Ενας από τους φημισμένους ζωγράφους του 20ού αιώνα, o Τζόρτζιο ντε Κίρικο, βάζει τις μεταφυσικές πινελιές του στο φυσικό περιβάλλον που διασχίζει η διαδρομή του νοσταλγικού τρένου του Πηλίου, από τα Ανω Λεχώνια μέχρι τις Μηλιές.

Ο θρυλικός «Μουντζούρης» δεν είναι πια μουντζούρης, αφού η «γιαγιά», όπως μου εξήγησε ο φροντιστής του ταξιδιού, δεν γέρασε απλώς υπερβολικά, αλλά «έφυγε» για πάντα. Η παλιά ατμομηχανή είναι πλέον άχρηστη και η μηχανή που σέρνει τα τέσσερα παλιά βαγόνια είναι ντιζελοκίνητη, αλλά στην ίδια όψη με την παλιά. Εχει ακόμη και φουγάρο, χωρίς να βγάζει τα σύννεφα του καπνού που έστελνε προς τον ουρανό η ατμομηχανή. Και είναι πολύ πιο γρήγορη.

«Ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο γεννήθηκε στον Βόλο (Ελλάδα) στις 10 Ιουλίου του 1888 από πατέρα Φλωρεντινό και μητέρα Γενοβέζα. Πέρασε τα πρώτα χρόνια της νιότης του στην πατρίδα του κλασικού πολιτισμού. Επαιξε κοντά στη θάλασσα που είδε να αποπλέει το καράβι των Αργοναυτών και στους πρόποδες του βουνού που γνώρισε τα παιδικά χρόνια του «ωκύποδος Αχιλλέως» και τις σοφές νουθεσίες του παιδαγωγού Κενταύρου. Στα δώδεκα χρόνια του παρακολουθούσε ήδη μαθήματα σχεδίου στην Αθήνα και επιδιδόταν στην αντιγραφή κλασικών αγαλμάτων, ερωτευμένος με τα αριστουργήματα της ελληνικής τέχνης».
Σκέφτομαι την αρχή της αυτοβιογραφίας του σπουδαίου αιρετικού της μεταφυσικής ζωγραφικής καθώς το τρενάκι περνάει πάνω από τη μεταλλική γέφυρα Ντε Κίρικο ακολουθώντας τις καμπύλες τροχιές, ενώ η γέφυρα είναι ίσια, για να μπει στον σταθμό των φημισμένων Μηλεών –κεφαλοχώρι των γραμμάτων, των βιβλίων και των δασκάλων του Γένους. Πέρα, λοιπόν, από το κλασικό κάλλος, υπάρχει η μεταφυσική ομορφιά. Οι αρχαίοι Ελληνες έφτασαν την τέχνη, τη γλυπτική κυρίως, στα όρια του φυσικού, στην τελειότητα σχεδόν, και οτιδήποτε άλλο πέρα από αυτά θα έπρεπε να δρασκελίσει με τόλμη τα σύνορα του μεταφυσικού. Ο ζωγράφος το τόλμησε γιατί έζησε εδώ και ζωγράφισε Ιστορία.
Η ατμομηχανή κυλάει σε μια παράπλευρη γραμμή του σταθμού των Μηλεών και όλοι οι παρευρισκόμενοι συντονίζονται με το «έι οπ» για να τη γυρίσουν με τα χέρια προς την κατεύθυνση της επιστροφής. Ο φροντιστής βάζει μερικά πεντάλεπτα πάνω στη γραμμή και τα πατά η μηχανή καθώς έρχεται για να συνδεθεί με τον συρμό. Ενα από αυτά το βάζει στην παλάμη του ζωγράφου Πάβλου Χαμπίδη που είναι στη συντροφιά μας και ζωγραφίζει τον σταθμό σαν παλιός περιηγητής (επάνω δεξιά)· για γούρι, λέει.
Σκέφτομαι ότι οι σταθμοί, οι γραμμές, οι γέφυρες, τα πέτρινα τόξα που από πάνω τους περνούν τα καλντερίμια, το φυσικό περιβάλλον, δεν έχουν αλλάξει από τότε που τα σχεδίασε ο πατέρας του Τζόρτζιο, Εβαρίστο ντε Κίρικο. Οπωσδήποτε ο μικρός ζωγράφος θα είχε απολαύσει πολλές φορές αυτό το ταξίδι και θα είχε αρχίσει να σχηματίζεται στον νου του η ιδέα για την Ελλάδα και το τοπίο της:

