Το 1960 στο Φεστιβάλ των Καννών συνέβη κάτι που δεν είχε συμβεί ούτε πριν ούτε μετά, έως σήμερα, στην ιστορία της διοργάνωσης. Εγινε ένα πάρτι που χάλασε ο κόσμος και που, 56 χρόνια μετά, σε κάθε σοβαρή ή όχι αναδρομή στις Κάννες, περιλαμβάνεται οπωσδήποτε, δίπλα στις προβολές των σημαντικών ταινιών των μεγάλων σκηνοθετών. Ηταν το πάρτι για το «Ποτέ την Κυριακή», που στην ουσία χάρισε το βραβείο α’ γυναικείου ρόλου στη Μελίνα, που την έκανε παγκόσμια σταρ και που πήγε τη μουσική του Χατζιδάκι και τα «Παιδιά του Πειραιά» στα πέρατα του κόσμου. Κι άλλοι προσπάθησαν σε εκείνα τα πρώτα χρόνια του ’60 να κάνουν ανάλογα πάρτι ή να φτιάξουν ταινίες που να τονίζουν το ελληνικό στοιχείο και να πηγαίνουν στις Κάννες –φροντίζοντας δε με κάποιον τρόπο οι ταινίες να «φέρνουν» πάντοτε λίγο στο «Ποτέ την Κυριακή». Είτε χρησιμοποιώντας κάποιον από τους ηθοποιούς, όπως τη Δέσπω Διαμαντίδου ή τον Τίτο Βανδή, ή επιλέγοντας τα μπουζούκια ως μουσικό χαλί.
Το 1964 η Αλίκη Βουγιουκλάκη έφυγε από τη Finos Film εξαιτίας μιας οικονομικής διαφοράς, αλλά στην ουσία όχι μόνον, μια και αισθανόταν πως ο Φίνος είχε ρίξει περισσότερο την προσοχή του στην «ομάδα» του Γιάννη Διαλανίδη, που κατάφερνε κάθε χρόνο, είτε με τον «Κατήφορο» είτε με τα μιούζικάλ του να κερδίζει την πρωτιά στις εισπράξεις και να την αφήνει στη δεύτερη θέση. Η Αλίκη πήγε από τη Finos Film στη Δαμασκηνός – Μιχαηλίδης, η οποία ήταν, εκείνη την εποχή, και για πολλές δεκαετίες, η μεγαλύτερη εταιρεία εισαγωγής ξένων ταινιών στην Ελλάδα.

Αντιπροσώπευε τις μεγαλύτερες αμερικανικές και ευρωπαϊκές κινηματογραφικές εταιρείες κατ’ αποκλειστικότητα, διέθετε ένα τεράστιο δίκτυο διανομής με πολλούς κινηματογράφους, σιγά σιγά άρχισε να ανοίγει τα φτερά της και στην ελληνική παραγωγή, πρώτα ως συμπαραγωγός, κυρίως με τη Finos, και μετά μόνη της. Η πρώτη χρονιά που η Αλίκη ήταν στη Δαμασκηνός – Μιχαηλίδης ήταν η σεζόν 1964-1965, οπότε γύρισε μια ταινία που χρώσταγε από το συμβόλαιό της στη Finos, το «Δόλωμα», και έκανε και δύο ταινίες στη Δαμασκηνός – Μιχαηλίδης, τη «Σωφερίνα» και τη «Μοντέρνα Σταχτοπούτα». Μάλιστα, το «Δόλωμα» και η «Σωφερίνα» βγήκαν την ίδια ημέρα στους κινηματογράφους, παραμονή 28ης Οκτωβρίου, και οι εφημερίδες έγραφαν «Αλίκη εναντίον Αλίκης». Την επόμενη σεζόν, 1965-1966, η Αλίκη βγήκε με μόνο μία ταινία στους κινηματογράφους, τις «Διπλοπενιές». Η Δαμασκηνός – Μιχαηλίδης είχε φέρει τον Γιώργο Σκαλενάκη από την Ανατολική Ευρώπη, όπου για κάποιον λόγο είχε αποκτήσει τη φήμη πως είναι ειδικός στις μουσικοχορευτικές ταινίες, και του εξασφάλισε, για να χτυπήσει τη Finos Film και ιδίως τον Δαλιανίδη, το ζεύγος Βουγιουκλάκη – Παπαμιχαήλ, τον Αυλωνίτη και τον Παπαγαννόπουλο δίπλα τους, συν τη Ρίκα Διαλυνά, σενάριο με την υπογραφή του Αλέκου Σακελλάριου και ένα από τα ωραιότερα