«Ενα θερμό φως σε τόνους σέπιας φωτίζει το παρελθόν, εξομαλύνοντας τις αταίριαστες λεπτομέρειες» έγραφε στις 6 Ιουνίου στους «New York Times» η διάσημη συγγραφέας Τζόις Κάρολ Οουτς. Αν και κατέθετε και η ίδια τον οβολό της στους παιάνες που ακολούθησαν τον θάνατο του 74χρονου Μοχάμεντ Αλι στις 3 Ιουνίου, τουλάχιστον φρόντισε να μη γεμίσει το χάσμα που χωρίζει το σήμερα από το χθες με τόνους νοσταλγίας. Σήμερα, ο Αλι ήταν κοινά αποδεκτός λόγω του μεγαλείου της καριέρας του, της κατακόρυφης πτώσης του αθλήματος έκτοτε, της άμβλυνσης των φυλετικών αντιθέσεων (παρά τον φόνο του Τρέιβον Μάρτιν και άλλων νεαρών μαύρων από αστυνομικούς τα τελευταία χρόνια), της νόσου του Πάρκινσον. Χθες, ήταν ένας επαναστάτης με ή χωρίς αιτία, ανάλογα με την πλευρά του φυλετικού χάσματος που βρισκόταν κανείς, μια αμφιλεγόμενη φιγούρα, ένας κλόουν του ριγκ.
Στην πραγματικότητα, ο Κάσιους Κλέι της δεκαετίας του ’60 και ο Μοχάμεντ Αλι της δεκαετίας του ’70 ήταν ταυτόχρονα και πεταλούδα και μέλισσα. Και χορευτής και οδοστρωτήρας. Και αθλητής και κήρυκας. Και πολωτικός και συμφιλιωτικός. Μια ζωντανή αντίφαση. Κι αυτό επειδή απλώς ξέφευγε από τα καθιερωμένα. Αρνιόταν να πυγμαχήσει ενώπιος ενωπίω, σε μια μονότονη ανταλλαγή από γροθιές κάτω από τους προβολείς. Μετέτρεψε το μποξ σε ρευστή χορογραφία αέναης κίνησης. Αρνιόταν να γίνει το «καλό παιδί» που θα ψέλλιζε δημοσίως κοινοτοπίες και θα ενσωματωνόταν στο λευκό (και γκρίζο και, συχνά, μαφιόζικο) κατεστημένο των οργανωτών του αθλήματος. Προσηλυτίστηκε στο «Εθνος του Ισλάμ», άλλαξε το όνομά του, κατήγγειλε ανοιχτά τον ρατσισμό που έκανε τον συμπολίτη του, μαύρο λογοτέχνη Μπλάιντεν Τζάκσον, να γράφει «υπήρχαν δύο Λούισβιλ και δύο Αμερικές στην Αμερική». Αυτός ο αντισυμβατικός νεαρός απειλούσε. Την αίσθηση της φυλετικής ιεραρχίας και την κανονικότητα της τάξης των πραγμάτων.
Ο,τι δεν ήταν «κανονικό» στα 60s ήταν ακραία ριζοσπαστικό: ο Ρεντ Σμιθ, σεβαστός πατριάρχης της αμερικανικής αθλητικής δημοσιογραφίας, τον κατέταξε χωρίς πολλές περιστροφές στην ίδια χορεία με τους «άπλυτους αλήτες» που διαδήλωναν κατά του πολέμου στο Βιετνάμ. Ο Αλι σε λίγο θα τον δικαίωνε αρνούμενος να στρατευτεί («δεν έχω τίποτα να χωρίσω με τους Βιετκόνγκ. Δεν με είπαν ποτέ «αράπη»») και η Ιστορία, με τη σειρά της, θα δικαίωνε άπλυτους και αρνητές στράτευσης μαζί. Πότε άλλαξε η εικόνα του διχαστικού κήρυκα; Οταν το «Esquire» τον φωτογράφισε στο εξώφυλλό του το 1968 κατατρυπημένο από βέλη, ως άλλο Αγιο Σεβαστιανό, και τα ομοσπονδιακά δικαστήρια ανέτρεψαν την καταδίκη που του είχε στερήσει το δικαίωμα να αγωνίζεται. Ο απειλητικός «άλλος» ήταν έτοιμος να μεταμορφωθεί σε λαϊκό ήρωα.
Σύμβολο ενθουσιασμού ή αποτροπιασμού, φορέας υπερηφάνειας ή «ηθικού πανικού», ο Αλι μιλούσε μια ευθεία, πολιτικά φορτισμένη γλώσσα («βλέπουν τους πυγμάχους ως κτήνη που έρχονται να διασκεδάσουν πλούσιους λευκούς»), ικανή να τον αναγάγει όχι μόνο σε λαϊκό ήρωα αλλά και σε ποπ είδωλο. Οταν το 1971 έδινε τον πρώτο αγώνα του με τον Τζο Φρέιζερ στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν, το «Life» προσέλαβε ως φωτογράφο του τον ίδιο τον Φρανκ Σινάτρα για να τραβήξει στιγμιότυπα από τις κοντινότερες στο ριγκ θέσεις. Στη «Μάχη στη ζούγκλα» της Κινσάσα το 1974 ήταν ο Νόρμαν Μέιλερ που αποτύπωσε κάθε σταγόνα ιδρώτα, κάθε συντριπτική γροθιά, κάθε βασανιστική πτώση στα σχοινιά στο περίφημο «The Fight». Αν κάτι τέτοιο δεν ισχύει πλέον, αν, όπως αναρωτιέται ο Ντέιβιντ Ρέμνικ στον «New Yorker», «ποιος θυμάται σήμερα το όνομα του τρέχοντος παγκόσμιου πρωταθλητή βαρέων βαρών;», αυτό συμβαίνει γιατί μία τουλάχιστον από τις άπειρες ατάκες κομπασμού του χαρισματικού, αντιφατικού, σόουμαν Αλι βγήκε αληθινή μέχρι κεραίας: «Θα γράψω τις τελευταίες λέξεις στο βιβλίο της πυγμαχίας. Θα προσθέσω άλλη μια σελίδα και μετά θα το κλείσουν οριστικά. Μετά από μένα δεν θα υπάρχει πια πυγμαχία».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