Στις 24 Αυγούστου 1953, στο απόγειο της επιστημονικής του διαδρομής, το περιοδικό «Time» τίμησε τον δρα Κίνσεϊ με ένα εξώφυλλο.

«Οι άνδρες δεν αντιπροσωπεύουν δύο ξεχωριστές κατηγορίες, τους ετεροφυλόφιλους και τους ομοφυλόφιλους. Δεν είναι όλα τα πράγματα μαύρα ή άσπρα. Η ανθρώπινη σκέψη ήταν αυτή που επινόησε τις κατηγοριοποιήσεις και επεδίωξε την ένταξη συμπεριφορών και γεγονότων σε συγκεκριμένες τυπολογίες. Η βιωμένη πραγματικότητα είναι ένα συνεκτικό σύνολο που εμπεριέχει όλες τις διαστάσεις. Μιλώντας για την ανθρώπινη σεξουαλική συμπεριφορά, όσο πιο γρήγορα το συνειδητοποιήσουμε, τόσο πιο γρήγορα θα αποκτήσουμε έναν βαθμό κατανόησης για τη σεξουαλικότητα». Πιθανόν οι ακαδημαϊκοί στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ να βρίσκουν εδώ τα αποτυπώματα που ακολούθησαν για τις σύγχρονες θεωρίες φύλου και σεξουαλικότητας, μια πρώτη αμφισβήτηση του αυστηρού διαχωρισμού μεταξύ ετεροφυλοφιλίας και ομοφυλοφιλίας ως δειλή σύλληψη της έννοιας της σεξουαλικής ρευστότητας. Τις μακρινές, όμως, όσο και δύσκολες δεκαετίες του ’40 και του ’50, που η επιθυμία ανήκε στον κατάλογο των αμαρτιών και η σεξουαλική δραστηριότητα ήταν πλήρως συνυφασμένη με τη διαδικασία της αναπαραγωγής, οι διατυπώσεις του καθηγητή Αλφρεντ Κίνσεϊ κοκκίνιζαν τα νεανικά πρόσωπα των φοιτητών στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα και σκανδάλιζαν τα πρωτοσέλιδα του ευθυγραμμισμένου με το ηθικοπλαστικό πλαίσιο της εποχής αμερικανικού Τύπου.
Τον Απρίλιο του 2017 συμπληρώνονται 70 χρόνια από τότε που ο φιλελεύθερος αμερικανός βιολόγος με το έντονο βλέμμα, τα λιτά μονόχρωμα κοστούμια και τα χαριτωμένα παπιγιόν συνέστησε το Ινστιτούτο Σεξουαλικών Ερευνών στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα. Το Ινστιτούτο Κίνσεϊ, όπως μετονομάστηκε το 1981 προς τιμήν του ιδρυτή του, έφερε τομή στη μελέτη της ανθρώπινης σεξουαλικότητας: με την τεράστια συνεισφορά του στην επιστημονική καταγραφή και αποκάλυψη των σεξουαλικών συμπεριφορών παρείχε το απαραίτητο έναυσμα για τη ριζοσπαστικοποίηση της θεωρητικής σκέψης και την ανάδυση των κινημάτων για τη σεξουαλική απελευθέρωση. Η αποκαλούμενη «queer theory», το LGBT κίνημα, το τρίτο κύμα του φεμινισμού χρωστούν πολλά στον δρα Κίνσεϊ. Ο ίδιος, μαζί με ένα άλλο φωτισμένο μυαλό που προηγήθηκε, τον Ζίγκμουντ Φρόιντ, άνοιξε τον δρόμο για την απενεχοποίηση της σεξουαλικότητας.
