Τα φώτα έσβησαν, οι σημαίες κατέβηκαν, οι αθλητές γύρισαν στις πατρίδες τους. Η Βραζιλία πήρε το χρυσό μετάλλιο στο ποδόσφαιρο κερδίζοντας στα πέναλτι με 5-4 τη Γερμανία και το Ρίο πανηγύρισε με την ψυχή του τη μίνι ρεβάνς για τον διασυρμό με 7-1 στα ημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2014. Τώρα που η εκτυφλωτική λάμψη του Γιουσέιν Μπολτ ή του Μάικλ Φελπς αποσύρθηκε (και μένει μόνο το λυκόφως των επικείμενων Παραολυμπιακών), η χώρα μπορεί, χορτασμένη από το ονειρικό διάλειμμα των Ολυμπιακών Αγώνων, να επιστρέψει στην προηγούμενη malaise της. Αλλωστε, ούτε η συνολική ύφεση του 7% τη διετία 2015-2016 υποχώρησε, ούτε η ανεργία της τάξης του 11% μειώθηκε, ούτε τα χρόνια σκάνδαλα διαλευκάνθηκαν, απλώς υποχώρησαν στις μέσα σελίδες των εφημερίδων. Και η περίφημη «Επιχείρηση Πλυντήριο Αυτοκινήτων», τα «Καθαρά Χέρια» της Βραζιλίας που ξεθάβουν ολόκληρα γεωλογικά στρώματα πολιτικής διαφθοράς με παράπλευρη απώλεια την καριέρα της αποπεμφθείσας προέδρου Ντίλμα Ρούσεφ, άγγιξε ήδη τα ολυμπιακά έργα σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα. Πρωτοφανές; Κάθε άλλο. Από το 2008, οπότε παρουσιάστηκαν τα πρώτα στοιχεία για τις τακτικές «αποζημιώσεις» σε χρήμα που χορηγούσε o κρατικός πετρελαϊκός γίγαντας Petrobras, οι εμπλεκόμενοι σε τοπικό και ομοσπονδιακό επίπεδο ανέρχονται σε μερικές χιλιάδες. Στη συγκυρία, όμως, της τελικής φάσης της δίκης στη Γερουσία για την οριστική αποπομπή της Ρούσεφ από το προεδρικό αξίωμα με την αιτιολογία της κακοδιαχείρισης του προϋπολογισμού που ξεκίνησε στις 26 Αυγούστου, το συμπληρωματικό σκάνδαλο έρχεται ως κερασάκι σε μια τούρτα σαιξπηρικής διαπίστωσης. Κάτι σάπιο υπάρχει στη δημοκρατία της Βραζιλίας.
Στη Βραζιλία του 2016 οι φούσκες της πολιτικής σαπουνόπερας δύσκολα διακρίνονται από τις φούσκες μιας υφεσιακής οικονομίας. Θεωρητικά, στο επίκεντρο του διττού κυκλώνα βρίσκεται η 69χρονη Ντίλμα Ρούσεφ, πρώην δημοφιλής νικήτρια των εκλογών του 2010 και του 2014, πρώτη γυναίκα πρόεδρος του κράτους, διάδοχος του υπερδημοφιλούς Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, πρώτου αριστερού προέδρου της χώρας. Για τους φίλους του ο Λούλα είναι ο άνθρωπος που τετραγώνισε τον κύκλο, ο υπεύθυνος για την ανάρρηση της βραζιλιανής ριζοσπαστικής Αριστεράς στην εξουσία, αυτός που συνδύασε επιτυχημένες αναδιανεμητικές πολιτικές πρωτοβουλίες με προώθηση της επιχειρηματικότητας και μέση ετήσια άνοδο του ΑΕΠ κατά 4,1% μεταξύ 2002 και 2010. Για τους επικριτές του είναι ο επικεφαλής όσων πρωτοστάτησαν στο «mensalão», τις μηνιαίες χρηματικές καταβολές σε μικρά κόμματα που στήριζαν την κυβέρνηση αντί της καθιερωμένης εξαγοράς κατεστημένων κομμάτων με πολιτικά ή θεσμικά αξιώματα. Οι οπαδοί επικαλούνται ως ελαφρυντικά την παθολογική εχθρότητα του δεξιού πολιτικού και μιντιακού καθεστώτος. Οι αντίπαλοι αντιτάσσουν την ομαλή ενσωμάτωση του Εργατικού Κόμματος στην πολιτική κουλτούρα που επί δεκαετίες κατέκρινε, εμφανή στη συμμαχία κατά τη δεύτερη θητεία του με το παραδοσιακό Κόμμα του Δημοκρατικού Κινήματος της Βραζιλίας (PMDB).
