Ως ο κατεξοχήν, ίσως, κοσμοπολίτης πολιτικός της μεταπολεμικής Ελλάδας, ο Ανδρέας Παπανδρέου διέθετε μια πληθώρα διασυνδέσεων με ξένες προσωπικότητες (κυρίως προοδευτικούς πολιτικούς, οικονομολόγους και δημοσιογράφους) τις οποίες αξιοποιούσε για να προωθήσει τις πολιτικές επιδιώξεις του. Σε αυτόν τον αστερισμό σημαινόντων προσώπων, ο Στάνλεϊ Σάινμπαουμ, ένας εύπορος αμερικανός ακτιβιστής, γεννημένος το 1920 στη Νέα Υόρκη, κατείχε μια ξεχωριστή θέση. Ξεκινώντας από το 1967, η σχέση τους βασίστηκε στο κοινό τους ενδιαφέρον για τις διεθνές εξελίξεις, στις οποίες οι ΗΠΑ έπαιξαν έναν κυρίαρχο, αλλά και αμφιλεγόμενο ρόλο, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, με σημαντικές επιπτώσεις για την Ελλάδα. Ωστόσο, αυτό το κοινό ενδιαφέρον αφορούσε σχεδόν όλες τις προσωπικότητες που συγκαταλέγονταν στο διεθνές δίκτυο του Παπανδρέου. Η ξεχωριστή θέση του Σάινμπαουμ βασίστηκε στην αδελφική διάσταση που απέκτησε η σχέση τους –μια διάσταση που μας προσφέρει σπάνιες, άγνωστες ματιές στην περιπετειώδη αλλά και δημιουργική διαδρομή του έλληνα πολιτικού.
Για την αδελφική φύση της σχέσης τους έχουμε μια ομολογία του ίδιου του Παπανδρέου. Τον Σεπτέμβριο του 1990, στο 2ο συνέδριο του ΠαΣοΚ, ο Ανδρέας είχε μια σύντομη συνδιάλεξη με τον Αβραάμ Ροζενκιέρ, εκπρόσωπο του Eνωμένου Εργατικού Κόμματος (Mapam), ενός μικρού σοσιαλιστικού κόμματος του Ισραήλ που, από την ίδρυσή του το 1948, υποστήριζε την αραβοεβραϊκή συμφιλίωση. «Εχουμε έναν κοινό φίλο», ανέφερε ο Ροζενκιέρ στον Παπανδρέου, «τον Στάνλεϊ Σάινμπαουμ από το Λος Αντζελες». «Δεν είναι απλώς φίλος» απάντησε θερμά ο Ανδρέας. «Είναι σαν αδελφός! Σε μια άγρια εποχή, σχεδόν έσωσε τη ζωή μου».
Ο Παπανδρέου αναφερόταν στα περιστατικά που θεμελίωσαν τη φιλία τους –παραδόξως, απόντος του ιδίου. Οταν, τον Μάιο του 1967, ο Ανδρέας βρέθηκε στις φυλακές Αβέρωφ ως «φιλοξενούμενος» των απριλιανών πραξικοπηματιών, ο Σάινμπαουμ εμφανίστηκε, χωρίς προειδοποίηση, στο κατώφλι της κατοικίας των Παπανδρέου στο Ψυχικό. Η κατάπληκτη Μαργαρίτα δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ, αλλά θυμόταν ότι ήταν ο αποστολέας μιας πρόσκλησης που ο Ανδρέας είχε δεχτεί μόλις εννέα ημέρες πριν από το πραξικόπημα, για να συμμετάσχει ως εκπρόσωπος της Ελλάδας στο διεθνές συνέδριο «Pacem in Terris II» στη Γενεύη (σε εκείνο το συνέδριο, ο