Αυτό το «Γουότεργκεϊτ» πέρασε στα ψιλά. Η κοινή γνώμη, χορτάτη από το τσίρκο Τραμπ, δεν πολυασχολήθηκε. Η ερευνητική δημοσιογραφία, μακριά από τις δόξες των Γούντγουορντ και Μπέρνστιν, δεν το ανέδειξε. Η σφαίρα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, περίκλειστη όπως κάθε σφαίρα, κανιβάλισε αρκούντως το γεγονός για κάποια 24ωρα, κατόπιν το έθαψε στα έγκατα του timeline. Βλέπετε, το 2016 δεν είναι το 1972, οι διακομιστές της Εθνικής Επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος δεν είναι τα εμβληματικά γραφεία της στο κτίριο Γουότεργκεϊτ, τα e-mail δεν είναι «κοριοί», οι ρώσοι χάκερ δεν είναι οι «plumbers» του προέδρου Νίξον.
Η υποκλοπή τον περασμένο Μάιο 19.252 ηλεκτρονικών συνομιλιών των στελεχών των Δημοκρατικών από την ομάδα ηλεκτρονικής κατασκοπείας Fancy Bear, συνδεδεμένη κατά το αμερικανικό υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας με την κυβερνητική υπηρεσία αντικατασκοπείας GRU –το ρωσικό αντίστοιχο της CIA -, μπορεί να συναγωνίζεται σε σημασία και πολιτικές προεκτάσεις τη γνωστότερη διάρρηξη της Ιστορίας των ΗΠΑ, της λείπουν όμως οι άνθρωποι. Ολα είναι πιο απρόσωπα στην εικονική πραγματικότητα, όλα είναι πιο περίπλοκα, μπλεγμένα σε τεχνικούς όρους, τυλιγμένα σε απόκρυφες διαδικασίες και ως εκ τούτου λιγότερο ικανά να συντηρήσουν το ενδιαφέρον του κοινού στην κατακραυγή.
Αν θέλετε απόδειξη για αυτό, δείτε τον ντόρο για τα περίφημα e-mail της Χίλαρι Κλίντον κατά τη διάρκεια της θητείας της στο υπουργείο Εξωτερικών, τα οποία στέλνονταν από προσωπικό, όχι από τον επίσημο κρατικό διακομιστή. Το ξεψάχνισμά τους επί έναν χρόνο από το FBI για δόλιες πρακτικές δεν κούνησε φύλλο για το κοινό, ωστόσο η ανακοίνωση την Παρασκευή 28 Οκτωβρίου ότι το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών βρήκε κι άλλα στο λάπτοπ της στενής συνεργάτιδάς της, Χούμα Αμπεντίν, πρώην συζύγου του πρώην βουλευτή των Δημοκρατικών και κατά συρροή αποστολέα σεξομηνυμάτων Αντονι Γουάινερ, απειλεί να καταστήσει τον διαφαινόμενο περίπατο της Χίλαρι στις εκλογές της 8ης Νοεμβρίου ένα εκλογικό θρίλερ. Πρόσωπα, σεξ, κρυμμένα γράμματα ηχούν απείρως πιο λαχταριστά από δεδομένα, χάκερ, κλεμμένα στοιχεία –ασχέτως αν αυτά τα τελευταία συνιστούν κατά το περιοδικό «Esquire» κάτι πρωτοφανές ακόμη και για την εποχή του Ψυχρού Πολέμου: «Την πρώτη προσπάθεια ανάμειξης στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές» από πλευράς Ρωσίας.
