Η είδηση σχετικά με την τελευταία ταινία του Ντένζελ Ουάσιγκτον, ένα «πειραγμένο» ριμέικ του κλασικού γουέστερν του 1960 «Και οι επτά ήταν υπέροχοι», είναι ότι ο δις βραβευμένος με Οσκαρ αμερικανός ηθοποιός δεν έχει δει καν την πρωτότυπη ταινία! Αυτό τουλάχιστον δηλώνει ο ίδιος. Δηλώνει επίσης ότι δεν έχει δει ούτε τους «Επτά σαμουράι» του Ακίρα Κουροσάβα, το ιαπωνικό φιλμ στο οποίο στηρίχθηκε το γουέστερν του Τζον Στέρτζες. Για την ακρίβεια, ο Ντένζελ Ουάσιγκτον δεν νιώθει και τόσο άνετα ακούγοντας τον χαρακτηρισμό «μυθικός» που ακολουθεί τόσο την ταινία του Στέρτζες όσο και τον πρωταγωνιστή της, Γιουλ Μπρίνερ, τον ρόλο του οποίου ο Ουάσιγκτον έχει αναλάβει να φέρει εις πέρας με τον δικό του τρόπο, στην ομότιτλη ταινία του Αντουάν Φουκουά που κάνει πρεμιέρα στις αίθουσες ανά τον πλανήτη αυτές τις ημέρες.
«Δεν γνωρίζω πώς να υποδυθώ τον «μυθικό»» σχολιάζει ο Ουάσιγκτον. «Δεν ξέρω τι μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο. Προσωπικά, απλώς κοιτάζω ό,τι μού δίνει το σενάριο και ψάχνω να βρω τι είναι αυτό που υπό συγκεκριμένες συνθήκες λέει για τον ήρωά μου. Ολα από εκεί ξεκινούν. Πρέπει να εμπιστευτείς το σενάριο και τον άνθρωπο που καλείται να το διαχειριστεί».
Ο Ουάσιγκτον, ο οποίος στις 28 του ερχόμενου Δεκεμβρίου θα κλείσει τα 62, είναι ένας ηθοποιός που εμπιστεύεται τους σκηνοθέτες με τους οποίους συνεργάζεται και ακριβώς λόγω της εμπιστοσύνης του αυτής με κάποιους έχει συνεργαστεί σε αρκετές ταινίες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο Σπάικ Λι και ο Τόνι Σκοτ. Με τον Αντουάν Φουκουά η γνωριμία του κρατάει χρόνια. Το 2002, ο Ουάσιγκτον κέρδισε το Οσκαρ α ανδρικού ρόλου για τον διεφθαρμένο αστυνομικό που υποδύθηκε στο φιλμ «Ημέρα εκπαίδευσης» του πρώτου. Ξανασυνεργάστηκαν στην ταινία «The Equalizer» (2014) που είχε τεράστια εμπορική επιτυχία (αυτή την εποχή ο Ουάσιγκτον γυρίζει τη συνέχειά της). Ετσι, ήρθε η σειρά των «Επτά υπέροχων», με τον ηθοποιό στον ρόλο του Σαμ Τσίσολμ, του κυνηγού επικηρυγμένων που αποφασίζει να ηγηθεί ομάδας επτά ανδρών με αποστολή την προστασία ενός πάμπτωχου χωριού, απειλούμενου από μια συμμορία κακοποιών. Κάνει ο ίδιος τη στρατολόγηση: ο δεινός σκοπευτής Γκούντναϊτ Ρομπισό (Ιθαν Χοκ), ο τζογαδόρος Τζος Φάραντεϊ (Κρις Πρατ), ο έμπειρος ιχνηλάτης Τζακ Χορν (Βίνσεντ Ντ’ Ονόφριο), ο Ινδιάνος Κόκκινος Θερισμός (Μάρτιν Σενσμάιερ), ο δολοφόνος Βάσκεζ (Μανουέλ Γκαρσία-Ρούλφο) και ο μαχαιροβγάλτης Μπίλι Ροκς (Μπιουνγκ-χαν Λι).
«Ο Σαμ πηγαίνει σε αυτό το μέρος αναζητώντας εκδίκηση για κάτι που συνέβη στην οικογένειά του» λέει ο Ουάσιγκτον. «Δεν γνωρίζω αν αυτό το στοιχείο υπάρχει στις άλλες εκδοχές, όμως στη δική μας ζητά εκδίκηση. Είναι μια ιστορία καλού και κακού και ο Σαμ δεν είναι εντελώς καλός».
Σε αντίθεση με τον πρωταγωνιστή του, ο Αντουάν Φουκουά υπήρξε λάτρης των γουέστερν από παιδί –μάλιστα έχει πει ότι το συγκεκριμένο είδος έπαιξε ρόλο στην προσωπική κινηματογραφική ιστορία του. «Για τον Αντουάν, αυτή η ταινία είναι η πραγμάτωση ενός ονείρου ζωής» είπε ο Ουάσιγκτον, ο οποίος σε αυτό ακριβώς το όραμα πίστεψε και δέχτηκε να συμμετάσχει στο εγχείρημα (ο σκηνοθέτης τη φαντάστηκε με πρωταγωνιστή τον Ουάσιγκτον, χωρίς όμως ο δεύτερος να το γνωρίζει).
