Η σχέση της Αμερικής με το ποτό, την πορνεία, τη χαρτοπαιξία και τους λοιπούς πειρασμούς ήταν πάντα αμφίρροπη. Ολα καταδικάζονταν λόγω της ευσεβούς θρησκευτικής κληρονομιάς στη θεωρία, όλα επιτρέπονταν κατ’ οικονομίαν στην πράξη. Στη χώρα που κάποτε είχε εφαρμόσει την ποτοαπαγόρευση προέχει να σώζονται οι τύποι και να τηρείται, επιφανειακά τουλάχιστον, το μέτρο. Δεν υπάρχουν «πόρνες», υπάρχουν «call girls» και εσχάτως «sex workers». Δεν υπάρχουν «χαρτοκλέφτες», υπάρχουν «advantage players». Τώρα που τα τυχερά παιχνίδια έχουν ξεφύγει από το θρυλικό Λας Βέγκας ή τον εναγκαλισμό με τη Μαφία που εξιδανίκευε ο Μάρτιν Σκορσέζε στο «Καζίνο», έχοντας εξαπλωθεί νόμιμα σε περισσότερες από 40 Πολιτείες, αυτοί οι παίκτες έχουν πολλαπλασιαστεί σε βαθμό πονοκεφάλου για τους ιδιοκτήτες. Στις Ηνωμένες Πολιτείες του 2016 οι επαγγελματίες «παίκτες υπεροχής» υπολογίζονται πια σε εκατοντάδες, σύμφωνα με πρόσφατο άρθρο των «New York Times», και χάρη στα διαδικτυακά φόρουμ, τις ιδιωτικές εκδόσεις με τα απομνημονεύματά τους ή τα ανεπίσημα εγχειρίδια που κυκλοφορούν, δεν είναι διόλου λίγοι εκείνοι οι ερασιτέχνες που θεωρούν δίκαιο και επιβεβλημένο να βιοποριστούν τινάζοντας τη (στημένη) μπάνκα στον αέρα.


Το 2009, πολύ προτού «πάρει πόδι» από τα καζίνο του Λας Βέγκας με την κατηγορία ότι μετράει τα φύλλα στα τραπέζια του πόκερ, ο βραβευμένος με δύο Οσκαρ Μπεν Αφλεκ χάριζε τη λάμψη και τις χαρτοπαικτικές ικανότητές του σε φιλανθρωπικό τουρνουά «celebrity poker» στη Νεβάδα.

Αν τα μέσα ενημέρωσης επικέντρωσαν πρόσφατα την προσοχή τους στους «παίκτες υπεροχής», σε αυτό έβαλε το χεράκι του ο Μπεν Αφλεκ. Ο νυν Μπάτμαν, δεινός παίκτης του πόκερ στο παρελθόν και ύποπτος εθισμού στον τζόγο, πέρασε το 2015 απαντώντας σε ερωτήσεις σχετικές με το επεισόδιο της, ας πούμε, «εκδίωξής» του από τα τραπέζια του «Hard Rock Hotel» στο Λας Βέγκας, όπου διακρινόταν κερδίζοντας στο «21». Η θέση του καζίνο ήταν ότι ο Αφλεκ μετρούσε χαρτιά. Ο Αφλεκ, σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Details», προσπερνούσε το ζήτημα λέγοντας απλώς ότι «δαπάνησα χρόνο για να γίνω αξιοπρεπής παίκτης του μπλακ τζακ και, όταν τα κατάφερα, τα καζίνο μού έκαναν τη σύσταση να μην παίζω. Αν το να είναι κανείς καλός σε ένα παιχνίδι αντίκειται στους κανόνες των καζίνο, αυτό κάτι πρέπει να σας λέει για αυτά». Πράγματι, ο Αφλεκ δεν παραβίασε τον νόμο, ωστόσο στη Νεβάδα οι ιδιοκτήτες έχουν το δικαίωμα να απαγορεύσουν σε οποιονδήποτε να προσέλθει στον χώρο τους για οποιονδήποτε λόγο, με εξαίρεση φυλετικές, ταξικές ή έμφυλες διακρίσεις. Παίκτες σαν τον χολιγουντιανό σταρ, οι οποίοι χρησιμοποιούν τον νου, το μνημονικό ή μαθηματικές τεχνικές χωρίς βοηθήματα επιτόπου δεν θεωρούνται κλέφτες, το παραδέχεται έως και ο Τεντ Γουάιτινγκ, υποδιευθυντής επιχειρησιακής παρακολούθησης της MGM Resorts International, μιας από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως εταιρείες καζίνο: «Οταν κάθεσαι σε ένα τραπέζι και κάνεις ό,τι και οι υπόλοιποι, πρόκειται απλώς για αυτό που λέμε παιχνίδι υπεροχής» δήλωνε στα τέλη του περασμένου Ιουνίου στους «New York Times».