Υποκλέπτοντας τους Δηµοκρατικούς


«Η κατασκοπεία, το «ιδιωτικώς οράν», είναι η τέχνη του μπανιστηρτζή» έγραφε ο μεγάλος αμερικανός κριτικός Τζορτζ Στάινερ. Και στις 22 Ιουλίου 2016 τα WikiLeaks ανέβασαν στον ιστότοπό τους έναν θησαυρό ηλεκτρονικού μπανιστηριού: τις υποκλαπείσες συνομιλίες μεταξύ των υπεύθυνων της Εθνικής Επιτροπής, κεντρικού διευθυντικού οργάνου του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ. Το περιεχόμενο ήταν περισσότερο υπαινικτικό παρά εκρηκτικό: σημαίνοντα στελέχη της επιτροπής, μεταξύ τους και η πρόεδρός της, Ντέμπι Βάσερμαν Σουλτς, έμοιαζαν να ευνοούν τη Χίλαρι Κλίντον σε βάρος του ανθυποψηφίου της για το χρίσμα του κόμματος εν όψει των προεδρικών εκλογών του 2016, Μπέρνι Σάντερς. Τρεις ημέρες πριν από τη σύγκληση του συνεδρίου του κόμματος στη Φιλαδέλφεια, η δημοσίευση δεν επηρέαζε την πορεία των προκριματικών εκλογών (η Κλίντον είχε ήδη επικρατήσει), αποδείκνυε όμως βάσιμους τους πρότερους ισχυρισμούς του Σάντερς σχετικά με την εχθρική προδιάθεση του κομματικού κατεστημένου απέναντί του.
Βαρύτερο ήταν το πλήγμα για το κύρος των Δημοκρατικών από την περιγραφή του «εκλεπτυσμένου, ευνοιοκρατικού και συχνά ωμά συναλλακτικού χαρακτήρα των επαφών που απαιτούνται για να συναχθεί μια σοδειά εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων από τις τάξεις των πλούσιων δωρητών του κόμματος», όπως έγραφαν στις 27 Ιουλίου οι «New York Times», ή των «καταλόγων (κυρίως δωρητών) για δυνητικούς διορισμούς σε ομοσπονδιακές επιτροπές», που αποκάλυπτε στις 29 Ιουλίου η «Huffington Post». Ωστόσο, ήταν πολύ αργά για σχίσματα: ο Σάντερς είχε ήδη ταχθεί υπέρ της Χίλαρι λαμβάνοντας σε αντάλλαγμα την υπόσχεση για υιοθέτηση ορισμένων στοιχείων του δικού του ριζοσπαστικότερου προγράμματος, η Σουλτς παραιτήθηκε ως είθισται για λόγους ευθιξίας, ο αχός καταλάγιασε.
Και άρχισε ο θόρυβος. Οι Δημοκρατικοί ανέθεσαν άμεσα τη διερεύνηση του συμβάντος στην εγνωσμένης αξίας εταιρεία ηλεκτρονικής ασφάλειας CrowdStrike, η οποία ταυτοποίησε τα ψηφιακά αποτυπώματα των διαρρηκτών. Από τις 14 Ιουνίου ήδη γνωστοποίησε στους εργοδότες της, και μέσω αυτών στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, ότι τα ίχνη οδηγούσαν σε μια μακροχρόνια επιχείρηση υποκλοπής με διάρκεια από τον Ιανουάριο του 2015 έως τον Μάιο του 2016. Ως δράστες της κατονόμαζε δύο συγκροτήματα ρώσων χάκερ, με τα ονόματα Fancy Bear και Cozy Bear. Τόσο η CrowdStrike όσο και το FBI θεωρούν ότι οι εν λόγω σχηματισμοί αποτελούν προκάλυψη των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών GRU και FSB αντίστοιχα. Τα συμπεράσματα διέρρευσαν στον Τύπο, ενώ στο εσωτερικό της αμερικανικής κυβέρνησης ξέσπασε ένας μικρός εμφύλιος αναφορικά με τη φύση των αντιποίνων: σύμφωνα με όσα έγραφε στο «Time» στις 10 Σεπτεμβρίου ο Μάσιμο Καλαμπρέζι, το υπουργείο Δικαιοσύνης τασσόταν ζωηρά υπέρ μιας δημόσιας καταγγελίας της ρωσικής κίνησης, ο Μπαράκ Ομπάμα και οι στενότεροι σύμβουλοί του σε θέματα εθνικής ασφάλειας ανησυχούσαν για τον κίνδυνο κλιμάκωσης σε επίπεδα ακήρυκτου διαδικτυακού πολέμου. Ωστόσο, η σκέψη και μόνο ευθείας αναφοράς σε ρωσικό κυβερνητικό δάκτυλο φαίνεται πως σε κάποιους κύκλους εξελήφθη ως απάντηση.
