«Αν μπορείς να φανταστείς κάτι, τότε είναι αληθινό»
Πάμπλο Πικάσο
Οταν ένας μεγάλος μύστης των γραμμών και του φωτός ταξιδεύει στο Αιγαίο, είναι κοσμοϊστορικό γεγονός. Οι δημιουργοί μεταμορφώνουν τη ματιά μας πάνω στα πράγματα και μας μαθαίνουν να βλέπουμε αλλιώς τη ζωή. Ο παθιασμένος με την Ελλάδα και τους μύθους της Ζαν Κοκτώ ψιθύριζε: «Οταν συναντώ την Ελλάδα, έχω την ίδια πάντα ευχάριστη αίσθηση ότι γυρνώ στο σπίτι μου». Τότε είναι που τα μικρά και τα ασήμαντα γίνονται μεγάλα και θαυμαστά. Ενας κόσμος ολόκληρος η Αστυπάλαια, η Σίκινος, η Ηρακλειά, το Πάνω Κουφονήσι, η Αλόννησος, η Λειψώ, η Δονούσα, η Τήλος, η Χάλκη, η Κίμωλος. Ενα σχήμα, μια ιδέα πάνω στο απέραντο γαλάζιο, ένα ποίημα. Η μυθική Κέρος, στην επικράτεια των Μικρών Κυκλάδων, με τα κυκλαδικά ειδώλια που μεγεθύνονται και ακτινοβολούν, «αενάως μοντέρνα». Μικρά τέχνεργα, μεγάλα θαύματα.
Τα θαύματα ξεκίνησαν από το Αιγαίο, από εκεί που είναι τα «πάντα πλήρη θεών», καθώς έλεγε ο Θαλής από τη Μίλητο. Από εκεί που τα νησιά ταξίδευαν με επιβάτες τους αθάνατους και, αργότερα, οι άγιοι κατοικούσαν μέσα στις γυμνές καμπύλες των ξωκλησιών, τις τόσο προκλητικές στην όραση, που όλη την ημέρα τις χαϊδεύουν οι ακτίνες του ήλιου. Απέναντι σε αυτόν τον θεϊκό ήλιο, ο άνθρωπος σήκωσε το λειασμένο από την επιμονή των κυμάτων βότσαλο κι αυτό έλαβε μορφή. Θυμήθηκε πως ο Θεός ενεφύσησε ζωή στον πηλό και τον συνεπήρε το θαύμα της δημιουργίας. Ετρεξε να βάλει το βότσαλο στο εικονοστάσι της σκοτεινής σπηλιάς του και η μορφή εξαφανίστηκε. Βγήκε πάλι έξω στον ήλιο και η μορφή εμφανίστηκε. Θαύμα! Το θαύμα του φωτός. Αργότερα μετέπλασε την ιδέα του βότσαλου επάνω στο λευκό μάρμαρο και χάραξε τη μύτη, τα σταυρωμένα χέρια, το εφηβαίο, ό,τι χρειαζόταν το φως πάλι για να διαφωτίσει τη μορφή, εσωτερικά αυτή τη φορά. Και τοποθέτησε αυτόν τον μικρό θεό, μαζί με τους νεκρούς του, στην αιωνιότητα, για να τον θαυμάζουν όλοι οι ευαίσθητοι δημιουργοί του κόσμου στους αιώνες των αιώνων. Ενας από τους μεγαλύτερους δημιουργούς του 20ού αιώνα, ο Χένρι Μουρ, γλύπτης που λαξεύει και δεν πλάθει, μονολογούσε: «Στην Αγγλία το μισό φως απορροφάται μέσα στο αντικείμενο, όμως στην Ελλάδα το αντικείμενο μοιάζει να αναδίδει το φως, σαν να φωτίζεται το ίδιο από μέσα».
