Το καλοκαίρι με όλη του την εξωστρέφεια θα έπρεπε να ανακηρυχθεί επισήμως η πιο εσωστρεφής εποχή του χρόνου. Ισως γι’ αυτό οι άνθρωποι δεν διστάζουν να τα βγάζουν όλα στη φόρα –σώματα και σώψυχα -, γιατί έχουν καταλάβει, συνειδητά ή ασύνειδα, ότι αυτή η έκθεση αποθηκεύει μέσα τους με τον πιο προσωπικό και εχέμυθο τρόπο τις αναμνήσεις τις δημιουργημένες χάρη σε γεγονότα θορυβώδη, εκτεθειμένα στην επίκριση και την καταλαλιά. Θα το χαρακτήριζε κανείς ως προνόμιο ελληνικό, αν δεν το ιδιοποιούνταν με τόσο ενθουσιασμό οι ξένοι, ώστε άνθρωποι εσωστρεφείς, κλειστοί, από βόρειες χώρες, να αισθάνονται ότι συμμετέχουν σ’ αυτό το πανηγύρι της εσωστρεφούς εξωστρέφειας, για λίγες έστω ημέρες τον χρόνο. Με το μοναχικό αρμυρίκι μιας παραλίας, σε μια φωτογραφία καρφιτσωμένη στον τοίχο ενός διαμερίσματος στη Στοκχόλμη, στο Οσλο και στο Λονδίνο να δίνει φτερά σε μια μουντή και άχρωμη καθημερινότητα, αφού το επόμενο καλοκαίρι μπορεί να λογαριάζεται, παρά τους έντεκα μήνες που θα μεσολαβήσουν, επί θύραις.
Δεν θα ίσχυε σε καμιά περίπτωση το ίδιο για την Ελλάδα, όσο κι αν συνεχίζουμε να θεωρούμε ως υπερβολή τον τίτλο μιας επιθεώρησης που είχε παιχτεί προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60 στο θέατρο Παρκ της λεωφόρου Αλεξάνδρας και ήταν «Δώδεκα μήνες καλοκαίρι». Ισως ως αντίδραση σ’ αυτό το παρατεταμένο ανέμελα καλοκαίρι επιλέγεται ως κομβικό σημείο ένα κομμάτι της καθαρόαιμης τρίμηνης διάρκειάς του, προκειμένου να αποτελεί ένα διακριτό και διακεκριμένο σημείο αναφοράς και ένα γεγονός οργανωμένο με έμπνευση και σύνεση, με χαρά και αγωνία ταυτόχρονα, να αποκτά την ξέχωρη βαρύτητά του μέσα σε μια εποχή συνδυασμένη με τη ραθυμία και πολλές φορές την καλοπροαίρετη αποχαύνωση. Ενα «σημείο αναφοράς» που, αν και λούζεται μέσα στο φως, έχει συγκροτηθεί ταυτόχρονα μ’ έναν τρόπο ώστε σε μελλοντικούς καιρούς να ανιχνεύεται και να μελετάται ως ένα είδος κρυφού σχολειού. Τόσο περισσότερο συναρπαστικού ώστε, παρά την έκταση που κατέλαβε στην εποχή του, ν’ αναγνωρίζεται ως ένα είδος μυστικής επιστολής που ταχυδρομήθηκε με παραλήπτες τους ανθρώπους του μέλλοντος.
Πώς να εξαιρέσεις από αυτό το είδος του ιδιότυπου «κρυφού σχολειού» την Τατιάνα Σπινάρη-Πολλάλη και την γκαλερί της Citronne (ονομασία που παραπέμπει κατευθείαν στο μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη «Λεμονοδάσος», το εμπνευσμένο και διαδραματιζόμενο στο νησί του Πόρου) που για δωδέκατο φέτος χρόνο, μεταβάλλοντας τον Πόρο σ’ έναν απάνεμο καλλιτεχνικό κόρφο, μας γνωρίζει έργα ζωγραφικής παλαιότερων και νεότερων εικαστικών δημιουργών, σε μια σύνθεση που αποπνέει πνεύμα επαναστατικό αλλά και σεβαστικό ταυτόχρονα στην παράδοση.
Φτάνει μια γρήγορη επιλεκτική ματιά στα ονόματα των ζωγράφων που έχουν «στοιχειώσει» τα καλοκαίρια της Citronne –εγκαινιάστηκε το 2005 –για να αντιληφθείς το μέγεθος μιας διαδρομής, έτοιμης, ανά πάσα στιγμή, να σκάσει σαν το ρόδι το ασφυκτικά γεμάτο με ώριμα στόρια: Στήβεν Αντωνάκος, Παναγιώτης Τέτσης, Χρόνης Μπότσογλου, Μάκης Θεοφυλακτόπουλος, Κώστας Παπανικολάου, Μιχάλης Μανουσάκης, Δημήτρης Κούκος, Κώστας Βαρώτσος, Βασίλης Θεοχαράκης, Μαρία Φιλοπούλου, Κρις Γιαννάκος, αλλά και πολλοί άλλοι.