εκπρόσωπος των ΗΠΑ, ο ηγέτης του κινήματος για τα δικαιώματα των μαύρων Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, είχε προκαλέσει αίσθηση με μια σαφή αποστασιοποίηση από την αμερικανική επέμβαση στο Βιετνάμ). Διοργανωτής του συνεδρίου, που γινόταν υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, ήταν το Center for the Study of Democratic Institutions (CSDI), ένα ονομαστό προοδευτικό think tank με έδρα στην Καλιφόρνια, του οποίου ο Σάινμπαουμ υπήρξε στέλεχος. Κατά το ακαδημαϊκό έτος 1962-63 ο Σάινμπαουμ είχε γνωρίσει τον Παπανδρέου σε επαγγελματική βάση, όταν ο τελευταίος συμμετείχε σε κάποιες από τις ημερίδες του CSDI. Ο Παπανδρέου ξεχώρισε, θυμάται ο Σάινμπαουμ, για τις ασυνήθεις απόψεις του ως προς τις υποχρεώσεις της επιστήμης απέναντι στην κοινωνία. Οταν το 1963 ο Ανδρέας γύρισε στην Ελλάδα αποφασισμένος να μπει στον πολιτικό στίβο, ο Σάινμπαουμ παρακολουθούσε μέσω του Τύπου την εκλογική νίκη της Ενωσης Κέντρου και τις συγκρούσεις του Ανδρέα με τα κατεστημένα συμφέροντα των Αμερικανών, του παλατιού και του στρατού, με κατάληξη το πραξικόπημα του 1967.
Ταραγμένος όταν έμαθε από το ραδιόφωνο για τη σύλληψη του Ανδρέα, ο Σάινμπαουμ αποφάσισε, καθ’ οδόν για το συνέδριο στη Γενεύη, να κάνει μια στάση στην Αθήνα για να επισκεφθεί τη Μαργαρίτα. Η πεντάωρη συζήτησή τους επικεντρώθηκε στη μοίρα του Ανδρέα και στην άμεση απειλή που αντιμετώπιζε: το σχέδιο της χούντας να τον καταδικάσει για εσχάτη προδοσία, με αφορμή την περιβόητη υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, μια υποτιθέμενη στρατιωτική συνωμοσία που δήθεν αποσκοπούσε στη βίαιη ανατροπή της μοναρχίας, στην απομάκρυνση της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ και στην επιβολή του Ανδρέα ως δικτάτορα.
Η συζήτηση οδήγησε στη μύηση του Σάινμπαουμ στο μυστικό διεθνές δίκτυο που η Μαργαρίτα είχε καταφέρει να συγκροτήσει, παρά τη στενή παρακολούθησή της από τη χούντα, με κύριο μέλημα τη διάσωση του άνδρα της. Και σύντομα ο Σάινμπαουμ αποδείχθηκε το πιο δραστήριο και πολυμήχανο μέλος αυτού του δικτύου. Κάποια στιγμή τον Ιούνιο, η Μαργαρίτα, μέσω τρίτου, είχε ενημερωθεί ότι ο Ανδρέας Βαχλιώτης και ο Κυριάκος Διακογιάννης –δύο βασικοί μάρτυρες στην επερχόμενη δίκη -, ήταν έτοιμοι να αποκηρύξουν, ως υπαγορευμένες από την ΚΥΠ, τις καταθέσεις τους εναντίον του Ανδρέα.