«Μην παίζετε µαζί µας»


Στα μέσα Αυγούστου μια άγνωστη προηγουμένως ομάδα χάκερ με το όνομα Shadow Brokers ανάρτησε στο Twitter μια ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία θα έθετε σε δημοπρασία μια σειρά ηλεκτρονικών όπλων υποτιθέμενης αξίας 500 εκατ. δολαρίων. Προκειμένου να αποδείξουν ότι η πραμάτεια τους ήταν αληθινή, οι Shadow Brokers διέθεσαν ελεύθερη πρόσβαση σε 4.000 αρχεία έκτασης 250 ΜΒ, τα οποία θα μπορούσαν να αναλυθούν από τον κάθε ενδιαφερόμενο ως προς την αυθεντικότητά τους. Τα συμπεράσματα των αναλυτών ασφαλείας που έσπευσαν να ελέγξουν το υλικό επιβεβαίωσαν τη γνησιότητα, όπως και την αναπάντεχη προέλευση των προγραμμάτων: επρόκειτο για περιουσία του Equation Group, μιας διακεκριμένης ομάδας ηλεκτρονικού πολέμου της NSA, της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφάλειας των ΗΠΑ. Τόσο η ενέργεια (η υποκλοπή εργαλείων από μια κορυφαία οργάνωση αντικατασκοπείας) όσο και η εκμετάλλευσή της (η δημόσια ανακοίνωση πλειοδοσίας επί της λείας) ήταν ασυνήθιστες: παρόμοιες πράξεις τελούνται εν κρυπτώ και παραβύστω και το όποιο χρηματικό αντίτιμο παρέχεται μέσω του dark web –των «μαύρων» περιοχών του Ιnternet, όπου πίσω από ηλεκτρονικά τείχη διακινούνται πάσης φύσεως προϊόντα παρανομίας. Το μέσον, ωστόσο, της κλοπής είχε γίνει γνωστό. Το πρόβλημα πλέον αφορούσε το μήνυμα.
Κατά κοινή ερμηνεία, τίποτα στη δράση των Shadow Brokers δεν ήταν αυτό που φαινόταν –η επίθεση, ο πλειστηριασμός ή η ταυτότητα των χάκερ. «Είναι μια «επιχείρηση ψευδούς σημαίας»» έλεγε στις 20 Αυγούστου στους «Financial Times» η Ορλα Κοξ, διευθύντρια ηλεκτρονικής ασφάλειας στη γνωστή εταιρεία λογισμικού Symantec –όπου «false flag operation» ο όρος που περιγράφει μια πράξη δολιοφθοράς η οποία παράλληλα αποδίδει σε άλλους την ευθύνη για την πραγματοποίησή της, στρέφοντας τις έρευνες σε λάθος κατεύθυνση. Η Κοξ χρησιμοποιούσε εδώ τη λέξη μεταφορικά: «Το θέμα δεν είναι το χρήμα, πρόκειται για άσκηση δημοσίων σχέσεων» πρόσθετε. Τι είδους «δημόσιες σχέσεις» ήταν αυτές έσπευσε να προσδιορίσει ο ίδιος ο πρύτανης των υποκλοπών, ο πολύς Εντουαρντ Σνόουντεν: «Περιστασιακές ενδείξεις αλλά και ο κοινός νους υποδεικνύουν ότι ευθύνονται οι Ρώσοι. Η διαρροή μοιάζει να στέλνει ένα μήνυμα ότι, αν το παιχνίδι της απόδοσης ευθυνών κλιμακωθεί, η κατάσταση μπορεί γρήγορα να ξεφύγει» ενημέρωνε τα 2,3 εκατομμύρια των followers στο Twitter του. Αυτό που εννοούσε ο Σνόουντεν (και πολλοί αμερικανοί αναλυτές συμμερίζονται) είναι ότι η υποκλοπή