Γεννημένος το 1894 στο Χόμποκεν του Νιου Τζέρσεϊ, μέλος πενταμελούς οικογένειας με προεξέχοντα έναν δεσποτικό πατέρα που ακρωτηρίαζε τη συναισθηματική έκφραση και τον νεανικό αυθορμητισμό, ο πρωτότοκος Αλφρεντ Τσαρλς Κίνσεϊ μεγάλωσε σε συνθήκες υλικής ένδειας που άφησαν το σημάδι τους σε μια εύθραυστη υγεία, ακούγοντας τον πατέρα του να ρητορεύει στην Εκκλησία των Μεθοδιστών ενάντια στην ηθική κατάπτωση της τεχνολογικής προόδου, που –εκείνη την εποχή –μεταφραζόταν στην εξάπλωση της αυτοκίνησης και του ραδιοφώνου και στη «διαβολική» εφεύρεση του φερμουάρ. Με έναν τρόπο που ακόμη δεν μπορούσε να προσδιορίσει, ο νεαρός Αλφρεντ ασφυκτιούσε στο συντηρητικό οικογενειακό περιβάλλον και βρήκε διέξοδο στην παρατήρηση της φύσης. Από εκεί ξεκίνησε η ακαδημαϊκή του καριέρα στον τομέα της εντομολογίας και της ζωολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα. Πίσω, όμως, από το σουλούπι του κομψού και καθωσπρέπει επιστήμονα υπέβοσκε μια ζωηρή ανησυχία για τα πιο ενδόμυχα πεδία της υποκειμενικότητας. Η ενασχόλησή του με τη σεξουαλικότητα ήρθε λίγο αργότερα, μέσα από ένα διττό πρίσμα: κατ’ αρχάς, επιδιώκοντας να διασφαλίσει ο ίδιος τη σεξουαλική υγεία στον γάμο του με την Κλάρα Μακ Μίλεν και έπειτα διαπιστώνοντας ότι οι φοιτητές του ήταν έρμαια μυθοπλασιών και προκαταλήψεων γύρω από το σεξ, με αποτέλεσμα να μην απολαμβάνουν τη σεξουαλική τους ζωή και να περιβάλλονται από άγνοια και ενοχικά συμπλέγματα. Εκπόνησε ένα σεμινάριο σεξουαλικής αγωγής για παντρεμένα ζευγάρια που εξασφάλισε μεγάλη ανταπόκριση καθώς και τα πρώτα σύννεφα καχυποψίας από τους συναδέλφους του. Ο Κίνσεϊ κλήθηκε να επιλέξει μεταξύ των μαθημάτων και της έρευνας και επέλεξε το δεύτερο. Το 1941 άντλησε χρηματοδότηση από το Ιδρυμα Ροκφέλερ και ξεκίνησε μια μνημειώδη επιδημιολογική έρευνα για τη σεξουαλικότητα. Ταυτόχρονα, και ο ίδιος ήταν τολμηρός στη σεξουαλική του ζωή, εγκαινιάζοντας μια συμφωνία με τη σύντροφό του για ελεύθερες εξωσυζυγικές σχέσεις και πειραματιζόμενος στο ομοφυλοφιλικό σεξ με τον συνεργάτη του, Κλάιντ Μάρτιν, με τον οποίο στη συνέχεια συνευρισκόταν ερωτικά και η σύζυγός του.
Η μέθοδος που χρησιμοποίησε με τους συνεργάτες του ήταν αυτή των ανώνυμων συνεντεύξεων μέσα από ένα ερωτηματολόγιο που περιελάμβανε 300 ερωτήσεις. Ταξίδεψαν σε όλη τη χώρα και πήραν 5.300 συνεντεύξεις από άνδρες αγρότες, εργάτες, φοιτητές, φυλακισμένους, θαμώνες γκέι μπαρ. Μάλιστα, ο Τενεσί Γουίλιαμς και ολόκληρος ο θίασος της παράστασης «Λεωφορείον ο Πόθος» δέχθηκαν να συμμετάσχουν στην έρευνα. Τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν το 1948 στο βιβλίο «Η σεξουαλική συμπεριφορά των ανδρών» που έγινε με αστραπιαία ταχύτητα μπεστ σέλερ πουλώντας