Ταξίδι στις Νότιες και στις Βόρειες Σποράδες με σκάφη που σκαρώθηκαν για να ταιριάξουν με τη θάλασσά μας. Σαν τάματα κρέμονται τα τρεχαντήρια στη μεγαλόχαρη εικόνα του Αιγαίου, ίδια κι όμοια με λευκά ξωκλήσια που ταξιδεύουν όλο πάθος με προτεταμένες τις αισθησιακές καμπύλες τους στα κύματα και στους καιρούς. Αν όπως μας μαγεύουν είχαμε τη δύναμη να τα μαγέψουμε κι εμείς και να τα βγάλουμε όλα μεμιάς στη στεριά, το πέλαγος θα γινόταν ως διά μαγείας νεκρή φύση. Σε ποιαν καλλίγραμμη πλώρη θα έδειχνε η θάλασσά μας τη ζωντάνια της και τα δελφίνια την άφταστη επιδεξιότητά τους στο κολύμπι; Γύρω από ποιο σημείο αναφοράς θα φτεροκοπούσαν με ηχηρή φλυαρία οι γλάροι; Και το ζωγραφιστό λιμανάκι; Χωρίς τα φρεσκοβαμμένα τρεχαντήρια θα ήταν μια άδεια καλοκαιρινή αγκαλιά από γιγάντιους, ψυχρούς τσιμεντόλιθους. «Πράγματα που αλλάξαν τη μορφή μας / βαθύτερα απ’ τη σκέψη και περισσότερο / δικά μας όπως το αίμα και περισσότερο / βυθίσανε στην κάψα του μεσημεριού / πίσω από τα κατάρτια» (Γιώργος Σεφέρης, «Σιρόκο 7 Λεβάντε» από το «Τετράδιο Γυμνασμάτων»).
Το κατακόκκινο τρεχαντήρι του Σάββα έμπαινε καμαρωμένο στο Παντέλι της Λέρου για να αράξει στη σκιά του Κάστρου και των ανεμόμυλων, την ώρα που το δικό μας τρεχαντήρι έβαζε πλώρη για το νησάκι Αγία Κυριακή, μια επικράτεια της κάππαρης, των γλάρων και του μονάκριβου ολόλευκου ερημοκλησιού. Το σύντομο ταξίδι έμοιαζε με προσκύνημα στα ιερά και τα όσια του Αιγαίου. Και τότε ο ασάλευτος κόσμος άρχισε να κινείται δυναμικά.

Το τρεχαντήρι να σκαμπανεβάζει προσεγγίζοντας το ανήσυχο μέτωπο του κύματος για να μας επιβιβάσει στη στεριά, οι γλάροι ξεσηκώθηκαν και παραπατούσαν αδέξια στις κορφές των σκίνων, τα φύλλα της κάππαρης θρόιζαν χρησμούς για το μέλλον στην ανάσα του μελτεμιού που κανείς από εμάς δεν ήξερε να αποκρυπτογραφήσει και το ξωκλήσι της Αγίας Κυριακής εθέριευε τον ίσκιο του μπροστά στον ήλιο για να μας επιβληθεί. Ολα λειτουργούσαν όπως έπρεπε σε αυτόν τον μεγάλο μικρόκοσμο.

Κάθε αυγή τα τρεχαντήρια «ορτσάρουν», καβατζάρουν τα Σπήλια, και πάνε να σηκώσουν τα δίχτυα τους. Μετά έρχονται στην προκυμαία της Αγίας Μαρίνας και προσφέρουν
την ψαριά τους πάνω στους μαρμάρινους πάγκους.

Τα τρεχαντήρια από τη Λέρο και τη γειτονική Κάλυμνο διαχέουν σε όλο το Αιγαίο, όπου πάνε για να ψαρέψουν, μακριά από τον τόπο τους, την ιδεολογία της στοιχειακής έννοιας των πραγμάτων και της μεταφυσικής τους προέκτασης, που διέκρινε ο Οδυσσέας Ελύτης και ανέφερε στην «Ιδιωτική Οδό». Πώς αλλιώς μπορείς να εξηγήσεις τη μαγεία ενός γεύματος στην κουβέρτα ενός ψαράδικου τρεχαντηριού; Ηταν κάτι σαν θεία κοινωνία των μυστηρίων της θάλασσας. Σεργιανούσα το ολόκαυτο μεσημέρι του καλοκαιριού στο μουράγιο του Εμπορειού της Κάσου, όταν ο Σταυρής από την Κάλυμνο με κάλεσε στο τραπέζι που είχαν ήδη στρώσει πάνω στο καλυμμένο αμπάρι της «Νομικούλας».