Ο κανόνας των 10.000 ωρών


Βασικά, το έργο ενός advantage player είναι να παίζει με τις πιθανότητες. Και το κατακτά δαπανώντας ατέλειωτες εργατοώρες στη μελέτη ελάχιστων λεπτομερειών του εκάστοτε παιχνιδιού. Ο Μάλκολμ Γκλάντγουελ, αναζητώντας τα συστατικά της επιτυχίας στο «Outliers», ονόμαζε τη διαδικασία «ο κανόνας των 10.000 ωρών». Τον συνεπικουρούσε στο επιχείρημα ο νευρολόγος Ντάνιελ Λέβιτιν, καθηγητής Ψυχολογίας και Συμπεριφοριστικής Νευροεπιστήμης στο Πανεπιστήμιο ΜακΓκιλ του Μόντρεαλ: «Η αναδυόμενη εικόνα από μελέτες είναι ότι απαιτούνται 10.000 ώρες εξάσκησης προκειμένου να αποκτήσει κανείς το επίπεδο της τεχνικής που συνδέεται με τη διάκριση σε παγκόσμιο επίπεδο. (…) Πλήθος μελετών συνθετών, μπασκετμπολιστών, συγγραφέων, σκέιτερ, πιανιστών, σκακιστών, εγκληματιών εμφανίζουν αυτόν τον αριθμό. (…) Φαίνεται πως τόσο χρόνο χρειάζεται ο εγκέφαλος για να ενσωματώσει όσα απαιτεί η πλήρης γνώση του αντικειμένου». Γενικευτικό, όπως πολλά στη νευροεπιστήμη, ωστόσο μοιάζει να ταιριάζει γάντι σε όσους μονομαχούν με τα καζίνο: μια παίκτρια διαβόητη στους κύκλους του Λας Βέγκας για την αποτελεσματικότητά της έλεγε στους «New York Times» ότι είχε ξοδέψει περισσότερες από 1.000 ώρες σε διάστημα τεσσάρων ετών μόνο και μόνο για να μάθει να αναγνωρίζει τις ελάχιστες διαφορές των σχεδίων στις άκρες των χαρτιών της τράπουλας διαφόρων ιδιοκτησιών της πόλης προτού τις επισκεφθεί.


Στην ταινία «21» του 2008 ο Κέβιν Σπέισι (πάνω και κάτω αριστερά) και ο Τζιμ Στέρτζες (κάτω δεξιά) ενσάρκωσαν τους ατσίδες του μπλακ τζακ από το MIT που σάρωσαν τις πράσινες τσόχες στο Λας Βέγκας και έγιναν πρωτοσέλιδο και βιβλίο.

Ποιοι είναι οι advantage players και πώς δρουν; Στον πυθμένα της τροφικής αλυσίδας βρίσκονται άνθρωποι σαν τον Τζον Χάουζερ που παίζουν σε «φρουτάκια» εστιατορίων αμειβόμενοι από τα μηχανήματα με λαχνούς οι οποίοι εξαργυρώνονται σε PlayStation 4 ή iPad. Διασκεδάζουν, κερδίζουν κάπου 50 δολάρια την ώρα στην καλύτερη περίπτωση, δεν γίνονται πλούσιοι αλλά έχουν ένα σταθερό (συμπληρωματικό ή μη) εισόδημα, γράφει ο Πάτρικ Χάτσισον στο «Wired». Επειτα έρχονται σοβαρές περιπτώσεις όπως αυτή του Τζέιμς Γκρόστζιν, ο οποίος ειδικεύεται σε μια εκδοχή ζαριών που παίζεται σε μια κομητεία της Οκλαχόμα με 12 τραπουλόχαρτα αριθμημένα από το 1 έως το 6, επειδή τοπικός νόμος απαγορεύει τον καθορισμό της έκβασης παιχνιδιού με οικονομικό όφελος μέσω κυβείας. Ο Γκρόστζιν έχει σπουδάσει εφαρμοσμένα μαθηματικά στο Χάρβαρντ, αναζητεί επαγγελματικά τέτοιες ευκαιρίες ευπρόσβλητων casino games και η λεία του είναι ποσά της τάξης των εκατοντάδων χιλιάδων δολαρίων, σημειώνει ο Μάικλ Κάπλαν στους «New York Times». Και υπάρχει και η ελίτ του αθλήματος, παίκτες σαν αυτούς της «Ομάδας μπλακ τζακ του ΜΙΤ», απόφοιτους του ομώνυμου πανεπιστημίου –για τους οποίους έγραψε ο Μπεν Μέζρικ στο «Bringing Down the House» (εκδ. Free Press) και μετέπειτα γυρίστηκε και ταινία με τον Κέβιν Σπέισι («21») –με οργανωμένη δομή, δεκάδες συμμετέχοντες στο κόλπο και δεκάδες εκατομμύρια δολάρια σε κέρδη.