πάνω από μισό εκατομμύριο αντίτυπα. Στα συμπεράσματα καταγραφόταν, μεταξύ άλλων, ότι το 90% των ανδρών αυνανιζόταν, το 70% είχε έστω μία σεξουαλική επαφή με πόρνη, το 85% ανέφερε προγαμιαίες σχέσεις, το 60% είχε κάνει στοματικό σεξ, το 10% κατέγραφε ομοφυλόφιλη σεξουαλική επιθυμία και το 37% είχε εμπλακεί σε ομοφυλόφιλες σεξουαλικές πρακτικές τουλάχιστον μία φορά. Συνέχισε την έρευνά του παίρνοντας 5.940 συνεντεύξεις από γυναίκες. Εξέδωσε το 1953 το δεύτερο βιβλίο του, «Η σεξουαλική συμπεριφορά των γυναικών», όπου προέκυπτε ότι το 62% αυνανιζόταν, το 50% είχε προγαμιαίες σχέσεις, το 19% είχε δοκιμάσει ομοφυλόφιλες σεξουαλικές πρακτικές, το 14% ανέφερε πολλαπλούς οργασμούς και το 26% διατηρούσε εξωσυζυγικές σεξουαλικές επαφές. Εκείνη τη χρονιά το «Time» τού χάρισε ένα εμβληματικό εξώφυλλο, όπου η αγέρωχη φιγούρα του καθηγητή με τις έντονες ρυτιδώσεις και το χαρακτηριστικό παπιγιόν πλαισιώνεται από το γραφιστικό περιβάλλον πουλιών και λουλουδιών και από τις υπόρρητες συνδηλώσεις της «αμόλυντης» σεξουαλικότητας με τον υπότιτλο «Οι αντανακλάσεις στον καθρέφτη της Αφροδίτης».
Ο Λίαμ Νίσον υποδύθηκε τον δρα Κίνσεϊ στην ομώνυμη ταινία του 2004. Στον ρόλο της Κλάρα Μακ Μίλεν, συντρόφου του στην επιστήμη και στη ζωή, η Λόρα Λίνεϊ, η οποία απέσπασε και υποψηφιότητα για Οσκαρ.

Στην υπερσυντηρητική Αμερική της δεκαετίας του ’50 που είχε δομηθεί κοινωνικά στο πρότυπο της πυρηνικής «αγνής» οικογένειας, αποσιωπώντας το μεγαλύτερο φάσμα των σεξουαλικών συμπεριφορών και παθολογικοποιώντας τις «αποκλίσεις», οι αποκαλύψεις του Ινστιτούτου προκάλεσαν ένα πραγματικό σοκ, γαργαλώντας τον καταναγκαστικό πουριτανισμό και τραβώντας το λευκό σεντόνι της υποκριτικής σεμνοτυφίας. Παράλληλα, εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου, οποιαδήποτε απόπειρα ξεκουρδίσματος της θρησκευτικής ενορχήστρωσης της ζωής ταυτιζόταν με τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Είναι χαρακτηριστικό το πρωτοσέλιδο των «Indianapolis Times» με την αυστηρή προειδοποίηση «Kinseyism Aids Reds» (σε ελεύθερη απόδοση, «Ο κινσεϊσμός ενισχύει τα κουμμούνια»). Ο Κίνσεϊ βρέθηκε στο στόχαστρο του διαβόητου γερουσιαστή Μακάρθι, ο διευθυντής του FBI Εντγκαρ Χούβερ έφτιαξε έναν φάκελο για την περίπτωσή του, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ απέλυσε εκατοντάδες εργαζομένους που υποψιαζόταν ως γκέι και το Ιδρυμα Ροκφέλερ διέκοψε τη χρηματοδότησή του προς το Ινστιτούτο. Το όραμα του Κίνσεϊ να συγκεντρώσει 100.000 συνεντεύξεις για τη μελέτη της ανθρώπινης σεξουαλικότητας ξεθώριασε απότομα, ο ίδιος βυθίστηκε στην κατάθλιψη, υπέφερε από διαταραχές ύπνου, η υγεία του επιδεινώθηκε και τελικά πέθανε το 1956, σε ηλικία μόλις 62 ετών.