Ο μεγάλος αιρετικός Τζόρτζιο ντε Κίρικο, που γεννήθηκε και ξεκίνησε να σπουδάζει τη ζωγραφική κάτω από αυτό το φως, σκιτσάρει την εσωτερική γεωγραφία της Ελλάδας: «Είναι μια χώρα με τις σωστές διαστάσεις. Τίποτα δεν είναι υπερβολικά ψηλό ή χαμηλό. (…) Ακόμη και ο ουρανός και η θάλασσα δεν είναι ποτέ υπερβολικά μπλε. (…) Εχεις πάντα την εντύπωση ότι μπορείς να πας παντού με τα πόδια και χωρίς προσπάθεια». Ακριβώς αυτή την αίσθηση που έχεις στη Δήλο. Από το Ιερό Λιμάνι που αράζεις μπορείς να περπατήσεις με τα πόδια στην Ιερά Οδό ανάμεσα στα ομιλητικά μες στη σιωπή τους ερείπια δίπλα από τον Οίκο των Ναξίων, όπου υπάρχει η τεράστια μαρμάρινη βάση του κολοσσιαίου αγάλματος του Απόλλωνα, που θρυλείται ότι οι χάλκινοι βόστρυχοί του άστραφταν κάτω από τον ήλιο και ήταν ορατοί από πολύ μακριά στους ταξιδιώτες που έρχονταν από το πέλαγος.
Ο νους ακολουθεί ανάστροφη πορεία και ταξιδεύει προς τη Νάξο και στις εξοχές όπου κείτονται μέσα στο μυστήριό τους οι γιγαντιαίοι κούροι, στον Απόλλωνα, στις Μέλανες και στο Φλεριό. Ο ταραξίας της τέχνης του 20ού αιώνα, Μαρσέλ Ντυσάν, έλεγε μόλις πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα, φιλοξενούμενος του Αλέξανδρου Ιόλα: «Μέχρι τώρα το φως ήταν για μένα ένα από τα μεγαλύτερα αινίγματα του κόσμου. Τώρα, εδώ, είδα την εκπληκτική σχέση της χώρας με το φως. Το μόνο κακό είναι ότι σ’ αυτή τη χώρα λύνονται τα μυστήρια». Οι κούροι της Νάξου, όμως, και της Δήλου, διατηρούν τα μυστήριά τους κάτω από τους ανελέητους καταρράκτες του ήλιου.
Η «εστία των νήσων», μια ιερή, μικρή τελεία στη μεγάλη Μεσόγειο που γύρω της ταξιδεύει ένα από τα εντυπωσιακότερα και πολυπλοκότερα πολύνησα του παγκόσμιου χάρτη, είναι τόσο ανθρώπινη που χωρά σε μια μόνο ματιά. Κι όμως, χρειάστηκαν τα παρακάλια μιας θεάς για να υποστείλει την αγέρωχη παντιέρα του αέναου ταξιδιού και να ρίξει άγκυρα ανοιχτά της Μυκόνου για να μπορέσει να φέρει στον κόσμο η Λητώ τα δύο παιδιά της, τον θεό του ήλιου του Αιγαίου, τον Απόλλωνα, και τη θεά της πανσελήνου του Αυγούστου πάνω από τα νησιά, την Αρτεμη. Μεγάλο το χατίρι των θεών, αλήθεια, να σταματήσεις να ταξιδεύεις σε αυτές τις θάλασσες που τα πάντα ταξιδεύουν από την πρώτη ημέρα της δημιουργίας.