Για ευνόητους λόγους, η Μαργαρίτα αντιμετώπισε τις υποτιθέμενες προθέσεις τους με μεγάλη περίσκεψη. Επίσης, η επαφή με τους μάρτυρες ήταν κάτι που η ελληνική δικηγορική ομάδα του Παπανδρέου έπρεπε να αποφύγει, για να μην είναι έκθετη σε δυνητικές καταγγελίες περί εξαγοράς μαρτύρων. Γι’ αυτό η Μαργαρίτα, σε συνεννόηση με τον φυλακισμένο Ανδρέα (τον οποίο κράτησε ενήμερο χρησιμοποιώντας την κωδικοποιημένη γλώσσα που οι δύο είχαν αναπτύξει τους τελευταίους μήνες πριν από το πραξικόπημα), ενεργοποίησε το μυστικό της δίκτυο για να χειριστεί το θέμα. Ο Σάινμπαουμ ανέλαβε κεντρικό ρόλο στην υπόθεση, η οποία, ύστερα από μια οδύσσεια γεμάτη μυστικές συναντήσεις, ίντριγκες και απρόοπτες στροφές, με στάσεις σε Αθήνα, Παρίσι, Μόντρεαλ, Σαν Φρανσίσκο και Ουάσιγκτον, στέφθηκε με επιτυχία στις αρχές Σεπτεμβρίου. Στις 6 εκείνου του μηνός, ο Σάινμπαουμ έδωσε μια συνέντευξη Τύπου στην Ουάσιγκτον, όπου οι μάρτυρες αποκήρυξαν τις ψευδοκαταθέσεις τους. Ταυτόχρονα, προαναγγέλθηκε η δημοσίευση ενός «άρθρου-βόμβα» για την υπόθεση στην επόμενη έκδοση του «Ramparts», ενός έγκυρου περιοδικού της ανερχόμενης νέας Αριστεράς, με το οποίο συνεργαζόταν ο Σάινμπαουμ.
Οι αποκαλύψεις έδωσαν τη χαριστική βολή στο ήδη παρακινδυνευμένο σχέδιο της χούντας να στήσει μια δίκη του Παπανδρέου. Ετσι, η πετυχημένη επιχείρηση του Σάινμπαουμ συνέβαλε ουσιαστικά στην απόφαση του καθεστώτος να αναζητήσει μια μεθόδευση για την αποφυλάκιση του Παπανδρέου. Μια τέτοια εξέλιξη επιθυμούσε και η κυβέρνηση Τζόνσον, επειδή η συνεχιζόμενη φυλάκιση του Ανδρέα είχε γίνει ένα ακανθώδες ζήτημα στις ΗΠΑ και στις νατοϊκές χώρες της Ευρώπης, εμποδίζοντας την «ομαλοποίηση» των σχέσεων με τη χούντα, την οποία επιδίωκε η αμερικανική κυβέρνηση. Τελικά, το αποτυχημένο πραξικόπημα του βασιλιά στις 13 Δεκεμβρίου προσέφερε την κατάλληλη ευκαιρία για την αμνήστευση και αποφυλάκιση του Παπανδρέου (καθώς και των αξιωματικών του ΑΣΠΙΔΑ). Παραμονές Χριστουγέννων του 1967, ο Ανδρέας βρέθηκε πάλι στην αγκαλιά της Μαργαρίτας και των τεσσάρων παιδιών τους. Οταν, την άνοιξη του 1968, από το Παρίσι όπου είχε καταφύγει, ο Ανδρέας ταξίδεψε με τη Μαργαρίτα για μια περιοδεία στις ΗΠΑ, περιέλαβε στο πρόγραμμά του μια επίσκεψη στους Στάνλεϊ και Μπέτι Σάινμπαουμ στη Σάντα Μπάρμπαρα και τα δύο ζευγάρια θα γίνονταν έκτοτε οικογενειακοί φίλοι. Ως ανταπόδοση, ο Σάινμπαουμ επισκέφθηκε στη Στοκχόλμη τον Ανδρέα, ο οποίος τον σύστησε σε υψηλόβαθμους αξιωματούχους του κυβερνώντος σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Σουηδίας (επαφές που θα αναδεικνύονταν, όπως θα δούμε παρακάτω, πολύ χρήσιμες δύο δεκαετίες αργότερα, όταν ο Σάινμπαουμ ανέλαβε μια σημαντική πρωτοβουλία, στην οποία ο Ανδρέας έπαιξε καταλυτικό ρόλο, για το παλαιστινιακό ζήτημα).