στην NSA αποτελούσε συγκαλυμμένη απειλή κατά μιας πιθανής επίσημης παράθεσης στοιχείων που θα ενοχοποιούσαν την ομάδα Fancy Bear και τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες για την επίθεση στους διακομιστές της Εθνικής Επιτροπής των Δημοκρατικών. «Επρόκειτο για προειδοποίηση ότι οι χάκερ ήταν έτοιμοι να δημοσιοποιήσουν ένα κλειδί που θα αποδέσμευε ένα κρυπτογραφημένο πακέτο με μια δεύτερη δόση κλεμμένων εργαλείων» έγραφε στις 20 Οκτωβρίου στο «Esquire» ο Τόμας Ριντ, καθηγητής σπουδών Ασφαλείας στο Κινγκς Κόλετζ του Λονδίνου. «Σαν ένα κομμένο αφτί σταλμένο σε φάκελο, η ανακοίνωση έλεγε στους Αμερικανούς: «Μην παίζετε μαζί μας»».
Το «δόγµα Γερασίµοφ»


Το παιχνίδι, όμως, είναι δεδομένο εδώ και 70 χρόνια. Από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου αψιμαχίες, μικροενοχλήσεις, απόπειρες προγεφυρωμάτων πολιτικής επιρροής ή αλλοίωσης εκλογικών αποτελεσμάτων στους δορυφόρους του αντιπάλου συνιστούσαν ψωμοτύρι των μυστικών υπηρεσιών. Αν διαφέρει σε κάτι η ρωσική προσέγγιση τα τελευταία δυόμισι χρόνια, αυτό για τον δημοσιογράφο Μάσιμο Καλαμπρέζι είναι ο βαθμός και η συστηματικότητα. Αρχής γενομένης από τις προεδρικές εκλογές της Ουκρανίας τον Μάιο του 2014, όταν η ρωσική ομάδα χάκερ CyberBerkut «έριξε» το ηλεκτρονικό δίκτυο της κεντρικής εκλογικής επιτροπής τρεις ημέρες πριν από την ψηφοφορία, εντοπίζει ένα μοτίβο παρεμβάσεων, διακριτικών και μη, στη Γαλλία, στη Γερμανία και στη Μεγάλη Βρετανία. Εν όψει των περιφερειακών εκλογών του 2015, η Μαρίν Λεπέν χρηματοδοτήθηκε με 9 εκατ. ευρώ από μια ρωσική τράπεζα με στενούς δεσμούς με το Κρεμλίνο. Εν όψει των γερμανικών ομοσπονδιακών εκλογών του 2017, ο Αρνε Σένμπομ, κορυφαίος κρατικός αξιωματούχος για ζητήματα ηλεκτρονικής ασφάλειας, δήλωνε τον περασμένο Αύγουστο ότι οι πρόσφατες ρωσικές επιθέσεις σε λογαριασμούς e-mail στελεχών των Χριστιανοδημοκρατών αποτελούν πρόβα μελλοντικής ανάμειξης. Εν όψει του δημοψηφίσματος του Ιουνίου για την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ενωση, η βρετανική υπηρεσία πληροφοριών GCHQ απέκρουσε την προσπάθεια των Fancy Bear να χακάρουν κυβερνητικούς διακομιστές και τηλεοπτικά δίκτυα. Εν όψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου, γράφει ο Καλαμπρέζι, οι Fancy Bear έχουν αποδεδειγμένα βάλει χέρι όχι μόνο στα e-mail των Δημοκρατικών, αλλά και σε στοιχεία 85.000 ψηφοφόρων του Ιλινόι και σε κωδικούς υπαλλήλων εκλογικού γραφείου της Αριζόνα που φυλάσσουν τα προσωπικά δεδομένα 4 εκατ. πολιτών.