Τα πολλά λεφτά
Τέκνο της συνεργασίας δύο φοιτητών του ΜΙΤ και του Harvard Business School, των Τζ. Π. Μάσαρ και Μπιλ Κάπλαν, η «Ομάδα μπλακ τζακ» ξεκίνησε την καριέρα της το 1980. Αν και υπήρχε ήδη ως χαλαρή συνεργασία ατόμων, η μετατροπή της σε πειθαρχημένο σύνολο οφείλεται στον Κάπλαν: εκείνος απαίτησε να λειτουργήσει με επιχειρηματικούς όρους, επίσημο μάνατζμεντ, αυστηρή επιλογή και εκπαίδευση των παικτών, εγκεκριμένα συστήματα παιχνιδιού και στοιχηματισμού. Μεταξύ 1980 και 1990 στρατολογήθηκαν δεκάδες μέλη που έπαιζαν ταυτόχρονα από το Ατλάντικ Σίτι έως το Λας Βέγκας χωρισμένα σε ομάδες των τριών: ο «παρατηρητής» μετρούσε τα χαρτιά, ο «έλεγχος» έπαιζε μικροποσά και επιβεβαίωνε τις επισημάνσεις του παρατηρητή, ο «μεγάλος παίκτης» περίμενε το σήμα του ελεγκτή για το ανάλογο ποντάρισμα –όλα με προσυμφωνημένες κινήσεις, νοήματα, χειρονομίες. Μέλη που «καίγονταν» αντικαθιστούνταν από καινούργια και η συνεχιζόμενη ζημιά για τα καζίνο ήταν τέτοια ώστε να αναθέσουν την υπόθεση σε ιδιωτικούς ερευνητές. Οι τελευταίοι ανακάλυψαν το 1993 ότι πολλοί παίκτες στους οποίους είχε απαγορευθεί η είσοδος είχαν κατά σύμπτωση διευθύνσεις κατοικίας στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης. Οταν αναζήτησαν τις επετηρίδες του ΜΙΤ, η ομάδα αποκαλύφθηκε. Τα περισσότερα μέλη απενεργοποιήθηκαν, αν και κάποιοι συνέχισαν τις δραστηριότητές τους έως το 2000. Για τα συνολικά κέρδη τους δεν μιλούν οι ίδιοι, αλλά κάποιες εκτιμήσεις υπάρχουν: μόνο ο Τζέφρι Μα, για παράδειγμα, απόφοιτος Μηχανολογίας του ΜΙΤ και στέλεχος της ομάδας το 1994, σημερινός αναλυτής δεδομένων για ομάδες του ΝΒΑ και σχολιαστής του δικτύου ESPN, είναι η έμπνευση για τον χαρακτήρα που στο βιβλίο του Μπεν Μέζρικ συσσωρεύει από 1 έως 5 εκατομμύρια δολάρια σε δύο χρόνια.
Τα κίνητρα ενός advantage player δεν χρειάζεται να είναι τόσο επιχειρηματικά ούτε και να βασίζονται αποκλειστικά στο χρήμα –για την Τσουνγκ Γιν Σουν το θέμα ήταν η εκδίκηση. Κόρη πλούσιου εργοστασιάρχη από το Χονγκ Κονγκ, εθισμένη στον μπακαρά και στους «ληστές με το ένα χέρι», συνήθιζε να χάνει χωρίς μνησικακία έως ότου συνελήφθη το 2007 για ένα χρέος 93.000 δολαρίων στην εταιρεία MGM. «Εμεινα στη φυλακή τρεις εβδομάδες» είπε στον Μάικλ Κάπλαν των «New York Times». Κρατούμενες μου επιτέθηκαν, οι δεσμοφύλακες δεν με άφηναν να φορέσω τα εσώρουχά μου, έχασα 12 κιλά και δεν με άφησαν ελεύθερη έως ότου ήρθε ένας συγγενής μου με 100.000 δολάρια σε μετρητά. Αποφάσισα ότι μια μέρα θα