδιο συμβαίνει και με τη γειτονική Πετρούπολη, όπου τα προνομιούχα μαγαζιά με θέα στο Λεκανοπέδιο και τον Πειραιά («Terra Petra», «Apolis») απέκτησαν οπαδούς, κάνοντας την περιοχή άξια επίσκεψης, παρότι μακριά από το κέντρο. Αλλά, μπροστά σε μια φωτογραφία με την Αθήνα στο «πιάτο», που θα φέρει «βροχή» από like, τι είναι μια ώρα δρόμος;
Η βόλτα φτάνει στο τέλος της στα ρακάδικα και στα μεζεδοπωλεία του Αιγάλεω («Ρακαδημία», «Το Στενό», «Του Κύκλου τα Γυρίσματα», «Ρακί Αμάν Μεζέ», «Παντοποτείον») που οι φοιτητοπαρέες έχουν κάνει δεύτερο σπίτι τους, διότι η εύκολη πρόσβαση, η καλή ποιότητα των μενού και οι φιλικές τιμές δεν αφήνουν περιθώρια για δεύτερη σκέψη.
Η ιστορία, λοιπόν, γράφεται ακόμη ακούραστα στους δρόμους της Αθήνας, καθιστώντας ρευστά τα όρια της ανθρώπινης δράσης. Κάπου, όμως, ανάμεσα στις θηριώδεις πολυκατοικίες και τα αριστοκρατικά νεοκλασικά, τις πολύβουες λεωφόρους και τα απόμερα στενά, τα ρετρό αστικά αποστάγματα και τα εστιατόρια της Ανατολής και της Δύσης, οι νέοι, tabula rasa και οι ίδιοι, χαρτογραφούν εκ νέου τη διασκέδαση στην πρωτεύουσα, δημιουργώντας τις δικές τους αναμνήσεις, τις οποίες κάποια ημέρα θα διηγηθούν στα παιδιά τους ή θα τους τις παρουσιάσουν online…

* YOLO, αρκτικόλεξο που συνοψίζει τη φράση-σύνθημα «You Only Live Once» (ζεις μόνο μια φορά), την εκδοχή του «carpe diem» για τους millennials. Check-in στη γλώσσα των social media είναι η κοινοποίηση της φυσικής παρουσίας κάποιου σε όλους τους φίλους του στον ψηφιακό κόσμο.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