σάουντρακ που γράφτηκαν για το ελληνικό σινεμά, με μουσική Σταύρου Ξαρχάκου και στίχους Νίκου Γκάτσου. Η ταινία, που διέθετε πολλά ελληνικά φολκλόρ στοιχεία, δεν έκανε ιδιαίτερη επιτυχία στα σινεμά στην Αθήνα –για τα μέτρα της Αλίκης, τουλάχιστον –αλλά τον Μάιο του ’66 πήγε στις Κάννες και, για να ακολουθήσει κι αυτή το παράδειγμα του «Ποτέ την Κυριακή», την επίσημη προβολή ακολούθησε ένα πάρτι, παρουσία του Ζαμπέτα, όπως και το ’60, στο περίφημο Akou Akou Club, το καλύτερο κέντρο των Καννών εκείνη την εποχή. Από εκείνη τη βραδιά και οι φωτογραφίες που συνοδεύουν αυτό το αφιέρωμα, ακριβώς πενήντα χρόνια μετά. Ομως τα πράγματα δεν πήγαν ακριβώς όπως τα περίμεναν οι διοργανωτές του πάρτι. Και να πώς διηγείται η ίδια η Αλίκη εκείνη τη βραδιά:

«(Από τις Κάννες θυμάμαι) τον καβγά του Παπαμιχαήλ με τον Βίκτωρα Μιχαηλίδη. Ο Δημήτρης κι εγώ, μετά την παράσταση που παίζαμε στη Θεσσαλονίκη, είχαμε ταξιδέψει με νυχτερινή πτήση για τις Κάννες, είχαμε αλλάξει τρία αεροπλάνα κι ήμασταν άυπνοι. Επρεπε να παραβρεθούμε στην προβολή της ταινίας και στο πάρτι μετά. Εκεί γνώρισα και τον Ομάρ Σαρίφ, τον Ροκ Χάτσον και άλλους. Είδα κι από κοντά τη Ρίτα Χέιγουορθ, μεθυσμένη. Πάμε λοιπόν στο πάρτι, όπου είχε συμφωνηθεί ότι στο «Κάτω στον Πειραιά στα Καμίνια» θα σηκωνόμασταν εγώ κι ο Δημήτρης. Ηταν και η Μανταλένα, η τραγουδίστρια, κι ο Ζαμπέτας. Αρχισε ο Ζαμπέτας να παίζει, σηκώθηκε ο Δημήτρης να χορέψει ζεϊμπέκικο, πήρα εγώ το μικρόφωνο μαζί με τη Μανταλένα, άρχισαν οι Γάλλοι να σπάνε τα πιάτα, να γίνεται ένας σαματάς, και ξαφνικά κατέβηκε ο γενικός διακόπτης. Σταμάτησαν όλα. Εκοψε ο Βίκτωρας το γλέντι, έδιωξε τις κάμερες και τους φωτογράφους, και είπε είναι πολύ νωρίς ακόμη, αργότερα. Ο Δημήτρης δεν αισθάνθηκε καλά κι ήταν η πρώτη φορά που είχε 100% δίκιο σε έναν καβγά, γιατί εγώ δεν είμαι υπέρ των καβγάδων. Μετά από καμιά ώρα άρχισε να λέει ένα άλλο τραγούδι ο Ζαμπέτας κι είχε ανεβάσει τη Ρίκα Διαλυνά ο Μιχαηλίδης, έσπαγαν τα πιάτα γιατί κι αυτοί δεν ξέρανε, είχαν ανέβει δυο-τρεις χορευτές που είχαν φέρει, οι κάμερες έπαιρναν τη Ρίκα Διαλυνά κι εμείς στεκόμασταν φόντο γιατί ήθελε να προωθήσει ο Βίκτωρας τη Ρίκα. Και τότε ο Δημήτρης ανέβηκε πάνω, βούτηξε τον Βίκτωρα από το πουκάμισο, του έσκισε τις γραβάτες, τα σακάκια, «Εφερες εμένα και τη γυναίκα μου από τη Θεσσαλονίκη άυπνους;». Είχε δίκιο ο Δημήτρης. Ηθελε να μας χρησιμοποιήσει ο Βίκτωρας. Δεν είναι σωστό που το λέω, γιατί έχει πεθάνει ο Βίκτωρας, αλλά είναι αλήθειες. Εγινε χαμός. Βγήκαν έξω από το κέντρο και ο Ομάρ Σαρίφ κράταγε τον Δημήτρη κι ο Αλμπέρτο Σόρντι τον Μιχαηλίδη. Η Ρίκα Διαλυνά εξακολουθούσε να χορεύει, οι κάμερες παίρνανε. Εγινε τέτοιος καβγάς… Κι εγώ σε μια άκρη έκλαιγα. Δεν ήξερα τι να κάνω, αισθάνθηκα τόσο άσχημα γιατί είχαμε ήδη γνωριστεί με όλους αυτούς τους ανθρώπους εκεί και την άλλη μέρα ήταν σε όλες τις τοπικές εφημερίδες πρωτοσέλιδο ότι το ελληνικό γλέντι κατέληξε σε ξυλοδαρμό. Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο, ο Δημήτρης ήταν σε φοβερό χάλι, έμεινα δίπλα του, άυπνη, και μετά γυρίσαμε με την πρώτη πτήση στη Θεσσαλονίκη γιατί παίζαμε εκεί, και αυτός ήταν ο λόγος που ο Μιχαηλίδης μισούσε τον Δημήτρη. Είχε γίνει και ένα άλλο γεγονός, στα «Κόκκινα φανάρια», τον είχαν υποβαθμίσει, είχαν βάλει το όνομά του κάτω από του Φούντα, και νομίζω πήγε κι έσπασε όλες τις βιτρίνες του κινηματογράφου Ορφέα που παιζόταν η ταινία, γιατί του είχαν υποσχεθεί ότι θα ήταν πρώτο ανδρικό όνομα.(Γι’ αυτόν τον λόγο φύγαμε από τη Δαμασκηνός). Ο Δαμασκηνός πήρε το μέρος του Δημήτρη, σίγουρα. Γιατί είναι η μόνη φορά που είχε δίκιο. Δεν μου φταίει τίποτε η Ρίκα Διαλυνά και μου είναι και πολύ συμπαθής, αλλά ο τρόπος που έγινε αυτό… Εμείς ήμασταν πρωταγωνιστές, για εμάς είχε γίνει η ταινία, και ξαφνικά βρεθήκαμε να παρακολουθούμε τα δρώμενα που ήταν τόσο μειωτικά για μας και τόσο απείχαν από την αλήθεια. Η αλήθεια είναι ότι η Αλίκη και ο Δημήτρης ήταν τα αστέρια».
Ολα αυτά συνέβησαν στις 16 Μαΐου του 1966. Ακριβώς πενήντα χρόνια πριν. Ενα πάρτι που δεν είχε την κατάληξη που περίμεναν και θα ήθελαν οι διοργανωτές του. Τριάντα χρόνια μετά, τον Μάιο του 1996, η Αλίκη ζούσε τις τελευταίες της ημέρες σε ιδιωτικό νοσοκομείο των Αθηνών. Από τότε που ήταν μόλις 30 χρόνων, αν παρακολουθήσει κανείς τις συνεντεύξεις της, δήλωνε: «Θέλω να φύγω νέα, όμορφη, όρθια και προς Θεού δεν θέλω ο θάνατός μου να γίνει μονόστηλο». Και η μοίρα, που καμιά φορά ξέρει να βάζει τα πράγματα στη θέση τους, της έδωσε το εισιτήριο για την αιωνιότητα που ήθελε και έπρεπε. Από τον Απρίλιο του 1996 που διαγνώστηκε ο καρκίνος –στο συκώτι και στο πάγκρεας μαζί –και αφού έγιναν τα απαραίτητα ταξίδια στην Αμερική για να οριστικοποιηθεί πως δεν υπάρχει ελπίδα και πως ο χρόνος που έχει μείνει είναι ελάχιστος, η Αλίκη γεμάτη αξιοπρέπεια έφυγε από το σπίτι της, στη Στησιχόρου 3, πήγε σε ένα δωμάτιο ιδιωτικού νοσοκομείου, και μακριά από το αγριεμένο πλήθος, περίμενε το φινάλε. Μόλις τρεις μήνες έζησε ακόμη, ίσα ίσα για να προλάβουν να μετανοήσουν και αυτοί που την έβριζαν τόσα χρόνια και να γράψουν δυο καλά λόγια, να προλάβει να τα διαβάσει πριν φύγει. Αυτή που ήξερε όσο κανείς άλλος σε αυτή τη χώρα να χειραγωγεί και να εκμεταλλεύεται στο έπακρο τα ΜΜΕ κατάφερε στα τελευταία της να τα κρατήσει όλα μακριά. Κι έφυγε τρεις ημέρες μετά τα γενέθλιά της, στις 23 Ιουλίου του 1996, στις 10 π.μ. Δύο ημέρες μετά, στην κηδεία της, τη συνόδευσε μια λαοθάλασσα. Αυτά που γράφτηκαν και ειπώθηκαν εκείνες τις ημέρες θα τη γέμιζαν χαρά. Ορισμένα θα την έκαναν και να γελάσει ειρωνικά. Αλλωστε, το έλεγε πάντα: «Να δω τι θα κάνετε αν με χάσετε!».