Τι ελπίζουν να πετύχουν με όλα αυτά; Το «δόγμα Γερασίμοφ» απαντά ο Καλαμπρέζι. Την περίφημη, με άλλα λόγια, αποστροφή του 61χρονου αρχηγού του ρωσικού επιτελείου στρατού, ο οποίος το 2013 διακήρυττε ότι «ένα κράτος που ευδοκιμεί πλήρως μπορεί σε διάστημα μηνών ή ημερών να μετατραπεί σε πεδίο άγριας στρατιωτικής σύγκρουσης μέσω πολιτικών, οικονομικών, πληροφορικών, ανθρωπιστικών και άλλων μη στρατιωτικών μέτρων, σε συνδυασμό με το δυναμικό διαμαρτυρίας του πληθυσμού». Είναι το μοντέλο της χαμηλής έντασης σύγκρουσης με την Ουκρανία, πριν και μετά την προσάρτηση της Κριμαίας. Επειδή, ωστόσο, ούτε οι ΗΠΑ είναι Ουκρανία ούτε το ανεξάρτητο σύστημα των μηχανών ψηφοφορίας τους εξαρτάται από το Διαδίκτυο, αυτό που το δόγμα του ρώσου στρατηγού θα μπορούσε να υπηρετήσει εδώ θα ήταν μια συμβολική νίκη: να φροντίσει με παρεμβολές στη διαδικασία για τη διασπορά αμφιβολιών στην αμερικανική κοινή γνώμη ως προς το εκλογικό αποτέλεσμα και το αδιάβλητό του.
Μαριονέτες και Μπανανίες
Να προσέλθει ο μάρτυς Ντόναλντ Τραμπ. Από τον Αύγουστο έως τον Οκτώβριο ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών δεν έπαψε να διαλαλεί ότι οι εκλογές είναι «στημένες» με ευθύνη των μέσων ενημέρωσης και του κατεστημένου αυτής της «κακιάς γυναίκας», της Χίλαρι Κλίντον. Για κάποιο χρονικό διάστημα αρνούνταν, μάλιστα, να δηλώσει ότι θα αποδεχθεί την ετυμηγορία της κάλπης. Διόλου παράξενο για κάποιον που το 2012, κατά τη διάρκεια της ροής των πρώτων αποτελεσμάτων, υποστήριζε ότι ο Μπαράκ Ομπάμα είχε χάσει τη λαϊκή ψήφο και καλούσε σε «επανάσταση! Αυτές οι εκλογές είναι απάτη και παρωδία. Δεν είμαστε δημοκρατία!». Με την ίδια ευκολία που είχε εξαφανίσει τότε μια διαφορά 5 εκατομμυρίων ψήφων υπέρ τού νυν προέδρου, θα μπορούσε στις 8 Νοεμβρίου να επικαλεστεί πιθανές περιπλοκές, κακόβουλες ή μη, για να θέσει εν αμφιβόλω την έκβαση της εκλογής. Ισως αυτός είναι και ένας λανθάνων λόγος για τον οποίο η Χίλαρι έχει φροντίσει να τον ταυτίσει επανειλημμένα με δούρειο ίππο της Ρωσίας. Δεν είναι μόνο η δημόσια έκκληση του Ντόναλντ στις 27 Ιουλίου «Ρωσία, αν ακούς, ελπίζω να βρεις τα υπόλοιπα 30.000 χαμένα e-mail (σ.