Εδώ τα πράγματα δεν είναι αυτό που δείχνουν, αλλά εκείνο που σημαίνουν. Μια κουρτίνα που ανεμίζει είναι το ίδιο το καλοκαίρι που μπαίνει από το παράθυρο. Το χαρμόσυνο επισκεπτήριο του Αυγούστου. Σε άλλα μήκη και πλάτη θα ήταν μια απειλή του καιρού που εισβάλλει στο σπίτι, στον ιδιωτικό χώρο, στην τελευταία γραμμή άμυνας του προσωπικού. Ομως εμείς, στις επικράτειες του Νότου, έχουμε σχεδόν κρύψει τη γραμμή άμυνας του προσωπικού πολύ βαθιά μέσα στην καρδιά μας, ειδικά την ώρα του γλεντιού. Ετσι, καθώς ο Μιχάλης Ζωγραφίδης χαϊδεύει με το δοξάρι με τα ασημοκούδουνα τη χειροποίητη λύρα του και τραγουδά σαν να αναστενάζει δίπλα στο παράθυρο του μπονέντη, με την κουρτίνα να ανεμίζει σαν παντιέρα ελευθερίας πάνω από το κεφάλι του, είναι σαν να εισβάλλει στο καφέ στα Πηγάδια πανηγυρίζοντας το ίδιο το θέρος.
Στα Σπόα παίζουν και τραγουδούν τον σκοπό του μπονέντη, αυτού του δυτικού καλοκαιρινού αγέρα που σαρώνει δυναμικά το Καρπάθιο πέλαγος και στεφανώνει τις κορυφές της στεριάς με σύννεφα δροσιάς. Στη μυθική Ελυμπο, το χωριό του Μιχάλη Ζωγραφίδη, το σύννεφο του μπονέντη κατεβαίνει αιθέριο σαν ξωτικό από τον Προφήτη Ηλία και σεργιανά στο Πλατύ, μπροστά από την εκκλησιά της Κοίμησης –όπου θα γίνει το μεγάλο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου –και έξω από το καφενείο του Αντώνη Ζωγραφίδη, που συχνά δοκιμάζει τον αρχέγονο ήχο της τσαμπούνας του, και ενώνεται με τον καπνό των φούρνων, πυρωμένων με ξύλα, για να ψήσουν τα ψωμιά με τα σχοινόκαρπα. Αυτό το σύννεφο είναι η αχλύς του μυστηρίου της επικράτειας του Νότου.
«Οποιος δεν επερπάτησε τη νύχτα με φεγγάρι / και την αυγή με τη δροσιά / τον κόσμο δεν εχάρη» τραγουδούν στην Κάρπαθο. Και οι δυο χαρές του κόσμου αποθεώνονται τον Αύγουστο. Και οι δυο είναι εξάρσεις της νησιωτικότητας. Το ολόγιομο φεγγάρι να ασημώνει το Καρπάθιο πέλαγος και το σύννεφο του μπονέντη να δροσίζει τις καψαλισμένες από τον δυνατό ήλιο στεριές. Και μετά είναι το ταξίδι, το μονοπάτι της ζωής και η ανάσα των νησιών. Οι ετησίες των αρχαίων, τα σημερινά μελτέμια του Αιγαίου, ο μπονέντης του Καρπάθιου φυσούν χιλιάδες χρόνια την εποχή του ευοίωνου πλου των πρώτων καραβιών. Οι Μινωίτες των μεγάλων παλατιών της Κνωσού και της Ζάκρου τον είχαν ούριο όταν τόλμησαν να κάνουν το πρώτο βήμα στο κοσμογονικό ταξίδι τους προς Ανατολάς. Ο μπονέντης έσπρωχνε το σκαρί τους προς τις στεριές του Καρπάθιου πελάγους, την Κάσο και μετά την Κάρπαθο, μέχρι να βρει απάγκιο σε μια από τις πολλές φιλόξενες αγκαλιές του Αφιάρτη, όπως ο Μακρύς Γιαλός.
Ο μπονέντης φυσά από τη μεριά του ηλιοβασιλέματος, κι εδώ στον Αφιάρτη, όπου έχουν παρατηρηθεί τα περισσότερα ίχνη της μινωικής δραστηριότητας, είναι ο τόπος του. Η ανάσα του σπρώχνει τους ιστιοδρόμους πέρα από τα συνηθισμένα όρια ταχύτητας και αδρεναλίνης. Βαθά, Νικολάκη Πούντα, Βαλιάς είναι τα παραδοσιακά ονόματα των πολύχρωμων από τις ιστιοσανίδες παραλιών. Στον κόσμο είναι γνωστές με τα σύγχρονα ονόματα που τους έχουν δώσει οι τολμηροί ιστιοδρόμοι, Devil’s Bay τα Βαθά ή Gun Bay του Νικολάκη Πούντα και ο Βαλιάς. Τρεις φορές έχει διοργανωθεί εδώ το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ταχύτητας Ιστιοσανίδας.