Ωστόσο, η ευγνωμοσύνη που ένιωσε ο Παπανδρέου για την προσφορά του Σάινμπαουμ στη διάσωσή του δεν αρκεί για να εξηγήσει την ιδιαίτερη οικειότητα, καθώς και τη μεγάλη διάρκεια της φιλίας τους. Η επιχείρηση διάσωσης του Παπανδρέου καθιέρωσε τον Σάινμπαουμ ως δραστήριο άνθρωπο, με την όρεξη και την ικανότητα να προωθεί περίπλοκα, ριψοκίνδυνα ζητήματα με απόλυτη εχεμύθεια. Αλλά, πέραν αυτών των προσόντων, υπήρχε κάτι πιο ουσιαστικό που συνέβαλε στο δέσιμο της φιλίας τους. Καθοριστική στη διαμόρφωση εκατέρωθεν των πολιτικών τους προσωπικοτήτων υπήρξε μια παράλληλη διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης, κατά την οποία οι πολιτικές των ΗΠΑ, την περίοδο μετά το 1965, προκάλεσαν μια ουσιαστική αναθεώρηση στις απόψεις τους για τη δομή και τη φύση της αμερικανικής εξουσίας.
Για τον Ανδρέα, το σημείο καμπής ήταν η γνωστή μεταμόρφωσή του από έναν εκσυγχρονιστή που εμφανίστηκε από τις ΗΠΑ στην Ελλάδα, πρεσβεύοντας τις αναπτυξιακές ελπίδες που ήγειρε η σύντομη αμερικανική προεδρία του Κένεντι, σε έναν πολιτικό αντάρτη, ο οποίος, μέσα από μια σειρά συγκρούσεων με το συντηρητικό και αντικομμουνιστικό κατεστημένο που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα μετά τον Εμφύλιο, πρέσβευε μια πολιτική απεξάρτησης της Ελλάδας από την ψυχροπολεμική ηγεμονία των ΗΠΑ. Η καθοριστική ημερομηνία για τη ριζοσπαστικοποίηση του Ανδρέα ήταν η ρήξη του πρωθυπουργού πατέρα του με τον βασιλιά Κωνσταντίνο στις 15 Ιουλίου 1965. Το 1965 ήταν εξίσου καθοριστικό για τον Σάινμπαουμ. Ευαισθητοποιημένος από μια διένεξη που είχε το 1958 για τον κρυφό ρόλο της CIA στο Vietnam Project του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, ένα πρόγραμμα «τεχνικής» βοηθείας του οποίου υπήρξε διευθυντής, ο Σάινμπαουμ, άλλοτε συμβατικός φιλελεύθερος, οπαδός του Δημοκρατικού Κόμματος και καθηγητής Οικονομικών, εντάχθηκε στο αντιπολεμικό κίνημα το 1965, με αφορμή τη ραγδαία κλιμάκωση της αμερικανικής στρατιωτικής επέμβασης στο Βιετνάμ. Τον Απρίλιο του 1966 δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ramparts» ένα πρωτοποριακό άρθρο που αποκάλυπτε την κρυφή δραστηριότητα της CIA στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. Ηταν το πρώτο ρεπορτάζ τέτοιου είδους, προκαλώντας ένα κύμα αποκαλύψεων στα επόμενα χρόνια για τη διείσδυση της CIA σε θεσμούς, ιδρύματα και οργανώσεις της χώρας. Σύντομα, o Σάινμπαουμ έγινε και ο ίδιος ο στόχος μιας παράνομης επιχείρησης της CIA, που αποσκοπούσε στην αποτροπή τέτοιων δημοσιευμάτων. Η ενασχόλησή του με την επιχείρηση διάσωσης του Ανδρέα ήταν, για τον Σάινμπαουμ, μια φυσιολογική συνέχεια και σημαντικός σταθμός στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας που απέκτησε στους κόλπους της ανερχόμενης νέας Αριστεράς της εποχής.