Με το καλοκαίρι του 2016 να διεκδικεί μιαν ευφρόσυνη καινοτομία. Η έκθεση η στεγασμένη κάτω από τον τίτλο «Αιγαίο: Ταυτότητες και Διαδρομές» μπορεί να χαρακτηριστεί τόσο εικαστική όσο και ποιητική. Καθώς οι εννέα ζωγράφοι που συμμετέχουν (Δημοσθένης Κοκκινίδης, Σωτήρης Σόρογκας, Κωνσταντίνος Ξενάκης, Μιχάλης Κατζουράκης, Γιάννης Ψυχοπαίδης, Τάσος Μαντζαβίνος, Αλέκος Κυραρίνης, Γιάννης Αδαμάκος, Εμμανουήλ Μπιτσάκης) δεν έχουν φιλοτεχνήσει μόνον τα εκτιθέμενα έργα, αλλά έχουν επιλέξει τους ποιητές και τα ποιήματα που αισθάνονται να τεκμηριώνουν ή να μνημειώνουν το εικαστικό τους όραμα. Με πιο συχνή την παρουσία του Κ. Π. Καβάφη, του Γιώργου Σεφέρη, του Οδυσσέα Ελύτη, αλλά και του Λάμπρου Πορφύρα, του Γιάννη Ρίτσου, του Νικηφόρου Βρεττάκου, του Μίλτου Σαχτούρη, του Ανδρέα Κάλβου.
Μια τέτοια «σύναξη», όπως τη ζει κανείς μέσα στην αποθέωση που προκαλούν τα μελιχρά χρώματα του σούρουπου, σε συνδυασμό με τα ηλεκτρικά φώτα της παραλίας στο ανεπανάληπτο νησί του Αργοσαρωνικού, εύλογο είναι ακόμη και την πιο πρωτότυπη ιδέα να την πιστώνεται μια μοναδική ατμόσφαιρα παρά ένας συγκεκριμένος άνθρωπος. Και η ιδέα ήταν να ζητηθεί από όσους ζωγράφους συμμετέχουν στην έκθεση και ήταν παρόντες στο νησί να φιλοτεχνήσουν ένα σχέδιο ο καθένας τους, προσφορά στους αναγνώστες του ΒΗΜΑgazino, αφού για πρώτη φορά δημοσιεύονται όλα τους στις σελίδες αυτές. Και ο Δημοσθένης Κοκκινίδης, και ο Σωτήρης Σόρογκας, και ο Γιάννης Ψυχοπαίδης, και ο Τάσος Μαντζαβίνος, και ο Εμμανουήλ Μπιτσάκης, και ο Αλέκος Κυραρίνης έσκυψαν στα μπλοκ της ιχνογραφίας τους με κέφι και έμπνευση δημιουργώντας μια ενότητα σχεδίων απαράμιλλης ομορφιάς. Τέσσερις, μάλιστα, ανάμεσά τους θέλησαν να πλαισιώσουν τη ζωγραφιά τους μ’ ένα κείμενο, σε αναφορά πάντα με το Αιγαίο, το καλοκαίρι, τη Citronne.
Θεωρώντας τον λόγο τους μία ακόμη προσφορά στους αναγνώστες, συνεχίζουμε με όσα μάς είπε ο κορυφαίος Δημοσθένης Κοκκινίδης: «Υπήρξα από τους πρώτους που ήμουν κοντά στην Τατιάνα Πολλάλη όταν ξεκίνησε την προσπάθειά της. Μου είχε ζητήσει να της συστήσω και άλλους καλλιτέχνες, πράγμα που το έκανα πολύ ευχαρίστως. Δώδεκα χρόνια πριν. Και όπως είναι γλυκύτατη και κατακτά αμέσως τον συνομιλητή της, μπόρεσε να προχωρήσει –δεν ξέρω αν έγινε δύσκολα ή εύκολα –την ιστορία της Citronne. Αντίστοιχες γκαλερί μπορεί να υπάρχουν και σε άλλα νησιά, όπως για παράδειγμα στη Μύκονο. Η γκαλερί στον Πόρο είναι πολύ σημαντική χάρη στον τρόπο της λειτουργίας της που οφείλεται στην προσωπικότητα της εμψυχώτριάς της».