Από τον Αφιάρτη αρχίζει το μέτωπο του μπονέντη και πάει βόρεια, προς τις παραλίες του Λευκού. Πίσω από το αεροδρόμιο υπάρχει ένας ολόκληρος νότιος παράδεισος από κέδρους, άμμο, ψιλό, πολύχρωμο, χαλικάκι και πρασινογάλαζα νερά. Το ακρωτήριο Κάστελλος είναι καταφύγιο άγριας ζωής στη στεριά και στη θάλασσα. Εκεί έχω δει συναγρίδα να ανεβαίνει στην επιφάνεια για να τσιμπήσει ένα θαλασσόχορτο που επέπλεε και θαλάσσια χελώνα να αναδύεται ξαφνικά μπροστά μου τρομάζοντάς με. Αλλά και στις παραλίες –Διακόφτης, Ψωράρης, του Μιχαλιού ο Κήπος –η ζωή των παραθεριστών είναι πρωτόγονη και παραδομένη στα στοιχεία της φύσης. Πριν από τις «πολιτισμένες» παραλίες στα μέρη της Αρκάσας, τον Αγιο Νικόλαο και τον Αγιο Γεώργιο, μεσολαβεί ο Αγριλαοπόταμος, μια χρυσή αμμουδιά στο «μάτι» του μπονέντη, που γίνεται ακόμη πιο πολύτιμη την ώρα του ηλιοβασιλέματος πίσω από το πολύνησο της Κάσου. Προς τα εκεί πορεύονται οι τολμηροί ιστιοδρόμοι που ανοίγονται με τις ιστιοσανίδες τους στο μπογάζι μεταξύ Καρπάθου και Κάσου. Τους βλέπεις από το αεροπλάνο που κάνει αυτή τη διαδρομή, ένα από τα συντομότερα αεροπορικά ταξίδια γύρω από τη Γη.
Το μέτωπο του μπονέντη ελίσσεται στα πόδια της Λάστου, της ψηλότερης κορυφής του Νοτίου Αιγαίου. Ανεβαίνοντας για το οροπέδιο απολαμβάνεις συνεχώς το πανόραμα του Νότιου Καρπάθιου, τις ακτές της Καρπάθου, ολόκληρη την Κάσο και το κομπολόι των νησιών αφημένο μπροστά της, μέχρι πέρα τα ψηλά βουνά της Κρήτης που σου κλείνουν τον ορίζοντα. Από το οροπέδιο της Λάστου μπαίνεις με τα πόδια στο φαράγγι της Φλασκιάς, περνώντας δίπλα από τα ερείπια ενός παλιού ξωκλησιού με σπαράγματα τοιχογραφιών, μια από τις πιο ωραίες πεζοπορικές διαδρομές στην Κάρπαθο. Βγαίνεις ξανά στην ακτή του μπονέντη, στο ύψος της παραλίας Αδεια.
Η ακτή του μπονέντη έχει και τη γεύση της, για εμάς είναι θαλασσινή, και την αναζητήσαμε στο Φοινίκι, το μικρό ψαράδικο λιμανάκι. Στο εστιατόριο του Νίκου δοκιμάσαμε σουπιές κατσαρόλας με το μελάνι τους, τις μαγείρεψε η Ειρήνη, μια πραγματικά θαλασσινή γεύση. Αυτή τη δίνει το μελάνι της φρέσκιας μικρής σουπιάς που χρησιμοποιείται για αυτό το φαγητό, το οποίο αφαιρείται «χειρουργικά» από τη βάση του πολυπλόκαμου κεφαλόποδου. Οι σουπιές μπαίνουν ολόκληρες στην κατσαρόλα με λίγο νερό, στο οποίο αραιώνεται το μελάνι, και βράζουν μέσα σε αυτό. Στο ζουμί που έχει μείνει προστίθεται λάδι και οι σουπιές παίρνουν βράση πριν κοπούν σε κομμάτια για να σερβιριστούν «σύζουμες». Ολα αυτά αρταίνονται και παίρνουν άλλη χάρη και γεύση απέναντι στο πέλαγος, που ο μπονέντης το κάνει να ανατριχιάζει στο άγγιγμά του. «Αφρολουσμένη Κάρπαθος» τραγουδά η παρέα δίπλα μας.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