Ωστόσο, παρά τη σκιά της λογοκρισίας, υπήρχε μια καταγεγραμμένη συλλογική εμπειρία που έθεσε τις βάσεις τόσο για την ανάπτυξη του επιστημονικού κλάδου της σεξολογίας, όσο και για τα κινήματα σεξουαλικής χειραφέτησης που ξεπήδησαν τη δεκαετία του ’60. Παράλληλα, συνεχίστηκαν και οι επικρίσεις για τις μεθόδους του Αλφρεντ Κίνσεϊ. Η πιο σημαντική αφορά την προστασία των συντευξιαζόμενων, ακόμη και όταν προέκυπταν έκνομες δραστηριότητες. Συγκεκριμένα, ανάμεσα στις χιλιάδες συνεντεύξεις που πήρε ο Κίνσεϊ και η ομάδα του, υπήρχαν και εννέα από παιδόφιλους. Ο ένας από αυτούς δήλωσε ότι είχε βιντεοσκοπήσει τις σεξουαλικές του δραστηριότητες με εκατοντάδες ανήλικα παιδιά. Αυτό που του καταλογίζεται είναι ότι δεν ανέφερε στις αστυνομικές Αρχές αυτά τα συμβάντα, διακινδυνεύοντας τη δημόσια ασφάλεια. Ο ίδιος συνήθιζε να λέει ότι «δεν είμαστε δικαστές των συμπεριφορών που περιγράφουμε, είμαστε μονάχα ρεπόρτερ». Ορισμένοι διαφωνούντες έφτασαν μέχρι το αμερικανικό δικαστήριο, κατηγορώντας το Ινστιτούτο Κίνσεϊ για συνενοχή σε περιπτώσεις παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, αλλά το δικαστήριο απέρριψε τις κατηγορίες το 1994: «Ο Κίνσεϊ και η ομάδα του όντως συγκέντρωσαν μαρτυρίες και από τέτοιους ανθρώπους. Ολοι πλην ενός μέλους της ομάδας συμφώνησαν να μην τις αναφέρουν στην αστυνομία. Δεν προώθησε ο Κίνσεϊ αυτή τη δραστηριότητα, δεν εκπαίδευσε κανέναν σε αυτές τις συμπεριφορές, ούτε αυτός ούτε η ομάδα του αναμείχθηκαν σε πειράματα με παιδιά και σε καμία περίπτωση κανένα μέλος της ομάδας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παιδόφιλος». Αυτή, πάντως, υπήρξε η πιο αμφιλεγόμενη πτυχή στην ιστορία των ερευνών του Ινστιτούτου και η δημόσια αντιπαράθεση για το θέμα συνεχίζεται έως σήμερα. Από εκεί και πέρα, κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί και άλλες ενστάσεις που αφορούν την αξιοπιστία των συμπερασμάτων τα οποία προέκυψαν ή την ίδια την κλίμακα Κίνσεϊ, που χρησιμοποιεί μια διαβάθμιση από το 0 έως το 6 για να περιγράψει τη σεξουαλική συμπεριφορά και όχι την ταυτότητα ενός ατόμου. Η επιστημονική κοινότητα των σεξολόγων πλέον πιστεύει ότι αυτή είναι ανεπαρκής, καθώς καταγράφει μόνο τα επεισόδια της σεξουαλικής συμπεριφοράς και όχι όλη την πολυπλοκότητά της, η οποία εμπεριέχει σκέψεις, συναισθήματα και φαντασιώσεις.
«Το έργο του Αλφρεντ Κίνσεϊ είχε πολύ μεγάλη κοινωνική επίδραση. Λειτούργησε στην πραγματικότητα ως πρελούδιο για τα κινήματα της δεκαετίας του ’60. Την ίδια δεκαετία, ο Αμερικανικός Οργανισμός Φαρμάκων ενέκρινε για πρώτη φορά το αντισυλληπτικό χάπι. Ακολούθησαν κι άλλες έρευνες, και το 1978 ιδρύθηκε η Παγκόσμια Εταιρεία Σεξολογίας (WAS). Το 1982 παρουσιάστηκε η πρώτη φαρμακευτική θεραπεία για τη στυτική δυσλειτουργία. Αυτοί ήταν οι πιο σημαντικοί σταθμοί για τη σεξολογία και τη σεξουαλική ιατρική» αναφέρει η διδάκτωρ Ψυχολογίας, ειδικευμένη σε θέματα σεξουαλικότητας και σχέσεων, Εύη Κυράνα.