Καταλύτης σε αυτή την εξέλιξη ήταν ο γάμος του το 1964 με την Μπέτι Γουόρνερ, κόρη και κληρονόμο του πολωνικής καταγωγής Χάρι Γουόρνερ, συνιδρυτή της θρυλικής εταιρείας του Χόλιγουντ Warner Bros. (παραγωγού της πρώτης ομιλούσας ταινίας, «Ο τραγουδιστής της τζαζ», το 1927). Μαζί με τη μεγάλη περιουσία της, η Μπέτι κληρονόμησε (όπως και ο ίδιος ο Στάνλεϊ) ένα πάθος για κοινωνική δικαιοσύνη, χαρακτηριστικό των πολιτικά συνειδητοποιημένων αμερικανών εβραίων που είχαν ρίζες στις καταπιεσμένες μάζες της Ανατολικής Ευρώπης (δηλαδή το περιβάλλον που γέννησε τη μαρξίστρια επαναστάτρια Ρόζα Λούξεμπουργκ) και μετανάστευσαν στις ΗΠΑ τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Η Μπέτι διέθετε την περιουσία της ανεπιφύλακτα στις προοδευτικές υποθέσεις στις οποίες εμπλεκόταν ο άνδρας της, δίνοντάς του μια ανεκτίμητη και αξιοζήλευτη ανεξαρτησία. Και ενώ η ενίσχυση των πολιτικών επιδιώξεων του Ανδρέα ήταν πάντα ψηλά στις προτεραιότητες του Σάινμπαουμ, αυτή δεν ήταν η μόνη που τον απασχολούσε. Για να αναφερθώ μόνο σε μία από τις πιο σημαντικές του ενέργειες, μεταξύ των ετών 1971 και 1973 ο Σάινμπαουμ ανέλαβε, επιτυχώς, την ανεύρεση πόρων και τη διοργάνωση της νομικής άμυνας του καταδιωκόμενου, από την κυβέρνηση Νίξον, Ντάνιελ Ελσμπεργκ, του ανθρώπου που άφησε να διαρρεύσουν τα απόρρητα του Πενταγώνου για τον πόλεμο στο Βιετνάμ στους «New York Times», συμβάλλοντας αποφασιστικά στη στροφή της αμερικανικής κοινής γνώμης εναντίον του πολέμου.
Από την πλευρά του Παπανδρέου, η ανεξαρτησία του Σάινμπαουμ περιλάμβανε ένα επιπρόσθετο στοιχείο που διευκόλυνε τη σύσφιγξη και την ακεραιότητα της πολιτικής τους φιλίας. Τα κίνητρα του Σάινμπαουμ ήταν απολύτως υπεράνω κάθε υποψίας για ιδιοτέλεια, είτε επιχειρηματικής είτε πολιτικής φύσεως. Πέραν του γεγονότος ότι ήταν οικονομικά ανεξάρτητος, ο Σάινμπαουμ δεν μπορούσε, εκ των πραγμάτων, να φιλοδοξεί να διαδραματίσει έναν ρόλο στην ελληνική πολιτική σκηνή. Αρα, η πιθανότητα πολιτικού ανταγωνισμού ήταν απόλυτα απούσα στις σχέσεις τους, κάτι σίγουρα καθησυχαστικό για έναν πολιτικό ιδιαίτερα ευαίσθητο (όπως ήταν και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής) σε οποιαδήποτε απειλή για την πολιτική του κυριαρχία. Ετσι, με δεδομένες τις κοινές αντιλήψεις τους για τα διακυβεύματα της εποχής (όπως η δίκαιη και ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη παγκοσμίως, ο πυρηνικός αφοπλισμός, η ειρηνική επίλυση των μεσανατολικών διενέξεων κ.ο.κ.), υπήρχε ένα καθαρό πεδίο για τη δημιουργία μιας αμοιβαία απολαυστικής σχέσης εμπιστοσύνης και ανεπιφύλακτης έκφρασης, ακόμη και διαφωνιών, για τη διεθνή πολιτική συγκυρία και τον σχεδιασμό ενδεχόμενων πολιτικών παρεμβάσεων.