Πρώτα ο Θεός έφτιαξε το ταξίδι και αμέσως μετά τους μύθους που ταξιδεύουν και μας ταξιδεύουν. Οι μύθοι είναι η πιο διασκεδαστική και η πιο σοβαρή πλευρά της καθημερινής ζωής. Ο Πάμπλο Πικάσο και η Ελλάδα δεν συναντήθηκαν ποτέ, διασταυρώθηκαν, όμως, οι μύθοι τους, στη μοναχική πορεία τους στην πρωτοπορία της σύγχρονης εικαστικής δημιουργίας. «Αν σημειώναμε πάνω σε έναν χάρτη όλους τους δρόμους απ’ όπου έχω περάσει κι αν τους συνδέαμε με μια γραμμή, ίσως αυτό να απεικόνιζε έναν Μινώταυρο» θα πει ο πιο δυνατός ζωγράφος του 20ού αιώνα περιπλανώμενος μέσα στον λαβύρινθο, κυνηγημένος από σύγχρονους και αρχαίους μύθους, ταυρομαχίες και ταυροκαθάψια. Τι γοητευτική, αλήθεια, συνάντηση στους δαιδάλους της Κνωσού. Και πώς ζωντανεύουν τους μύθους τα χρώματα των τοιχογραφιών που εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. Οι μινωίτες ζωγράφοι, λένε, αναζητούσαν την αιώνια νεότητα με αυτά τα λαμπερά σχέδια και χρώματα. Μα, αλήθεια, τι ψάχνουν και οι σύγχρονοι ζωγράφοι;
Οι άνθρωποι στο κέντρο της Μεσογείου, όπως τους έλεγαν οι Αιγύπτιοι της εποχής των Φαραώ, υποδέχονταν και ξεπροβόδιζαν τελετουργικά το καλοκαίρι. Αυτή ήταν η εποχή του ευοίωνου πλου, η καλή ώρα των ταξιδιών. Τότε ακόμη οι άνθρωποι δεν πηδούσαν μέσα στο ταξίδι χωρίς να βλέπουν τον προορισμό τους, αλλά παρατηρούσαν τα βουνά που αχνοσχεδιάζονταν στον ορίζοντα. Οπως, ας πούμε, τα βουνά της Κάσου, απέναντι από την ανατολική άκρα της Κρήτης, εκεί που βρίσκεται το ανάκτορο της Ζάκρου. Μπορεί αυτό –ένα μικρό νησί, ένα μεγάλο βήμα –να ήταν το πρώτο σκαλοπάτι που πάτησε ο πρωτοπόρος ευρωπαϊκός πολιτισμός στο ταξίδι του προς Ανατολάς. «Οπως οι αυστηρές γραμμές ενός γυμνού βουνού, και μόνο με το γεγονός ότι μας υποβάλλουν τις ιδέες της λιτότητας και της καθαρότητας μας υπαγορεύουν και πράξεις αντίστοιχες στο ηθικό επίπεδο, έτσι και οι απροσδόκητα ευφάνταστες γραμμές του Πικάσο, καθώς τις βλέπουμε να ξεδιπλώνονται μέσ’ από την εκπληκτική τροχιά του έργου του, μας επιτάσσουν την περιπέτεια, μας προτρέπουν να ξανοιχτούμε στη μαγική ανακάλυψη του κόσμου» γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης.
Ο ποιητής-μύστης των μυστηρίων της νησιωτικότητας Οδυσσέας Ελύτης, συντοπίτης της ροδοδάχτυλης Σαπφούς, ξεναγούσε τον Μαρκ Σαγκάλ στην πατρίδα του, τη Λέσβο. Ο ποιητής των χρωμάτων –που ο Πικάσο έλεγε ότι όταν ζωγραφίζει πρέπει να έχει έναν άγγελο μέσα στο κεφάλι του –αναζητούσε την ατμόσφαιρα του «Δάφνις και Χλόη» για να τη μετουσιώσει σε εικόνες για ένα ακόμη μεγάλο βιβλίο του Στρατή Ελευθεριάδη, του φημισμένου στην Εσπερία μυτιληνιού εκδότη Teriade. «Πάνω στο κυνήγι κάποτε, στη Λέσβο, αντίκρισα σ’ ένα άλσος των Νυμφών τ’ ωραιότερο θέαμα που έχω δει στη ζωή