Ο Ουάσιγκτον δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να παίξει σε γουέστερν (ο «Δρόμος για τη δόξα», του 1989, που του χάρισε ένα Οσκαρ β ανδρικού ρόλου, ήταν μια ταινία για τον αμερικανικό εμφύλιο) και δεν ξέρει αν στο μέλλον θα του ξαναδοθεί παρόμοια ευκαιρία. «Το «Και οι 7 ήταν υπέροχοι» ίσως δεν θα έπρεπε καν να αποκαλείται γουέστερν, η ιστορία λαμβάνει χώρα στα σύνορα, στις παρυφές μιας νέας, καινούργιας Αμερικής. Και μιλάει για το τι μπορεί να συμβεί σε αυτές τις παρυφές όπου δεν υπάρχει νόμος και ορισμένες φορές η έλλειψη τάξης αναγκάζει κάποιους άνδρες, όπως αυτοί οι επτά, να αναλάβουν πρωτοβουλίες για να λύσουν το πρόβλημα». Για τον Ουάσιγκτον, η δημιουργία ενός γουέστερν μπορεί να γίνει σκληρή και συγχρόνως διασκεδαστική. Και φαίνεται ότι είχε όντως πλάκα να βρίσκονται πάνω στα άλογά τους όλοι μαζί, να μιλούν και να λένε ανέκδοτα στριφογυρίζοντας τα όπλα στα δάχτυλά τους.
Γνωστός για τη σχολαστική προσέγγιση των χαρακτήρων που υποδύεται, ο Ντένζελ Ουάσιγκτον σε αυτή την ταινία χρειάστηκε να συμβουλευτεί τον παγκόσμιας κλάσης σκοπευτή Θελ Ριντ. «»Απαλό σημαίνει γρήγορο» είναι το μότο του» λέει ο Ουάσιγκτον, ο οποίος, καθότι στο παρελθόν έπαιζε μποξ, έχει γρήγορα χέρια: «Ο Θελ μού έλεγε διαρκώς να κινούμαι πιο αργά, πιο απαλά. Ηταν ο άνθρωπός μου στην ταινία».
Γεννημένος στο Μάουντ Βέρνον της Νέας Υόρκης, ο Ουάσιγκτον κόλλησε το μικρόβιο της υποκριτικής ενώ σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο Φόρνταμ με στόχο μια καριέρα στη δημοσιογραφία. Μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο και γράφτηκε στο American Conservatory Theater, το οποίο σύντομα εγκατέλειψε αναζητώντας δουλειά. Ξεκίνησε από το θέατρο με μικρούς ρόλους και κάποια στιγμή οι φιλοδοξίες του τον οδήγησαν στον κινηματογράφο, αφού είχαν προηγηθεί και κάποια περάσματα από την τηλεόραση. Η πρώτη του ταινία, μια κωμωδία με τίτλο «Λευκός γάμος, μαύρο παιδί», το 1981. Από τότε κατάφερε να εξελιχθεί σε έναν από τους διασημότερους αφροαμερικανούς ηθοποιούς, αν όχι στον διασημότερο. Μετρά έξι υποψηφιότητες για Οσκαρ και δύο βραβεία, καθώς και συνεργασίες με σπουδαίους auteurs του κινηματογράφου, όπως οι Νόρμαν Τζούισον («Η ιστορία ενός στρατιώτη», 1984, «Τυφώνας: Η αληθινή ιστορία», 1999), Ρίτσαρντ Ατένμπορο («Κραυγή ελευθερίας», 1987), Ρίντλεϊ Σκοτ («American Gangster», 2007) και Αλαν Τζ. Πάκουλα («The Pelican Brief», 1993).
Πολιτικοποιημένος καλλιτέχνης, ο Ουάσιγκτον υποστηρίζει οργανώσεις όπως το Gathering Place για τους ασθενείς του AIDS και το Ταμείο Νέλσον Μαντέλα για τα Παιδιά. Είναι γνωστός για το ότι λέει ανοιχτά και χωρίς περιστροφές τη γνώμη του και, κρίνοντας από αναμνήσεις του υπογράφοντος σε παλαιότερη συνέντευξη, μπορεί να γίνει αρκετά απότομος όταν δεν συμφωνεί με μια άποψη. Λέγεται, μάλιστα, ότι στα γυρίσματα της ταινίας «Crimson Tide» (1995), ο Ουάσιγκτον ήρθε σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τον Κουέντιν Ταραντίνο, ο οποίος είχε προσληφθεί από την παραγωγή για να κάνει μια «επέμβαση» στο σενάριο χωρίς το όνομά του να φανεί στους τίτλους. Συγκεκριμένα, ο Ουάσιγκτον του επιτέθηκε για τις ρατσιστικές προσβολές που ο Ταραντίνο βάζει στα σενάριά του. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν εκτιμά το ταλέντο του Ταραντίνο, ο οποίος είναι γνωστός για τη λατρεία του στα γουέστερν, άρα και στους «Επτά υπέροχους»… Ολα συνδέονται.
Η ταινία «Και οι 7 ήταν υπέροχοι» θα προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη 22/09 σε διανομή Feelgood Entertainment.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