Η Αλίκη πλέον ανήκει στον χώρο του μύθου. Ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να είναι ένα εμπορικό προϊόν, ακόμη συνεχίζουν παιδιά να μεγαλώνουν μαζί της, σαν να μην έφυγε ποτέ. Η μορφή της καταγεγραμμένη σε χιλιόμετρα σελιλόιντ και σε ατελείωτες φωτογραφικές πλάκες κυκλοφορεί και μας τυλίγει αδιάκοπα. Καθετί που την αφορά είναι εμπορικό προϊόν πρώτης κατηγορίας.
Γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου κάποιας χρονιάς στις αρχές της δεκαετίας του 1930, πρώτο παιδί του δικηγόρου Γιάννη Βουγιουκλάκη και της γυναίκας του Εμυ, το γένος Κουμουνδούρου, που κράταγε από τον παλιό έλληνα πρωθυπουργό. Μισή Κρητικιά και μισή Μανιάτισσα. Καρκίνος με ωροσκόπο Αιγόκερω, απ’ ό,τι μου είχε πει, και φοβερά προληπτική, δεν της άρεσε να της λένε το μέλλον με οποιονδήποτε τρόπο, είτε με καφέδες είτε με χαρτιά, χέρια κ.τ.λ., σαν να της άρεσε να προσπαθεί να φτιάξει το μέλλον της και το μέλλον των γύρω της, αλλά να μη θέλει να το ξέρει. Κάποιοι έλεγαν ότι ήταν γεννημένη το 1931, άλλοι το 1933, πάντως πριν από το 1936 που γεννήθηκε ο δεύτερος αδελφός της, ο Αντώνης –ο τρίτος, ο Τάκης, γεννήθηκε το 1939. Στην Κατοχή έχασε τον πατέρα της. Τον σκότωσαν οι Ελασίτες γιατί ήταν νομάρχης Αρκαδίας. Μου είχε πει ότι δεν θα ξεχάσει ποτέ την τελευταία φορά που τον είδε. Ηρθαν να τον πάρουν οι αντάρτες κι αυτός την αγκάλιασε και τη φίλησε στην πόρτα του σπιτιού και χάθηκε από τα μάτια της μες στο σούρουπο.