σ.: της Κλίντον)», οι δουλειές δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων με τον 63χρονο υπήκοο Καζακστάν, αποτυχημένο μπίζνεσμαν και σημερινό κάτοικο Τουρκίας, Ταρίκ Αρίφ, που αποκάλυψαν τον Αύγουστο οι «Financial Times», τα πουτινικής προέλευσης ποσά που ο πρώην διευθυντής της προεκλογικής εκστρατείας του, Πολ Μάναφορτ, έλαβε ως λομπίστας και σύμβουλος του ρωσόφιλου πρώην πρωθυπουργού της Ουκρανίας, Βίκτορ Γιανουκόβιτς, οι «εκρηκτικές πληροφορίες για τους στενούς δεσμούς και τον συντονισμό μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ, κορυφαίων συμβούλων του και της ρωσικής κυβέρνησης σε γνώση του FBI» που ο επικεφαλής των Δημοκρατικών στη Γερουσία, Χάρι Ριντ, κατήγγειλε με επίσημη επιστολή του στην υπηρεσία στις 30 Οκτωβρίου, η αποκάλυψη του περιοδικού «Slate» στις 31 Οκτωβρίου ότι σε κρίσιμες καμπές της προεκλογικής εκστρατείας υπήρχε θωρακισμένη ηλεκτρονικά επικοινωνία μεταξύ διακομιστών του υποψηφίου των Ρεπουμπλικανών και μιας τράπεζας στη Μόσχα. Είναι όλα αυτά και ο εκπεφρασμένος θαυμασμός του Τραμπ προς το πρόσωπο του Βλαντίμιρ Πούτιν που έκανε τη Χίλαρι να του απαντήσει στην τελευταία τηλεμαχία τους στις 19 Οκτωβρίου, όταν ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος παρατήρησε πως ο ρώσος πρόεδρος δεν τρέφει σεβασμό προς εκείνη, με το δηλητηριώδες σχόλιο «Είναι επειδή θα προτιμούσε μια μαριονέτα για πρόεδρο των ΗΠΑ».
Ανεξάρτητα από τον επόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ, ο τωρινός φρόντισε να καταστήσει τη θέση του σαφή. Στις 9 Σεπτεμβρίου, στο περιθώριο της συνόδου των G20 στη Χανγκζού της Κίνας, ο Μπαράκ Ομπάμα είχε μια 90λεπτη συνάντηση με τον Βλαντίμιρ Πούτιν κατά τη διάρκεια της οποίας και οι δύο έδιωξαν κάποια στιγμή τους συνεργάτες τους και συζήτησαν περί υποκλοπών, χάκερ και ηλεκτρονικών αρκούδων. Στις 8 Οκτωβρίου το υπουργείο Εθνικής Ασφάλειας και το γραφείο του διευθυντή Εθνικής Ασφάλειας σε κοινή τους δήλωση κατηγόρησαν επίσημα τη Ρωσία ως υπεύθυνη για την επίθεση στους διακομιστές της Εθνικής Επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος. Το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών με τη σειρά του απέρριψε τις κατηγορίες, κάνοντας λόγο για «άνευ προηγουμένου αντιρωσική υστερία». Και στις 27 Οκτωβρίου ο ίδιος ο Πούτιν, αφού δήλωσε ότι η χώρα του «αδιαφορεί» για τον νικητή των αμερικανικών εκλογών, διατύπωσε μια σειρά ρητορικών ερωτημάτων πασπαλισμένων με τον γνωστό σαρκασμό του: «Πιστεύει κανείς σοβαρά ότι μπορεί η Ρωσία να επηρεάσει την επιλογή του αμερικανικού λαού; Είναι η Αμερική καμιά Μπανανία;». Οχι, αλλά με τον Τραμπ σε απόσταση αναπνοής στις δημοσκοπήσεις, είναι να βάζει κανείς τώρα στοίχημα για το αν μπορεί να γίνει;

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