μου: μια ζωγραφιά, που ιστορούσε μιαν αγάπη» αρχίζει ο Λόγγος την ποιμενική ιστορία του Δάφνιδος και της Χλόης. Μύριες τέτοιες εικόνες θα θαυμάσει ο επισκέπτης του Μουσείου –Βιβλιοθήκη Στρατή Ελευθεριάδη –Teriade στη Βαρειά, κοντά στη Μυτιλήνη. Το πνεύμα και οι χειρονομίες των Πικάσο, Ματίς, Λεζέ, Λε Κορμπυζιέ, Μπονάρ, Μιρό, Τζακομέτι, Σαγκάλ πλανώνται μαζί με τα οράματα και θάματα του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ. Και φυσικά, ένα από τα σπάνια αντίτυπα του «Δάφνις και Χλόη» με τις αριστοτεχνικές λιθογραφίες που χάραξε ο Μαρκ Σαγκάλ, «γιατί κανείς ποτέ δεν ξέφυγεν ολότελα από τον Ερωτα –μήτε και θα του ξεφύγει, όσο υπάρχει κι ομορφιά και μάτια να την ατενίσουν»…
Κάποια από τα προσχέδια αυτών των λιθογραφιών ίσως έγιναν στη φορτισμένη έπαυλη «Γαλήνη», στην ακτογραμμή του Πόρου, ίσως και στο ίδιο δωμάτιο που έγραψε πριν ο Γιώργος Σεφέρης την «Κίχλη». Η Αμαρυλλίς Ν. Δραγούμη, που φιλοξενούσε τη Βάβα και τον Μαρκ Σαγκάλ, θυμόταν: «Οταν έβγαινε μέσα από την κάμαρά του και μπαίναμε για την τακτοποιήσουμε, μας έπιανε δέος. (…) Απάνω στο μεγάλο τραπέζι που του είχαμε τοποθετήσει μπροστά στο παράθυρο ήταν ανακατεμένα τα μεγάλα άσπρα φύλλα από χαρτιά με σκίτσα, σχέδια και χρώματα. Ρουμπινιά, λουλακιά, πορτοκαλιά χρώματα. (…) Ζωγράφιζε γυαλιστερά ψάρια μέσα στα ρηχά ψαροκάλαθα που μόλις τα είχαν φέρει οι ψαράδες. Ρόδια, κουκουνάρια, λεμόνια. Ρέγγες που αγόραζε ο ίδιος από τα μπακάλικα του Πόρου. Ωριμα, κεχριμπαρένια φραγκόσυκα, κολλημένα πάνω στα αγκαθωτά σαρκώδη φύλλα της φραγκοσυκιάς, σταφύλια, μήλα…».
Απέναντι, οι νεοκλασικές προσόψεις των σπιτιών, αραδιασμένες στην προκυμαία μέχρι τις κορυφές των δύο λόφων της Σφαιρίας, δημιουργούν το μεγαλειώδες σκηνικό για να παρελάσουν τα κάθε λογής σκάφη που σεργιανούν μπροστά του, από τις μικρές ψαρόβαρκες μέχρι τις μεγάλες θαλαμηγούς. Ομως η έμπνευση κρύβεται στις λεπτομέρειες. «Ροδιά; Ροδιά; Πώς; Ροδιά; Υπάρχει λοιπόν ένα τέτοιο δέντρο στον κόσμο και εγώ δεν το ξέρω; (…) Τι ομορφιά!». Ο ξεναγός στο επόμενο ταξίδι του Μαρκ Σαγκάλ, Οδυσσέας Ελύτης, ήταν ο καθ’ ύλην αρμόδιος να πει στον ζωγράφο ότι δεν είναι μόνο η υπέροχη εικόνα της ροδιάς με απλωμένα τα στολισμένα με κόκκινα άνθη ή ώριμα ρόδια κλωνάρια της πάνω στον λευκό πυλώνα, αλλά σε αυτή τη γωνιά της υδρογείου συμβαίνει καμιά φορά οι λέξεις να σημαίνουν χίλιες εικόνες:
«Σ’ αυτές τις κάτασπρες αυλές