Η μητέρα της, με τρία μικρά παιδιά, ήρθε στην Αθήνα, τα έβγαζαν δύσκολα βόλτα. Η Αλίκη, τελειώνοντας το γυμνάσιο, πήγε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού. Συμμαθητές της, ανάμεσα σε άλλους, η Καρέζη και ο Παπαμιχαήλ. Εκεί γνώρισε τον πρώτο άνθρωπο που την πίστεψε πραγματικά, θεατρικά –που ήταν και ο πρώτος που την έκανε γυναίκα -,
τον σκηνοθέτη Αλέξη Σολομό. Εκεί γνώρισε και τον άνθρωπο που της στέρησε το «Αριστα» στις τελικές εξετάσεις, βάζοντάς της «Λίαν Καλώς» και εμποδίζοντας έτσι την πρόσληψή της από το Εθνικό. Ηταν ο Δημήτρης Χορν, που σε μένα τουλάχιστον κάποιες δεκαετίες μετά είχε εκφραστεί πολύ κολακευτικά γι’ αυτήν, λέγοντας «Τουλάχιστον δεν ήταν σπουδαιοφανής σαν κάποιες άλλες. Αντιθέτως, είχε χιούμορ». Ωστόσο, όταν ο Χουρμούζιος, παντοδύναμος τότε διευθυντής του Εθνικού, της προτείνει συμβόλαιο ανεξαρτήτως του «Αριστα», εκείνη προβάλλει τους δικούς της όρους, πως δεν θα μπει ποτέ στον χορό αρχαίας τραγωδίας του Εθνικού. Αυτό δεν γίνεται φυσικά δεκτό, κι από εκεί και πέρα αρχίζει η περιπέτεια της καριέρας…
Εχει κάνει ήδη το ντεμπούτο της στο θέατρο, στο Εθνικό, ως μαθήτρια, με τον «Κατά φαντασίαν ασθενή» του Μολιέρου δίπλα στον Χριστόφορο Νέζερ, και στις «Φουσκοθαλασσιές» του Μπόγρη. Εχει κάνει και το ντεμπούτο της στο σινεμά, στο «Ποντικάκι» του Νίκου Τσιφόρου. Ο βοηθός του Τσιφόρου σε εκείνη την ταινία, ο Βασίλης Γεωργιάδης, χρόνια μετά μου είπε πως η Σμαρούλα Γιούλη, σταρ εκείνη την εποχή του σινεμά, πήγε στο στούντιο κι έκανε μεγάλη φασαρία στον Τσιφόρο γιατί τόλμησε να βγάλει άλλη μικρή πρωταγωνίστρια. Μέχρι το 1958 τα πράγματα δεν ήταν εύκολα, αλλά η μικρή είχε στρατηγική. Ηξερε κάθε στιγμή ποια πόρτα έπρεπε να χτυπήσει και πώς. Μερικές πόρτες έμειναν κλειστές, άλλες της τις έκλεισαν κατάμουτρα, κάποιες, όμως, άνοιξαν για χάρη της. Τα πράγματα άρχισαν να ανθίζουν γι’ αυτήν όταν τα έφτιαξε με τον Μάριο Πλωρίτη και, λίγο μετά, όταν την ερωτεύτηκε ο Κλέαρχος Κονιτσιώτης, την πήγε στον Φίνο και της έκανε την «Αστέρω», για την οποία η Ελένη Βλάχου στην κριτική της στην «Καθημερινή» την ονόμασε «Εθνική μας Α.Β.».
Από εκεί και πέρα, τα πάντα ανήκουν στον χώρο του μύθου ή του παραμυθιού, όπως θέλετε πείτε το, τώρα πια δεν έχει καμία σημασία. Η συνεργασία με τον Χατζιδάκι, με τον Φίνο, με τον Σακελλάριο, το «Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» που «έκανε τόσα εισιτήρια μέσα σε μία δεκαετία, μαζί με τις δεύτερες, τρίτες και καλοκαιρινές προβολές, όσα δύο φορές ο πληθυσμός της Ελλάδος», όπως μου έλεγε ο Σακελλάριος, που επίσης μου είχε πει ότι «οι τρεις πιο ταλαντούχοι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάστηκα ήταν ο Λογοθετίδης, η Αλίκη και ο Κιμούλης».
Μετά ήρθαν οι επιτυχίες, οι αποτυχίες, το θέατρο, το σινεμά, κάποιες προσπάθειες για κάτι διαφορετικό που κατέληγαν όλες σε τραγική αποτυχία, ο γάμος με τον Παπαμιχαήλ, που κι αυτός κατέληξε σε τραγική αποτυχία μετά από μία δεκαετία, η γέννηση του Γιαννάκη –«Ακόμη κι αυτό το παιδί με κόπο το έκανα, τίποτε δεν μου χαρίστηκε» μου είχε πει -, μετά ήρθε το φινάλε του ελληνικού σινεμά, αλλά προηγουμένως πρόλαβε να κάνει την «Υπολοχαγό Νατάσσα» και το ρεκόρ εισιτηρίων της, να χωρίσει με τον Παπαμιχαήλ, ο μύθος για τη σχέση της με ανθρώπους σαν τον διάδοχο Κωνσταντίνο, τον Μπότση και τον Μομφεράτο, οι προσπάθειες για διεθνή καριέρα που δεν ευοδώθηκαν, τα μιούζικαλ στο θέατρο, η σχέση και ο γάμος με τον κύπριο επιχειρηματία Ηλιάδη, το διαζύγιό τους και μετά η σχέση με τον Βλάσση Μπονάτσο και μετά με τον Κώστα Σπυρόπουλο, που υποδειγματικά στάθηκε δίπλα της ως το φινάλε, και δεν ήταν εύκολο ακόμη και το να σταθείς δίπλα στην Αλίκη. Την Αλίκη που μπορούσε να γεμίσει στάδια και μόνο με την αναφορά του ονόματός της, που ήξερε όσο κανείς άλλος να «παίζει» με τον Τύπο και που κατάφερε να παντρευτεί στη Μητρόπολη το 1980 και να πάρει διαζύγιο τον επόμενο χρόνο και να μην το μάθουμε παρά μία δεκαετία μετά, γιατί εκείνη αποφάσισε να το πει. Αμα θέλεις, ξέρεις και πώς να κρατάς μυστικά.