Πάντως, ο Αλφρεντ Κίνσεϊ, παρά τους αφορισμούς που δέχθηκε, δικαιώθηκε μακροπρόθεσμα για την επιμονή του στη μελέτη της σεξουαλικότητας και τη διαύγειά του να ιδρύσει έναν επιστημονικό φορέα που θα ασχολείται επισταμένα με το ζήτημα. Πλέον, το Ινστιτούτο Κίνσεϊ αποτελεί θεσμό της αμερικανικής ακαδημαϊκής κοινότητας, καθώς και σημείο αναφοράς για ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, ενώ εξακολουθεί να παράγει σημαντικό ερευνητικό έργο σε διάφορα πεδία. Το 2010, με έρευνά του ανέδειξε 41 διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους κάνουν σεξ οι Αμερικανοί, αλλά και την απόσταση που εξακολουθεί να υφίσταται μεταξύ της ανδρικής και της γυναικείας επίγνωσης πάνω στον οργασμό, καθώς το 85% των ανδρών υποστήριξε ότι προκαλεί οργασμό στη σύντροφό του με το 64% των γυναικών να αντιτείνει ότι αυτό δεν ισχύει. Με άλλη έρευνα επικύρωσε τον σημαντικό ρόλο της αυτοϊκανοποίησης στη σεξουαλική ζωή των ανθρώπων, καθώς το 60% των ανδρών και το 40% των γυναικών δήλωσαν ότι αυτοϊκανοποιούνται. Εισήγαγε την έννοια του «coregasm» που αναφέρεται στη σεξουαλική διάσταση της σωματικής άσκησης και τον οργασμό που επιτυγχάνεται μέσω αυτής. Λάνσαρε το Kinsey Reporter, τη δυνατότητα δηλαδή οποιουδήποτε να αποθηκεύει στο κινητό του τηλέφωνο δεδομένα για τη σεξουαλική του ζωή και να τα αποστέλλει ανώνυμα στο Ινστιτούτο. Διεύρυνε τα πεδία της αναζήτησής του μελετώντας ευρύτερα τις ερωτικές σχέσεις και αναδεικνύοντας τη σημασία του αγγίγματος, του φιλιού και της φροντίδας στις μακροχρόνιες σχέσεις. Ασχολήθηκε το 2012 με το θέμα του βιασμού και της σεξουαλικής κακοποίησης με επίκεντρο την Ιντιάνα, όπου μία στις πέντε γυναίκες ήταν θύματα βιασμού, και εκτίμησε το οικονομικό κόστος του βιασμού στα 5,8 δισ. δολάρια ετησίως.
Το λογότυπό του είναι εμπνευσμένο από την αρχαιοελληνική μυθολογία: η κόκκινη ανεμώνη ως το λουλούδι της θεάς Αφροδίτης συμβολίζει τον έρωτα και την εαρινή αναγέννηση. Το Ινστιτούτο Κίνσεϊ διαθέτει μία από τις πιο πλούσιες βιβλιοθήκες, με 150.000 τίτλους, και διοργανώνει κάθε χρόνο καλλιτεχνικές εκθέσεις με θέματα γύρω από το σεξ, την ταυτότητα φύλου, τον ρομαντισμό κ.λπ. Δημιούργησε, επίσης, τη σελίδα kinseyconfidential.org με εκλαϊκευμένες πληροφορίες για ζητήματα σεξουαλικής υγείας και τη δημοφιλή στήλη Q&A, όπου οι αναγνώστες μπορούν να απευθύνουν τα δικά τους ερωτήματα. Από το 2014 τα ηνία του Ινστιτούτου ανέλαβε η καθηγήτρια Βιολογίας Σου Κάρτερ, η οποία θέτει σταδιακά τις δικές της προτεραιότητες για τον προσανατολισμό του Ινστιτούτου. Αυτό δεν είναι καθόλου παράδοξο για την κουλτούρα του φορέα. Μπορεί το Ινστιτούτο σε επίπεδο κοινωνικής συνείδησης και ιστορικής μνήμης να είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη σεξουαλικότητα, ωστόσο