όπου φυσά ο νοτιάς


Σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες,


πέστε μου είναι η τρελή ροδιά


Που σκιρτάει στο φως


σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της


Με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά


Που σπαρταράει με φυλλωσιές


νιογέννητες τον όρθρο


Ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά


με ρίγος θριάμβου;»
«Η τρελή ροδιά»,
από τη «Θητεία του καλοκαιριού»
Το ίδιο και τα γεράνια στις μεγάλες γλάστρες επάνω στα τσιμεντένια κάγκελα της βεράντας και στην κουπαστή της σκάλας της «Γαλήνης», που η «φλόγα» τους προβάλλεται στο γαλάζιο του ουρανού. Το ίδιο και τα δροσερά κυκλάμινα στο κρυστάλλινο βάζο: «Θεέ μου! Αυτό θα πει τελειότης. Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς οι ζωγράφοι; Αυτήν εδώ την τελειότητα δεν θα την φθάσουμε ποτέ».
Στον Πόρο η βαρκάδα παίρνει μεταφυσικές διαστάσεις. Η Αμαρυλλίς Ν. Δραγούμη γράφει: «Μέσα στη βάρκα βαστώντας με το ένα χέρι τη συρτή και με το άλλο την λαγουδέρα έριχνα κρυφές ματιές στο μπλοκ του ζωγράφου που καθόταν πλάι μου και «έπαιρνε τις σημειώσεις του» στο σούρουπο. Το μολύβι λες και το κουνούσε μια μαγική δύναμι. Πρόσωπα στρογγυλά ανθρώπινα, κορυφογραμμές, βράχια με εφιαλτικά σχήματα, πέτρες, δέντρα γυρτά από τον άνεμο. Σπηλιές. Ψάρια, ψάρια. Μυτερά, κουτσομούρικα, με κάτι πρόσωπα σαν ανθρώπινα με πελώρια στρογγυλά μάτια έξω από τις κόγχες τους. Ψάρια που έμοιαζαν σαν δράκοντες. (…) Οποιος τον έβλεπε θα καταλάβαινε γιατί αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να κλειστεί μέσα σε φραγμούς και γιατί δεν του φθάνει αυτό που κάνει και ορμάει στο άπειρο, στο απίθανο και στο όνειρο»…
Στην Ελλάδα ορμούν στο ταξίδι. Ο δημιουργός που μετουσίωσε την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική, Λε Κορμπυζιέ, στέκεται ένα πρωινό στην αφετηρία των ταξιδιών, μπροστά στα καράβια στο λιμάνι του Πειραιά: «Σταματήσαμε μπροστά στα καράβια της ακτοπλοΐας: καράβια σημερινά και παντοτινά, καράβια της ιστορίας σας. Αυτά τα καράβια είναι βαμμένα με τα πιο ζωηρά χρώματα. Το χρώμα είναι η ίδια η έκφραση της ζωής. (…) Είναι το χρώμα που αναβλύζει με όλη του την ένταση: αίμα, γαλάζιο, ήλιος –κόκκινο, μπλε, κίτρινο –η ζωή στις πιο εντατικές της εκδηλώσεις. Ο άνθρωπος που ζει πραγματικά χρησιμοποιεί χρώματα. (…) Σε αυτά τα καράβια του Πειραιά που είναι μπογιατισμένα όπως και δυο χιλιάδες χρόνια πριν, ξαναβρήκαμε την παράδοση της Ακρόπολης». Οπως οι ψαράδες στο Κλήμα της Μήλου. Βάφουν τις μεγάλες θύρες των υπόσκαφων συρμάτων που ασφαλίζουν τις βάρκες με τα χρώματα που περισσεύουν από το μπογιάτισμά τους. Και μετά μπογιατίζουν και τα πορτοπαράθυρα των σπιτιών τους. Γι’ αυτό το Κλήμα μοιάζει με έκθεση επαναστατημένου κολορίστα ζωγράφου.
Ο Λε Κορμπυζιέ παρέα με τον επίσης εξαιρετικό ζωγράφο Φερνάν Λεζέ πήραν ένα καράβι βαμμένο με τα χρώματα των αρχαίων ναών και των αγαλμάτων και ανοίχτηκαν στο Αιγαίο. «Ποιο γλυκύτερο μούρμουρο θα σε λίκνιζε από εκείνο των κυμάτων που τα σκίζει το κοράκι της πλώρης καθώς τρίβονται πάνω στη δονούμενη από τον μόχθο των ελίκων καρίνα». Δήλος, Μύκονος, Σαντορίνη, Σίφνος, Σέριφος, Αίγινα. Ο Λε Κορμπυζιέ βλέπει πλέον τα πράγματα αλλιώς: «Η Ακρόπολη με έκανε έναν επαναστατημένο». Οι γραμμές σε αλλάζουν. Ετσι αισθάνεσαι όταν κοιτάζεις την Παραπορτιανή στο Κάστρο της Μυκόνου, πίσω από τη Μικρή Βενετία, καθώς προβάλλεται πάνω στη μαλαματένια θάλασσα που στέκονται ακίνητα τα κρουαζιερόπλοια. Είναι το φως που πέφτει πάνω σε έναν σωρό από πέντε εκκλησάκια και τον μεταμορφώνει σε ένα πεδίο σύγκλισης ευδιάκριτων, ποικίλων, αρμονικών γραμμών. «Η αρχιτεκτονική είναι ένα υπέροχο παιχνίδι των μορφών κάτω από το φως» θα πει κάποτε ο Λε Κορμπυζιέ και θα συνεχίσει να γράφει στα σημειωματάρια του ταξιδιού του: «Το ελληνικό πνεύμα δεν ασχολείται με τα ίδια τα πράγματα, αλλά με την τύχη των πραγμάτων, των γραμμών, των όγκων, την υπευθυνότητα των πράξεων».
Ο Μαρκ Σαγκάλ μαζεύει τα χαρτιά και τα μολύβια του: «Βιάζομαι να τελειώσω μιαν ώρα αρχύτερα με όλα αυτά. Ετσι θέλω να τελειώνω γρήγορα με ό,τι αγαπώ και μ’ αρέσει, αφού έτσι κι αλλιώς πρέπει να το αποχωρισθώ». Ο Λε Κορμπυζιέ ρίχνει μια τελευταία ματιά στα σημειωματάριά του: «Σ’ αυτήν την κοιτίδα του ανθρώπινου μέτρου, στην Ελλάδα, σ’ αυτά τα ευτυχισμένα χρώματα της ευπρέπειας, της οικειότητας, του «ευ ζην», του ορθολογικού που συνδέεται πάντα με τη χαρά της ζωής, τα μέτρα της ανθρώπινης κλίμακας είναι παρόντα. Το αληθινό ερώτημα είναι η αρμονία». Κι ο Πάμπλο Πικάσο μάς λέει με άλλα λόγια να κρατήσουν τα ταξίδια του σώματος και του νου: «Ο ρόλος της τέχνης είναι να ξεπλένει τη σκόνη της καθημερινής ζωής από τις ψυχές μας».


