«Ταξιδεύω σημαίνει βλέπω τον κόσμο με καινούργιο βλέμμα. Το ταξίδι είναι μια αλλαγή που σε πηγαίνει πιο μακριά, όχι μόνο οριζοντίως αλλά και καθέτως, φθάνει ως τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής και, εν τέλει, το ταξίδι δεν είναι παρά μια στροφή προς τον εαυτό μας ώστε να καταλάβουμε και αυτόν και τον κόσμο».Ομιλεί ο Αδωνις, ο μεγαλύτερος εν ζωή άραβας ποιητής, και μας εκπλήσσει. Η συνέντευξή του στον Γρηγόρη Μπέκο για το ένθετο «Βιβλία» στο «Βήμα της Κυριακής» είναι μια άλλη, πρωτότυπη, συνειδητοποίηση του ταξιδιού. Ενα άλλο ταξίδι στην Ελλάδα και στη σκέψη της. Τα πιο ατμοσφαιρικά ταξίδια τα κάνουμε συντροφιά με τους ποιητές, με το σώμα και τις αισθήσεις μας ή με τον νου μας. Ας είναι αυτό ένα νεύμα αποχαιρετισμού στο εξωστρεφές καλοκαιράκι που έφυγε και ένα άγγιγμα στην παρειά του εσωστρεφούς χειμώνα που έρχεται. Μια διαρκής ενδοσκόπηση-προετοιμασία του επόμενου καλοκαιριού, που οπωσδήποτε θα έρθει.
Αέναο καλοκαίρι σηµαίνει αιώνια νησιά που ταξιδεύουν αδιάκοπα, ολόχρονα, και με τη σειρά τους ταξιδεύουν εμάς. Είναι από τα μεγαλύτερα θαύματα του αρχαίου και του νέου κόσμου πώς αυτές οι περίκλειστες από τον μέλανα πόντο ζωντανές υπάρξεις αναδίδουν παντοδύναμη την κινητήρια δύναμη της φυγής. Ισως επειδή οι άπειρες γραμμές των οριζόντων, που όλο και μετατοπίζονται πιο πέρα, σε παρασύρουν και σε πάνε και εσένα όλο και πιο μακριά. Αφήσαμε στον Αρχίλοχο τον Πάριο –«ψυχάς έχοντες κυμάτων εν αγκάλαις» –και στον Οδυσσέα Ελύτη «Εν λευκώ» να μας ξεδιαλύνουν το μυστήριο: «Μπροστά στη ράχη της Σέριφος, όταν ανεβαίνει ο ήλιος, τα πυροβόλα όλων των μεγάλων κοσμοθεωριών παθαίνουν αφλογιστία. Ο νους ξεπερνιέται από μερικά κύματα και λίγες πέτρες –κάτι παράλογο ίσως, παρ’ όλα αυτά ικανό να φέρνει τον άνθρωπο στις πραγματικές του διαστάσεις. Επειδή, τι άλλο θα του ήτανε πιο χρήσιμο για να ζήσει; Αν του αρέσει να ξεκινά λάθος, είναι γιατί δεν θέλει ν’ ακούσει. Ερήμην του το Αιγαίο λέει και ξαναλέει, εδώ και χιλιάδες χρόνια, με το στόμα του φλοίσβου, σ’ ένα μήκος ακτών απέραντο: αυτός είσαι!».

Ο Οδυσσέας Ελύτης
κοινοποιεί «Τα δημόσια και τα ιδιωτικά» και σκέφτεται φωναχτά: «Πήρε να χειμωνιάζει. Πλήθυναν οι άδειες καρέκλες γύρω μου. Εχω πιάσει γωνιά και πίνω καφέδες, φουμέρνοντας αντικρύ στο πέλαγος. Θα μπορούσα να περάσω έτσι μια ζωή ολόκληρη, αν δεν την έχω κιόλας περάσει». Τα νησιά δεν πέφτουν σε χειμερία νάρκη, αλλά σε χειμερία ενδοσκόπηση. Το χειμέριο κύμα ανεβαίνει πιο ψηλά και πάει πιο βαθιά. Πρέπει το Ξώμπουργο, η οχυρή κορυφή της Τήνου, να τυλιχτεί με τα πέπλα του χειμώνα για να αποκαλύψουν οι κάτοικοι του Τριποτάμου, σε στενό κύκλο, τα μύχια της ψυχής τους, από τον Κορνήλιο (Καστοριάδη) μέχρι το πανηγύρι των Εισοδίων της Θεοτόκου και το πρωτοχρονιάτικο έθιμο του Κάβου.