κάθε διοίκηση χρωμάτιζε με έναν ξεχωριστό τρόπο, και σε συνάρτηση με τις ευρύτερες κοινωνικές μεταβολές, την έμφαση των ερευνών. Τη δεκαετία του ’60, για παράδειγμα, ασχολήθηκε πολύ με τη μελέτη της ομοφυλόφιλης κοινότητας, τη δεκαετία του ’80 με το AIDS, τη σεξουαλική αγωγή και τις ριψοκίνδυνες σεξουαλικές πρακτικές, στις αρχές του 2000 στράφηκε προς την καταγραφή της σεξουαλικής κακοποίησης και τη μελέτη των μακροχρόνιων σχέσεων. Η Σου Κάρτερ τώρα εστιάζει κυρίως στον έρωτα και την ευεξία στις σχέσεις, στο transgender κίνημα, στις ιατρικές επεμβάσεις. «Δεν εγκαταλείπουμε το σεξ και την αναπαραγωγή. Πιστεύω, όμως, ότι η σεξουαλικότητα πρέπει να ιδωθεί στα συμφραζόμενα των ανθρώπινων σχέσεων. Το να δουλεύουμε μόνο στη σεξουαλική συμπεριφορά για εμένα δεν είναι επαρκές. Πρέπει να κατανοήσουμε την αλληλεπίδραση σεξουαλικότητας και σχέσεων» δηλώνει η ίδια.
«Σίγουρα σήμερα είμαστε πολύ καλύτερα σε σχέση με τη ζοφερή εποχή που ιδρύθηκε το Ινστιτούτο. Οι άνθρωποι που υποφέρουν σιωπηλά είναι λιγότεροι. Εχουμε πολύ δρόμο, όμως, ακόμη να διανύσουμε και πολλά ταμπού να ξεπεράσουμε. Δείτε, για παράδειγμα, τη σεξουαλική αγωγή στο εκπαιδευτικό σύστημα: παραμένει προσηλωμένη μόνο στην αποφυγή των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων και δεν προκρίνει την αυτογνωσία, την ανακάλυψη του σώματος και την ευχαρίστηση. Υπάρχει ένα έλλειμμα στο να μπορεί ο καθένας να νιώθει άνετα με τη σεξουαλικότητά του και να σέβεται τη σεξουαλικότητα των άλλων» επισημαίνει η ελληνίδα ψυχολόγος Εύη Κυράνα.
Το Ινστιτούτο γιορτάζει τα 70ά του γενέθλια στο μεταιχμιακό σύμπαν της προόδου και της οπισθοδρόμησης. Από τη μία, ολοένα και περισσότεροι, κυρίως νέοι άνθρωποι, ξεφορτώνονται τις ταμπέλες της κανονικότητας και επιδιώκουν την ορατότητά τους με συνοδοιπόρο τη σύγχρονη κοινωνιοψυχολογική σκέψη της αποδόμησης των παραδοσιακών ταυτοτήτων φύλου και σεξουαλικότητας. Από την άλλη, όλες οι εκδοχές του θρησκευτικού φονταμενταλισμού και του πολιτικού συντηρητισμού επιχειρούν μια σκοταδιστική διολίσθηση σε πρακτικές ελέγχου του σώματος και στιγματισμού της ετερότητας. Η προσπάθεια ποινικοποίησης των αμβλώσεων στην Πολωνία, οι επιθέσεις σε κέντρα αμβλώσεων στις ΗΠΑ, η καταπίεση LGBT ανθρώπων στα ισλαμικά καθεστώτα, οι ομοφοβικές και τρανσφοβικές επιθέσεις στη χώρα μας είναι τέτοιες εκφάνσεις. Με αυτή την έννοια, η κληρονομιά του Κίνσεϊ παραμένει βαριά, καθώς διατηρεί ενεργό το διακύβευμα της επιθυμίας, ως έναν αιρετικό και απολύτως κοσμικό δρόμο για την αιωνιότητα, με τον τρόπο που τον οραματίστηκαν λίγα χρόνια μετά τη δράση του αμερικανού καθηγητή οι γάλλοι σουρεαλιστές: «Η αιωνιότητα αρχίζει και τελειώνει στο κρεβάτι» (Αντρέ Μπρετόν – Φιλίπ Σουπό).

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