«Η Ελλάδα είναι μια χώρα με τις σωστές διαστάσεις. Τίποτα δεν είναι υπερβολικά ψηλό ή χαμηλό. Είναι λες και η χώρα έχει γεννηθεί και μεγαλώσει μέσα σε ένα θερμοκήπιο. Ο ωκεανός και οι Αλπεις βρίσκονται μακριά από την Ελλάδα. Ακόμη και ο ουρανός και η θάλασσα δεν είναι ποτέ υπερβολικά μπλε. Σαν ένα διάφανο, γκρίζο πέπλο να καλύπτει όλη τη χώρα. Τα βουνά δεν είναι ποτέ υπερβολικά ψηλά. Εχεις πάντα την εντύπωση ότι μπορείς να πας παντού με τα πόδια και χωρίς προσπάθεια. Τα ποτάμια δεν είναι ποτέ υπερβολικά πλατιά και υπάρχουν υδάτινα μονοπάτια που σε προσκαλούν να περιπλανηθείς στις όχθες τους και να αφεθείς σε φιλοσοφικό διαλογισμό».


Ο ζωγράφος θέλησε
να ζωγραφίσει αυτό που βλέπει η ψυχή, μέσω των εικόνων που βλέπουν τα μάτια ενός παιδιού κοιτάζοντας τα έργα των μεγάλων. Τα τρένα, τα κτίρια με τις καμπύλες και τα αετώματα, τα αρχαία αγάλματα και οι σκιές τους κρατούν κυριαρχική θέση στο έργο του. Αυτά μεταφέρουν στον καμβά τις φιλοσοφικές αναζητήσεις και τις ιδέες του. «Μυστήριο και μελαγχολία ενός δρόμου» (1914). Αυτός ο συρμός πίσω από την πλίνθινη μάντρα μπορεί να είναι και ο «Μουντζούρης», τον οποίο ο μικρός Τζόρτζιο παρακολουθεί σηκωμένος στις μύτες των ποδιών του να τρέχει από τον σταθμό του Βόλου προς τα Ανω Λεχώνια, που τώρα είναι η αφετηρία του, για να εκτελέσει αυτή την Κυριακή το τελευταίο τακτικό δρομολόγιο για φέτος. Μέχρι την άνοιξη, που θα αρχίσει πάλι τις προγραμματισμένες διαδρομές του, θα βγαίνει στις γραμμές του βουνού των Κενταύρων μόνο ναυλωμένο από γκρουπ επισκεπτών. Και όλο αυτό το διάστημα οι σταθμοί θα τυλιχτούν στα πέπλα του μυστηρίου και της μελαγχολίας.
Κάτω από αυτά τα πέπλα του μυστηρίου και της μελαγχολίας συναντήσαμε νωρίς το πρωί τον σταθμό της Ανω Γατζέας. Μας φιλοξενούσε, σαν στο σπίτι μας, η Αμαλία στη Villa Amanti (www.villa-amanti.com), μια αναπαλαιωμένη κατοικία συνεχώς ανοιχτή, για να γίνει το εξοχικό σπίτι στο Πήλιο μιας παρέας δύο έως δέκα ατόμων. Απέναντι από την πόρτα μας, δίπλα από τον τοίχο της εκκλησιάς με τα τρία θεόρατα κυπαρίσσια, ξεκινά το γοητευτικό καλντερίμι που ανηφορίζει για τον σταθμό, ανάμεσα σε παλιά, παραδοσιακά, σπίτια. Πριν από το πλάτωμα, το Μουσείο Ελιάς και Λαδιού Πηλίου, οι φωτογραφίες της Μαρίας Στέφωση, ο Κ. Π. Καβάφης και οι «…αβέβαιες μνήμες» τους. Στις φωτογραφίες ο αλεξανδρινός ποιητής σεργιανά στην Απάμεια της Συρίας ή στη Μεγάλη Λέπτη της Λιβύης, ενώ ακούγονται τα λόγια του Σεφέρη από τον «Βασιλιά της Ασίνης»: «…κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει ο χείμαρρος του ήλιου με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη».
Τα κίτρινα έως και πορτοκαλιά πλατανόφυλλα φτιάχνουν χαλί για να περάσει από πάνω τους η ατμοσφαιρική ερημία και να αγκαλιάσει το ασάλευτο, ωχρό κτίριο του σταθμού. Ετσι ήταν πάντα, μέχρι να ακουστεί από μακριά το τρενάκι να έρχεται. Ανοιγαν τα καταστήματα, τα καφενεία, και ο κόσμος πήγαινε και ερχόταν. Αυτή η αποφασιστική στιγμή έχει ακινητοποιηθεί γύρω στο 1971, όταν το τρενάκι σταμάτησε τα δρομολόγιά του και σταμάτησε και ο χρόνος μέσα στο παντοπωλείο «Η Νέα Αγορά» του Ιωάννη Παπαδόπουλου, τις πόρτες του οποίου μας ανοίγουν χατιρικά ο γιος του Γιώργος και η Μελίνα, για να μας μεταφέρουν σε μια άλλη εποχή. Διάφορες εποχές και ετερόκλητα πράγματα συναντώνται στα ράφια, ενώ στους τοίχους απλώνεται το χρώμα αλλοτινών καιρών μέσα από τις ρεκλάμες και τα ημερολόγια.