Οπωσδήποτε, το βέβαιο είναι ότι η Ντίλμα Ρούσεφ εξελέγη ως κληρονόμος της ευημερίας του Λούλα. Ωστόσο, η δική της προεδρία εξελίχθηκε σε φαρσοκωμωδία. Η χώρα-πρότυπο των BRICS είδε την οικονομία να επιβραδύνεται, τα κόστη για τις μεγάλες διοργανώσεις του Κυπέλλου Συνομοσπονδιών το 2013 και του Μουντιάλ του 2014 να φουσκώνουν ανεπανάληπτα, διαδηλώσεις εκατομμυρίων ατόμων να συγκλονίζουν περισσότερες από 100 πόλεις την άνοιξη του 2013, τη Δικαιοσύνη να βουτά όλο και πιο βαθιά στα άπλυτα της Petrobras φέρνοντας στην επιφάνεια δωροδοκίες ύψους 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Παρά την οριακή νίκη της Ρούσεφ στις προεδρικές εκλογές του 2014, η ύφεση (3,7% το 2015, 3,35% το 2016, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα) την κατέστησε αντιπαθή σε ευρέα στρώματα του πληθυσμού –και η αδυναμία της να ελέγξει τη χιονοστιβάδα των αποκαλύψεων άχρηστη στους κατεστημένους συμμάχους της. O Πάτρικ Γουίλκεν το περιγράφει πιο γλαφυρά στο «Times Literary Supplement» της 10ης Αυγούστου με τα λόγια ενός πρωταγωνιστή. «Αυτά τα σκατά πρέπει να σταματήσουν. Πρέπει να αλλάξει η κυβέρνηση για να σταματήσει η αιμορραγία» έλεγε σε μια συνομιλία του που ήρθε στο φως τον Μάιο του 2016 ο Ρομέρο Ζουκά, τότε πρόεδρος του Κόμματος του Δημοκρατικού Κινήματος της Βραζιλίας, νυν ύποπτος δωροληψίας.
Το γαϊτανάκι των πολιτικών ανομημάτων είναι ατέρμονο. Αν και αθώα για τα τεχνικά ζητήματα της κακοδιαχείρισης του προϋπολογισμού που της καταμαρτυρούν («Δικάζομαι για ένα ανύπαρκτο θέμα» δήλωνε η ίδια στο «Time» της 8ης Αυγούστου), η Ντίλμα παρασιωπά το έτερο άρθρο του κατηγορητηρίου περί παραλείψεών της στην περίπτωση του σκανδάλου της Petrobras. Οταν τον Μάρτιο του 2016 με πολλές φανφάρες η ομοσπονδιακή εισαγγελία ερεύνησε την πιθανή ανάμειξη του Λούλα στην υπόθεση «Πλυντήριο Αυτοκινήτων», η Ρούσεφ έσπευσε να τον διορίσει προσωπάρχη της Προεδρίας της Δημοκρατίας, αξίωμα αντίστοιχο του πρωθυπουργού, το οποίο κατείχε εκείνη επί δικής του προεδρίας και συνοδεύεται από υπουργική ασυλία. Καθώς το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε άμεσα τον διορισμό με το αιτιολογικό των ανοικτών δικαστικών ερευνών, η πρόεδρος διέπραξε στη συνείδηση του κοινού ένα από τα χειρότερα αμαρτήματα της παλιάς πολιτικής ελίτ –αυτό της προστασίας των ημετέρων.