Πηγές και αποσπάσματα

  • Le Corbusier, «Κείμενα για την Ελλάδα», μτφρ. Λήδα Παλλαντίου, επιμέλεια Γιώργος Σημαιοφορίδης, εκδ. Αγρα, 2009.
  • Λόγγος, «Δάφνις και Χλόη», μετάφραση Ρόδης Ρούφος, ξυλογραφίες-λιθογραφίες Γιώργης Βαρλάμος, εκδ. Διάττων, 2008.
  • «Πάμπλο Πικάσο, ο ζωγράφος του 20ού αιώνα», επιμέλεια Θανάσης Νιάρχος, εκδ. Καστανιώτη, 2006. Αμαρυλλίς Ν. Δραγούμη, «Ο Σαγκάλ και η ελληνική φύση – Πέντε ημέρες στον Πόρο», εφημερίδα «Τα Νέα», 12.12.1952.
  • «Ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο και η Ελλάδα – Ταξίδι μέσα από τη μνήμη», κατάλογος έκθεσης, επιμέλεια Τάκης Μαυρωτάς, Πολυχώρος Πολιτισμού Αθηναΐς, 2007.
  • «Pablo Picasso – Jean Cocteau – Οι καινοτόμοι του μοντερνισμού», κατάλογος έκθεσης, επιμέλεια Τάκης Μαυρωτάς, Ιδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη, 2015.
  • Νίκος Σταθούλης, «Αλέξανδρος Ιόλας», εκδ. Νέα Σύνορα Α. Α. Λιβάνη, 1994.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 18 Ιουνίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