Ο Γιώργος κρατά στα χέρια του δύο παιδικές κουδουνίστρες, μία μεταλλική και μία πλαστική, δύο διαφορετικές εποχές, δύο διαφορετικές μνήμες.

Η παρουσία των αρχαίων θεών και μύθων που αναδύεται από το ελληνικό τοπίο καθόρισε την τέχνη του Τζόρτζιο ντε Κίρικο όπως και οι σταθμοί και οι αφετηρίες. Πιο πάνω από τον σταθμό στα Ανω Λεχώνια, την αφετηρία του τρένου του Πηλίου, λειτουργούσε πάντα ένας άλλος σταθμός για αυτούς που έρχονταν από τον Βόλο για να πάρουν καλό νερό από την παρακείμενη πηγή. Κάτω από έναν τεράστιο πλάτανο, το καφέ-οινοπαντοπωλείον «Ο Ηλίας» λειτουργεί ακόμη ως σταθμός. Εδώ η κυρία Μαρία κάνει την καλύτερη ομελέτα με πατάτες και εξαιρετικό σπετζοφάι, τη σπεσιαλιτέ του Πηλίου. Τα τσίπουρα έρχονται σύμφωνα με την παράδοση του Βόλου με τους μεζέδες τους, μελιτζάνα και πράσο τουρσί, κολιό παστό με πιπερίτσες, λακέρδα με κόκκινες πιπεριές και άλλα πολλά.
Η φύση και οι εποχές κάνουν τους κύκλους τους εδώ στο Πήλιο και μετά τις βροχές «φυτρώνει» ο παράδεισος του τροφοσυλλέκτη ανθρώπου. Μπήκαμε στο πευκοδάσος της Παλιοβίγλας, μεταξύ Πινακάτων και Αϊ-Γιώργη, συντροφιά με τον εικαστικό Γιώργο Τριανταφύλλου, την Τζίνα και τη Δήμητρα, για να βρούμε γουργουλιάνες, τα νόστιμα μανιτάρια. Το διαπιστώσαμε αμέσως μετά, όταν γίναμε πραγματική συντροφιά στο εστιατόριο του Στεφανή στον Αγιο Γεώργιο. Ο Γιώργος μας λέει ότι είναι παθιασμένος με τη συλλογή μανιταριών από ιδεολογία. «Η φύση είναι ο μεγαλύτερος και σημαντικότερος δάσκαλός μας. Κι εκεί έξω υπάρχει ένας μικρόκοσμος που με καλεί να τον γνωρίσω.

Το μανιτάρι σε αναγκάζει να σκύψεις ταπεινά μέχρι τη μάνα γη και να παρατηρήσεις από πολύ κοντά χρώματα, μορφές, ιδιότητες. Υπάρχουν μανιτάρια νόστιμα όταν τα τρως ή θανατηφόρα, και άλλα που, αν τα πάρεις στη σωστή δοσολογία, μπορεί να είναι και φάρμακο». Τα μανιτάρια ο Στεφανής τα έκανε τηγανητά και άλλα τα μαγείρεψε με λάδι, λίγο βούτυρο, τριμμένο σκόρδο και ψιλοκομμένη ντομάτα, με πάπρικα από πάνω. Ομως και πολλά από τα άλλα φαγητά έχουν έντονο το άρωμα της φύσης, όπως τα αβγά μάτια με χόρτα ή οι γίγαντες με πράσο και χόρτα και οι γαϊδουροουρές, ένα άγριο χόρτο, που τηγανίζονται με κουρκούτι. Κοντά σε αυτά έρχονται τα μανιτάρια φρικασέ, η ουρά μοσχαριού ή το τραγόπουλο που ψήνεται όλη τη νύχτα στον φούρνο της ξυλόσομπας, ο καβουρμάς με το πλιγούρι, και δημιουργούν μια πανδαισία που έρχεται από το παρελθόν και σε συντροφεύει μέχρι το μέλλον.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