Κάποια στιγμή η μητέρα μου μού είπε «Μα πώς μπορείς και βλέπεις τις ταινίες της, αφού τη γνώρισες τόσο καλά, και δεν παθαίνεις κατάθλιψη;». Ομολογώ πως το σκέφτηκα. Η αλήθεια είναι πως αυτή που βλέπω στις ταινίες, ή και στις παλιές συνεντεύξεις που κατά καιρούς έχει δώσει, δεν έχει καμία, μα καμία σχέση με την Αλίκη που γνώρισα. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη έξω από το σπίτι της και κατάματα στη δημοσιότητα δεν είχε καμιά σχέση με την Αλίκη Βουγιουκλάκη μέσα στο σπίτι της, ανάμεσα στους ανθρώπους που ήξερε και εμπιστευόταν. Γιατί η Αλίκη Βουγιουκλάκη που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε, και κάποιοι βρίσανε πολύ και κάποιοι συνεχίζουν να βρίζουν, δεν ήταν άνθρωπος, ήταν ρόλος που τον έφτιαξε η ίδια, τον διαμόρφωσε και τον κουβάλησε στην πλάτη της επί περίπου τριάντα πέντε χρόνια. Στη ζωή της η Αλίκη είχε άλλη φωνή, πολύ πιο straight από τη φωνή της γατούλας που χρησιμοποιούσε δημοσίως, τα χέρια της και όλο το κορμί της είχαν άλλη κίνηση από αυτή που έβλεπε ο κόσμος, χωρίς ακκισμούς, χωρίς γατίσιες και ναζιάρικες συμπεριφορές, ήταν κοφτή, γρήγορη στις αποφάσεις, ήταν καλή φίλη, ήξερε ανά πάσα στιγμή τι έκανες ακόμη κι αν είχε πάρα πολύ καιρό να σε δει, και έτοιμη να σε βοηθήσει αν είχες πρόβλημα. Ολα αυτά, βέβαια, με την προϋπόθεση ότι δεν θα έκαναν κακό με κανέναν τρόπο στον μύθο και στην εικόνα της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Γιατί η Αλίκη λάτρευε την εικόνα που είχε φτιάξει και λάτρευε και τη σχέση της με το κοινό της. Ηταν εξουσιάστρια και συγχρόνως σκλάβα αυτού του κοινού. Ηταν η δύναμή της και η αδυναμία της. Ωσπου, στην κόψη του ξυραφιού, πριν από είκοσι χρόνια, προτού ο μύθος γίνει παρωδία, η μοίρα, δικαιώνοντας όλον αυτόν τον κόπο, της έδωσε εισιτήριο για την αθανασία, όπως ακριβώς το ήθελε. «Η Αλίκη έφυγε γιατί κουράστηκε να παίζει την Αλίκη Βουγιουκλάκη» μου είχε πει ο Μίνως Βολανάκης λίγο μετά την κηδεία της.
«Αλίκη, γιατί δεν δείχνεις στον κόσμο το πραγματικό σου πρόσωπο, γιατί δεν του δείχνεις την πραγματική Αλίκη Βουγιουκλάκη; Θα ήσουν εκατό φορές μεγαλύτερη σταρ από αυτό που είσαι» της είχα πει. Κι εκείνη μου απάντησε: «Εγώ ξέρω πάρα πολύ καλά τι θέλει ο κόσμος από μένα, κι αυτό του δίνω». Και είκοσι χρόνια μετά το οριστικό πέρασμά της στην αθανασία έχει αποδείξει πως είχε δίκιο.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