Με τον ευθύ και λυρικά κριτικό τρόπο του συνεχίζει ο Σωτήρης Σόρογκας: «Πιστεύω ότι ο τόπος μας εξακολουθεί να υπάρχει ακόμα στη ζωή μόνον από τους ανθρώπους εκείνους που τον αγαπούνε, και όχι χάρη των δομών ενός δήθεν κρατικού ή θεσμικού μηχανισμού, οι διαχειριστές του οποίου στην πλειοψηφία τους, όταν δεν είναι ανθέλληνες, είναι απλώς ανυποψίαστοι ή αδιάφοροι για τη σημασία της ιστορικής του ιδιαιτερότητας ή το βάρος των πνευματικών του στοιχείων. Τώρα στον Πόρο, το μαγικής ομορφιάς νησάκι του Σαρωνικού, με την αθέατη ποιητική παρουσία του Σεφέρη να μας θυμίζει την «Κίχλη», υπάρχει εδώ και περισσότερο από δέκα χρόνια ένα πολιτιστικό εικαστικό κέντρο υψηλής ποιότητας. Κάθε καλοκαίρι φιλοξενεί ζωγράφους και γλύπτες με την εργασία τους, με πολιτισμένο και γενναιόδωρο τρόπο, προσφέροντας ελπιδοφόρες ανάσες στις σκυφτές μέρες μας».
Αμεσότερη η αναφορά του Γιάννη Ψυχοπαίδη στον Πόρο, σε σχέση πάντα με την εικαστική δημιουργία: «Στο σημείο όπου βρισκόμαστε τώρα, είδα πριν από πολλά χρόνια, ακριβώς απέναντι, στην ευθεία μας, να υπάρχει ένα κόκκινο σπίτι. Συνειδητοποίησα τότε ότι το σπίτι αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η βίλα «Γαλήνη» όπου ο Σεφέρης είχε γράψει την «Κίχλη». Αυτό και μόνο υπήρξε το έναυσμα για να ξεκινήσω μια ολόκληρη σειρά έργων πάνω στον Σεφέρη εμπνευσμένων από τον έλληνα νομπελίστα ποιητή. Ο μεγάλος αυτός κύκλος έργων είχε τον τίτλο «Ο Σεφέρης στον Πόρο» και η έκθεσή τους που έγινε στη Citronne δεν ήταν απλώς η δική μου ιστορία σε σχέση με τον Σεφέρη, αλλά ήταν –το ελπίζω τουλάχιστον –η ιστορία του τόπου, του Πόρου, σε σχέση με έναν μεγάλο ποιητή όπως είναι ο Σεφέρης».
Τέλος, συμφωνώντας ή διαφωνώντας με όσα λέει ο Τάσος Μαντζαβίνος, δεν γίνεται να μην αναγνωρίσουμε σε αυτά τον καλλιτέχνη πάνω από όλα: «Επειδή η θάλασσα είναι κάτι που με τρόμαζε πάντα, χωρίς να ξέρω αν είναι τρόμος ή δέος αυτό που μου προκαλεί, δεν αντέχω την ελαφρότητα –γενικώς δεν αντέχω την ελαφρότητα –με την οποία «μιλάνε» για τη θάλασσα πολλά έργα ζωγράφων που έχω δει, και μάλιστα σπουδαίων ζωγράφων, για μια θάλασσα σχεδόν τουριστική.
Για μένα η θάλασσα ποτέ δεν υπήρξε κάτι τέτοιο. Δεν αμφισβητεί κανείς ότι η θάλασσα συνδέεται με το εμπόριο αλλά και με τον πολιτισμό. Δεν μπορώ, όμως, να βλέπω τη θάλασσα και να μη σκέφτομαι την
ιστορία που έχει γραφεί τόσο στο Αιγαίο όσο και σε όλες τις θάλασσες γενικώς. Τους ανθρώπους που έφυγαν μικροί κι η θάλασσα γι’ αυτούς ήταν ένα θεριό που έπρεπε να το αντιμετωπίσουν για να συντηρηθούν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους. Χωρίς να αγνοώ ότι στους ανθρώπους αυτούς οφείλουμε ένα ψήγμα μιας αστικής τάξης όπως συνέβη να μεταφυτευτεί στη χώρα μας. Δεν μπορώ, όμως, να βλέπω τη θάλασσα και να βλέπω μόνο την κρούστα της, θέλω να βλέπω και τι γίνεται από κάτω.
Για να σκεφτούμε, αλήθεια, τι κρύβει το Αιγαίο από κάτω, αιώνες αιώνων. Μου αρέσει να τρομάζω λίγο τους ανθρώπους που βλέπουν τη θάλασσα μ’ αυτή την παροιμιώδη ελαφρότητά τους. Δηλαδή, ότι η θάλασσα υπάρχει για να κάνουμε τα μπάνια μας. Οχι, επιμένω να θέλω να βλέπουν οι άλλοι την αληθινή της μορφή». l
«Αιγαίο: Ταυτότητες και Διαδρομές»: Γκαλερί Citronne, Πόρος, έως τις 17 Σεπτεμβρίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