Ομως, και ο θίασος της αντιπολίτευσης διαπρέπει στην οπερέτα. Τον Οκτώβριο του 2015, λίγο προτού θέσει σε κίνηση τον μηχανισμό που τον επόμενο Απρίλιο κατέληξε στην προσωρινή αποπομπή της Ρούσεφ από το αξίωμά της, ο Εδουάρδο Κούνια, ευαγγελιστής ρήτορας και πρόεδρος της Βουλής, «μαέστρος των σκοτεινών τεχνών της κοινοβουλευτικής μανούβρας και του βουλευτικού μάνατζμεντ», όπως τον χαρακτηρίζει σε πρόσφατο, εκτενές άρθρο του στο «London Review of Books» ο αμερικανός ιστορικός Πέρι Αντερσον, εμφανίστηκε ως δικαιούχος τεσσάρων μυστικών λογαριασμών με καταθέσεις 16 εκατ. δολαρίων σε ελβετικές τράπεζες, όπως και ενός στόλου 9 λιμουζινών και SUV καταχωρισμένων στο περιουσιολόγιο δύο εταιρειών, το όνομα της μίας εκ των οποίων ήταν το βαθιά ευσεβές Jesus.com. Ο Κούνια, έκθετος από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Βραζιλίας (PSDB), προσέτρεξε στο Εργατικό ανταλλάσσοντας την παραμονή στη θέση του με την υπόσχεση να εμποδίσει τη διαδικασία της δίκης της Ντίλμα από τη Γερουσία.

Η συμφωνία έγινε, διέρρευσε, ακυρώθηκε έπειτα από την εξέγερση των απλών μελών του Εργατικού Κόμματος και ο Κούνια, προβλέψιμα, πρόλαβε να στείλει τη Ρούσεφ στο εδώλιο προτού αποχωρήσει. Χρέη προσωρινού Προέδρου της Δημοκρατίας ανέλαβε ο 75χρονος αντιπρόεδρος Μισέλ Τεμέρ, στέλεχος του (πρώην συμμαχικού, νυν αντιπολιτευόμενου) Κόμματος του Δημοκρατικού Κινήματος της Βραζιλίας. Σε τρεις μήνες τρεις υπουργοί του εξαναγκάστηκαν σε παραίτηση λόγω της ανάμειξής τους στο σκάνδαλο, ενώ (έκπληξη;) ήδη εκκρεμεί η δική του δίωξη στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Στις κουΐντες παραμονεύει ο 85χρονος Φερνάντο Καρντόζο, πρόεδρος της χώρας μεταξύ 1994 και 2002, άνθρωπος με πανίσχυρες διασυνδέσεις στο θεσμικό παρασκήνιο έως σήμερα, φανατικός εχθρός του Λούλα και πεπεισμένος ότι η δική του φιλελεύθερη πολιτική έφτιαξε τη σημερινή Βραζιλία. Η δικαίωση του γηραιού Νέστορα, στον ρόλο του οποίου διακρίνεται εσχάτως, θα μπορούσε να είναι μια δυνητική επάνοδος στην εξουσία το 2018, αν, όπως δείχνουν τα πράγματα, το Εργατικό Κόμμα περιέλθει σε εκλογική ανυποληψία. Τότε θα είναι 87, αλλά στο κάτω κάτω ζούμε την επιστροφή των δεινοσαύρων –η Χίλαρι και ο Ντόναλντ δεν είναι ακριβώς νεανίες. Ολοι οι παραπάνω, βέβαια, εξαρτώνται από τις διαθέσεις του 44χρονου Ντι Πιέτρο της Βραζιλίας, του ομοσπονδιακού δικαστή Σέρχιο Μόρο. Οχι μόνο γιατί ως επικεφαλής της επιχείρησης «Πλυντήριο Αυτοκινήτων» ελέγχει κάθε ευαίσθητη πληροφορία (τον περασμένο Μάρτιο φρόντισε, γράφει ο Πέρι Αντερσον, να αποσιωπήσει στο μέτρο του δυνατού την αποκάλυψη μιας λίστας με 316 ονόματα επιφανών στελεχών πλήθους κομμάτων της αντιπολίτευσης που βρίσκονταν στο μισθολόγιο της Odebrecht, της μεγαλύτερης κατασκευαστικής εταιρείας της Νότιας Αμερικής), αλλά και επειδή η δημοτικότητά του ξεπερνά κατά πολύ σήμερα εκείνη κάθε σημαίνοντος πολιτικού.