Ετρωγαν εκείνος και ο ναύτης του από τη «σκουτέλα», ένα ταψί γεμάτο κακαβιά, σκέτο ζουμί, ενώ τα ψάρια ήταν σε ένα δεύτερο, μικρότερο σκεύος. Κάθισα δίπλα τους, πάνω στην κουβέρτα, και έβαλαν μπροστά μου ένα πιρούνι και μισή φραντζόλα ψωμί. Στο απορημένο βλέμμα μου απάντησαν με τον πιο απλό τρόπο, συνεχίζοντας να τρώνε. Κάρφωναν ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί στο πιρούνι και το βάπτιζαν στην κακαβιά.

Η κακαβιά μοιάζει με απόσταγμα της θάλασσας, η γεύση του απλού και του φυσικού. Οι ψαράδες κρατούσαν για τον εαυτό τους τα σκάρτα, από εμπορική άποψη, ψάρια, αλλά τελικά μετατρέπονταν σε ένα από τα πιο νόστιμα φαγητά από την αύρα της θάλασσας, αφού τα μαγείρευαν σε σιγανή φωτιά από υγραέριο ή ξύλα, σπαρταριστά ακόμα, μέσα στο καΐκι ή σε παρανιστιές σε ακρογιαλιές όπου άραζαν. Κάποιοι, μάλιστα, δεν μαγείρευαν την κακαβιά σε καζάνια, αλλά μέσα σε τενεκέδες. Ο Μιχάλης Καρπαθάκης, στο καφενείο του στο Παντέλι, ανακαλεί τα μυστικά της πιο νόστιμης κακαβιάς από την εποχή που την έκανε στο καΐκι. Για ένα φαινομενικά πολύ απλό φαγητό, ο καθένας έχει τη δική του γνώμη, αλλά όλοι συμφωνούν σε δύο «μυστικά». Τα πολλά και διαφορετικά φρέσκα ψάρια και το λίγο νερό. Στο καΐκι για τρία άτομα βάζουν ίσα και με πέντε κιλά ψάρια, όλα πετρόψαρα, σαργουδάκια, σκαθαράκια, σαλούβαρδους, πέρκες, χάνους, σκορπιουδάκια μαύρα. Λέει ότι το θαλασσινό νερό στην κακαβιά είναι απλώς ρεκλάμα. Εκείνος βάζει μπόλικο ψιλοκομμένο κρεμμύδι για να λιώσει, πατάτα για να χυλώσει, ελαιόλαδο αρκετό, αλάτι να «τσιμπάει» και νερό που να τα σκεπάζει και να μην τα σκεπάζει. Οταν γίνουν, ρίχνει τα ψάρια και τα βράζει μέχρι να αρχίσουν να λιώνουν. Τότε είναι που βγάζουν το νόστιμο, άσπρο ζουμί. Τότε στύβει ένα μεγάλο λεμόνι και το βάζει στο φαγητό. Αν χρειάζεται και άλλο, προσθέτει μετά ο καθένας στο πιάτο του.
Στη Στενή Βάλα της Αλοννήσου το τοπίο αλλάζει, αλλά τα τρεχαντήρια μένουν ίδια. Στην προκυμαία του φιόρδ τα ψαράδικα καΐκια είναι αραδιασμένα μαζί με τα ιστιοπλοϊκά σκάφη που σεργιανούν ανοιχτά μπροστά στην Περιστέρα, το νησί που κλείνει τον ορίζοντα. Ενα κόκκινο τρεχαντήρι στην άκρη δένει τόσο ταιριαστά με τα πράσινα κλαδιά των πεύκων που απλώνονται πάνω από την πρασινογάλαζη θάλασσα.

Ο Κώστας Μαυρίκης, που παρέα με τη σύζυγό του Αγγελική δημιούργησαν ένα υπέροχο μουσείο στο Πατητήρι, μας μυεί στην κουζίνα ενός τρεχαντηριού, από την εποχή που και ο ίδιος, πολύ νέος, ήταν μπαρκαρισμένος. Ψάρια λεμονάτα δεν είναι από τα πιο γνωστά φαγητά των ψαράδων γενικώς, αλλά ειδικά εδώ στην Αλόννησο τα συνηθίζουν γιατί είναι πολύ εύκολα. Χρειάζονται δέκα λεπτά να είναι έτοιμα να σερβιριστούν πάνω στην κουβέρτα του τρεχαντηριού. Κι εδώ το μυστικό είναι τα πολλά ψάρια –τρία ή τέσσερα κιλά ροφοί, σαλούβαρδοι, σκορπίνες για πέντε νομάτους –που μπαίνουν στην πλατιά κατσαρόλα πάνω από τις πατάτες κομμένες φέτες και τις πιπεριές κέρατο, με νερό μέχρι τη μέση των ψαριών και επιπλέον ρίγανη, αλάτι και λεμόνι ή ξινό αν δεν υπάρχει στο καΐκι, και δυνατή φωτιά. Ολα αυτά, οι γεύσεις, οι εικόνες, η ιδεολογία, μοιάζουν με το λίκνισμα του ίδιου του τρεχαντηριού πάνω στις κορφές των κυμάτων του Αιγαίου, μια παλιά ιστορία που δεν έπαψε και δεν θα πάψει ποτέ να μας συναρπάζει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