Το πανηγύρι είναι µια καλή ευκαιρία να γίνει το σκορπισμένο από το καλοκαίρι χωριό μια συντροφιά γύρω από τα μακριά, στρωμένα με όλου του κόσμου τα καλά, τραπέζια. Οι παρέες πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι που πανηγυρίζει, κάθονται, σηκώνουν τα ποτήρια τους γεμάτα ευχές και ευτυχία, τρώνε, απολαμβάνουν και δίνουν συνέχεια στην ευδαιμονία τους μπαίνοντας στην άλλη, ανοιχτή, πόρτα. Αυτός που δείχνει με μια διαρκή λάμψη στο πρόσωπό του ότι απολαμβάνει το πανηγύρι είναι ο Γερμανός Κωνσταντίνος Βράσε, από επιλογή κάτοικος Τριποτάμου εδώ και 43 χρόνια. Το 1973 πήγαινε με το πλοίο «Απόλλων» στη Σαντορίνη, αλλά τον τράβηξε η Τήνος. Κατέβηκε και έμεινε για πάντα. Δείχνει με υπερηφάνεια το κελάρι με τα κρασιά του και περιμένει την επόμενη ευκαιρία να βρεθεί με τους χωριανούς του σε γλέντι γύρω από το στρωμένο τραπέζι. Αυτό, μάλλον, θα είναι το μεσημέρι των Χριστουγέννων, στο επίσημο τραπέζι του Κάβου, της οικογένειας που έχει την εικόνα της Παναγίας στο σπίτι της και όλον τον χρόνο φροντίζει την εκκλησιά της. Αυτό το έθιμο έρχεται από τα τρίσβαθα της ψυχής του Τριποτάμου, είναι η ταυτότητά του. Οι οικογένειες περιμένουν υποχρεωτικά χρόνια και χρόνια για να γίνουν Κάβος. Από το πρωί των Χριστουγέννων, μαγειρεύουν μόνο οι άνδρες και τρώνε αρχίζοντας με βραστό. Το μεσημέρι συγκεντρώνονται γύρω από το τραπέζι μόνο οι άνδρες αρχηγοί των οικογενειών, τρώνε σαν σε αγιορείτικη τράπεζα ντολμάδες και στιφάδο, τσουγκρίζουν τάσια και λύνουν τις διαφορές που έχουν δημιουργηθεί μεταξύ τους τον χρόνο που πέρασε. Την επομένη των Χριστουγέννων τρώνε το μεσημέρι τα φαγητά που έχουν περισσέψει και αναλαμβάνει ο νέος Κάβος.
Ο λόγος ξανά στον Αδωνι: «Το ταξίδι είναι οι τόποι, η ομορφιά και η ιστορία που κρύβουν, αλλά και η μνήμη. Οποτε έρχομαι στην Ελλάδα ανακαλώ όλο το παρελθόν της. Εχω κατά νου τον Ηράκλειτο, τον Ομηρο, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη».Οι Δελφοί δεν είναι νησί, αλλά νησίδα που ταξιδεύει στο κέντρο της Υδρογείου. Μπορούμε, όμως, να προσεγγίσουμε από τη θάλασσα τον «Ομφαλό της Γης» συντροφιά με τον Γιώργο Σεφέρη: «Είναι όμορφο να ξεκινάς από την ακρογιαλιά και να μπαίνεις μέσα στα λιόδεντρα κάτω από τις ασημένιες φυλλωσιές του Κρισαίου Κάμπου, συλλαβίζοντας, καθώς περνάς, τις ρυτίδες της πυκνής σύναξης των κορμών. (…) Εκείνο που ξέρει κανείς τώρα είναι πως η διάρκεια τούτης της γης, καθώς και τούτης της γωνιάς μέσα στα λαγόνια του Παρνασσού, είναι σχετική· αύριο ή μετά μερικά εκατομμύρια χρόνια. Πώς όταν λέμε αιωνιότητα, δεν έχουμε στο νου κάτι που μετριέται με τα χρόνια, αλλά κάνουμε κάτι σαν την Πυθία που, όταν την έπαιρνε η έκσταση, έβλεπε όλο το χώρο και όλο το χρόνο, περασμένο και μελλούμενο, σαν ένα πράγμα. Ή, για να θυμηθώ το φίλο μου Ε. Μ. Forster, πρέπει να λέμε τα πράγματα αιώνια, για να μπορούμε ν’ αγωνιζόμαστε ως την τελευταία στιγμή μας και να χαιρόμαστε τη ζωή. Κάτι τέτοια θα μας ψιθύριζε ίσως τούτο το ιερό τέμενος».
Οι πέτρες είναι αιώνιες και η Μονεμβασιά νησί δεμένο στη μεγάλη στεριά με μια λεπτή λωρίδα γης. Ο Γιάννης Ρίτσος κοιτάζει τη Μονοβασιά «Μέσ’ απ’ τη σκουριά» και εμείς μαζί του:
«Ηταν η στέρηση, τ’ αγκάθια,
οι πέτρες, το πηγάδι.
Νερό αλμυρό –και πού να ξεδιψάσεις. Η αλμύρα
να δείχνει τα βαθιά της δίψας,
να δείχνει, να μετράει
το αμέτρητο της θάλασσας
–παράθυρα, μπαλκόνια,
μαντίλια αποχαιρετισμών για τις μεγάλες συναντήσεις
του άλλου καιρού, πιο κει απ’ τον θάνατο, πολύ πιο κει.
Στην πλατεία
τ’ αρχαίο κανόνι φαγωμένο
απ’ τον χρόνο και τ’ αλάτι·
το ίδιο τα μάνταλα και τα κλειδιά των ναών. Η σκουριά
έχει το μέγα μερτικό της».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