Για τον Πέρι Αντερσον, το προπατορικό αμάρτημα των θεσμών της Βραζιλίας έγκειται στο μεικτό της σύστημα. Μια πανίσχυρη προεδρία στο πρότυπο των ΗΠΑ συνοδεύεται από κοινοβούλια ευρωπαϊκού τύπου εκλεγόμενα με απλή αναλογική σε τεράστιες εκλογικές περιφέρειες. Ως αποτέλεσμα, το εκλογικό σώμα αναδεικνύει ήδη γνωστά πρόσωπα και διασπάται μεταξύ πολλών ανίσχυρων κομμάτων (28 στην παρούσα Βουλή) χωρίς ιδεολογική συνοχή ή εσωτερική πειθαρχία. Τα τελευταία παζαρεύουν τις ψήφους τους με την προεδρία για να συγκροτηθούν κυβερνήσεις, ενώ οι ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες που το σύστημα ευνοεί χρειάζονται αμύθητα ποσά για τις εκστρατείες τους. Και οι δύο συνθήκες οδηγούν στο αλισβερίσι για χάρες και τη συνακόλουθη διαφθορά των παραγόντων της εξουσίας, νομοθετικής και εκτελεστικής. Είναι αυτό που ο Αντόνιο Κάρλος Μαγκαλιάες, ένας πανίσχυρος κομματάρχης της δεκαετίας του ’90, συνόψιζε στην τερματικά κυνική φράση «κερδίζω εκλογές με μια σακούλα χρήματα στο ένα χέρι κι ένα μαστίγιο στο άλλο». Ετσι, το μεγαλύτερο κόμμα της χώρας, το Κόμμα του Δημοκρατικού Κινήματος της Βραζιλίας, δεν κατεβάζει καν προεδρικό υποψήφιο εδώ και δεκαετίες. Δεν τον χρειάζεται, γιατί δουλειά του είναι να στηρίζει κυβερνήσεις και να γεννά πλειοψηφίες, να τρώει τα καρότα και να κραδαίνει το μαστίγιο.
Για την Ντίλμα Ρούσεφ όλο το προαναφερθέν πανηγύρι αποδίδεται στον «μισογυνισμό». Μιλώντας στο «Time» της 8ης Αυγούστου καταγγέλλει την επιχείρηση απομάκρυνσής της από την προεδρία ως αντεπίθεση των σεξιστικών δυνάμεων που αντιδρούν στην εκλογή μιας γυναίκας στο ύπατο αξίωμα. Την ίδια στιγμή προσπερνά με χάρη τα ερωτήματα περί χρηματισμού («Η Βραζιλία δεν έχει το μονοπώλιο της διαφθοράς»). Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Πέρι Αντερσον, καθώς «δύο πρόεδροι, δύο ταμίες, ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος της Βουλής, όπως και ο επικεφαλής του κόμματος στη Γερουσία» βρίσκονται ήδη στη φυλακή, καθίσταται σαφές ότι «το Εργατικό Κόμμα, με μια δική του μετάλλαξη, προσχώρησε στη χορεία των υπόλοιπων παραμορφωμένων δειγμάτων της βραζιλιανής πολιτικής πανίδας». Με τη στερνή γνώση των πραγμάτων μπορεί να πει κανείς πως η αποτυχία του πειράματος του Λούλα και της Αριστεράς της Βραζιλίας υποδεικνύει ότι όταν ένα κόμμα εκτός συστήματος διαδέχεται καθεστωτικά κόμματα είναι πιο εύκολο να αποβεί το ίδιο καθεστώς στη θέση του καθεστώτος παρά εξυγιαντής της πολιτικής ζωής. Γιατί από την απόσταση ενός ωκεανού το «κοινοβουλευτικό πραξικόπημα» που επικαλείται η Ντίλμα Ρούσεφ μοιάζει με σύμπτωμα. Η ασθένεια είναι αυτό που περιγράφει ο Πάτρικ Γουίλκεν στο «Times Literary Supplement»: η αίσθηση ότι σε αυτή τη χώρα «η διαφθορά δεν είναι τόσο μέρος του συστήματος όσο η ουσία του αυτή καθαυτή, το κοινό νόμισμα για τις μπίζνες και την πολιτική το οποίο όλοι κατανοούν και αποδέχονται».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