τα έπαιρνα πίσω». Το 2011, παίζοντας μια εκδοχή του μπακαρά στο καζίνο Aria του Λας Βέγκας, συνιδιοκτησία της MGM και της Dubai World, μάζεψε σε 40 λεπτά 1,1 εκατ. δολάρια και έφυγε τρέχοντας με τους συνεργάτες της και τα λεφτά σε μια βαλίτσα. Παρεμπιπτόντως, για την αδρεναλίνη του παιχνιδιού ή τη χαρά να ξεγελούν τους ναούς του χρήματος δεν μιλάει κανείς. Αντίθετα, ο Τζέιμς Γκρόστζιν και η Τσουνγκ Γιν Σουν μιλούν ανοικτά για το διαρκές άγχος να μη γίνουν αντιληπτοί από την ασφάλεια και την αμυδρή ανησυχία μήπως αποκαλυφθούν και το καζίνο αρνηθεί να τους πληρώσει. Ο Μέζρικ υπαινίσσεται κάτι παραπάνω στο «Bringing Down the House»: «Ολοι έχουν ακούσει ιστορίες. Πίσω δωμάτια. Τακτικές εκφοβισμού. Κάποτε, μέχρι και βία. Οσα λίφτινγκ κι αν γίνονταν στην πόλη, κατά βάθος αυτό ήταν ακόμη το Βέγκας».
Η αλήθεια είναι, πάντως, ότι οι επιχειρήσεις διαθέτουν πλέον πιο εκλεπτυσμένες και αποτελεσματικές πρακτικές από το γρονθοκόπημα. Μια ευγενική σύσταση σε μια διασημότητα όπως ο Μπεν Αφλεκ είναι αρκετή. Η δικαστική οδός αρκεί για τους υπόλοιπους. Ο διάσημος επαγγελματίας παίκτης του πόκερ Φιλ Αϊβι, μέλος για ένα διάστημα της ομάδας της Σουν, μηνύθηκε από καζίνο του Ατλάντικ Σίτι που ζητά την επιστροφή των 9,6 εκατ. δολαρίων τα οποία κέρδισε το 2012. Στη Βρετανία, το Κρόκφορντς στο Μέιφερ του Λονδίνου αρνήθηκε να του πληρώσει ποσό 8,6 εκατ. δολαρίων και όταν ο Αϊβι προσέφυγε στη Δικαιοσύνη έχασε τη δίκη το 2014 –η υπόθεση βρίσκεται πλέον στο εφετείο. Τέλος, η Τσουνγκ Γιν Σουν μπορεί να αποκόμισε 20 εκατ. δολάρια τα τελευταία πέντε χρόνια, έχει όμως στα χέρια της σήμερα τρεις μηνύσεις από αντίστοιχα καζίνο που διατείνονται ότι η μέθοδός της συνεπάγεται «παραπλανητικές πρακτικές». Κανείς δεν τη λέει «χαρτοκλέφτρα». Ακόμη και ο Τεντ Γουίτινγκ, υποδιευθυντής επιχειρηματικής παρακολούθησης της MGM, «θύματος» της Σουν, λέει στον Μάικλ Κάπλαν των «New York Times» ότι δεν θεωρεί τη μέθοδό της «κλοπή». Προσθέτει, βέβαια, με νόημα ότι η εταιρεία σύντομα θα χρησιμοποιεί software προορισμένο να περιορίζει τα πλεονεκτήματα των advantage players. Οχι ότι αυτό θα τους αποτρέψει, το πολύ πολύ να μαζέψουν τα μπογαλάκια τους και να πάνε αλλού: όπως το έθεσε ο συνεργάτης του Τζέιμς Γκρόστζιν, έπειτα από μια βραδιά 100.000 δολαρίων που παραλίγο να καταλήξει στην ταυτοποίησή του: «Τέρμα η Οκλαχόμα. Πάμε ανατολικά».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 13 Αυγούστου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