Και αυτό φάνηκε στις υποθέσεις τις οποίες ο Σάινμπαουμ επέλεξε να εμπλακεί, κατά την πρωθυπουργία του Παπανδρέου, μετά τη νίκη του ΠαΣοΚ το 1981, αναπτύσσοντας έντονη και πολύπλευρη δραστηριότητα, αναλαμβάνοντας συχνά τον ρόλο του υπερασπιστή της πολιτικής του Ανδρέα στις προσωπικές του επαφές με υψηλόβαθμους παράγοντες της αμερικανικής πολιτικής ζωής και παίζοντας κεντρικό ρόλο σε πολλές από τις πιο ευφάνταστες πρωτοβουλίες του σοσιαλιστή πρωθυπουργού. Μία από αυτές ήταν η πρωτοβουλία των έξι χωρών από πέντε ηπείρους για τον πυρηνικό αφοπλισμό –μια πρωτοβουλία που έλαβε χώρα σε μια περίοδο που υπήρχαν σοβαρές ανησυχίες για την ενδεχόμενη εγκατάσταση αμερικανικών πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς στο ευρωπαϊκό έδαφος.
Ωστόσο, υπήρχαν και πιο ενδόμυχες πλευρές της φιλίας τους οι οποίες έδειχναν την απόλυτη εμπιστοσύνη που τη χαρακτήριζε –και μία που ήταν ιδιαίτερα δραματική. Το 1978 (και όχι το 1979, όπως έχει γραφτεί), ο Παπανδρέου έπεσε σε μια βαθιά κατάθλιψη που δεν έλεγε να περάσει. Απεγνωσμένη η Μαργαρίτα, προκειμένου να μη δημιουργήσει πολιτικές καταστάσεις στο εσωτερικό (κάτι στο οποίο επέμενε ο Ανδρέας), ζήτησε βοήθεια από τον Σάινμπαουμ, ο οποίος ήταν εκτός του πεδίου μάχης της ελληνικής πολιτικής ζωής. Οντας σε διακοπές με την Μπέτι στην Ιταλία, βρέθηκε αμέσως στην Ελλάδα και στους επόμενους έξι μήνες προσέφερε πολύτιμη πρακτική υποστήριξη, συμπεριλαμβανομένης της αποστολής ενός από τους πιο διακεκριμένους ψυχαναλυτές της Αμερικής. Η κατάσταση του Ανδρέα σταθεροποιήθηκε, αλλά η συνέχιση της θεραπείας κατέστη δύσκολη λόγω αποστάσεως. Ο Ανδρέας μπόρεσε, ωστόσο, να διατηρήσει ένα ελαφρύ πρόγραμμα πολιτικής ρουτίνας και έτσι κύλησε η κατάσταση μέχρι το τέλος Ιουνίου του 1978, όταν υπέστη μια ξαφνική επιδείνωση της ψυχολογικής του κατάστασης. Είναι ενδιαφέρον ότι, κατά τον ίδιο τον Ανδρέα, η επιδείνωση σχετιζόταν με το αίσθημα πολιτικής αμηχανίας που του προκάλεσε η κύρωση της συμφωνίας ένταξης στην ΕΟΚ από τη Βουλή στις 28 εκείνου του μήνα (μία από τις ενδείξεις ότι η πολιτική συγκυρία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην όλη υπόθεση). Αναγνωρίζοντας τον ραγδαίο κατήφορο που είχε πάρει η κατάστασή του, συμφώνησε να καταφύγει σε πιο δραστικά θεραπευτικά μέτρα και, πράγματι, έξι εβδομάδες αργότερα, είχε πλέον συνέλθει. Σύντομα έφερε και πάλι κοντά του δύο από τους πιο έμπιστους και ικανούς (μη πολιτικούς) συνεργάτες του, τον Αντώνη Λιβάνη και την Αγγέλα Κοκκόλα (οι οποίοι είχαν προηγουμένως απομακρυνθεί) και άρχισε τη νικηφόρα πορεία προς τις εκλογές του 1981.
Ωστόσο, Παπανδρέου και Σάινμπαουμ συνεργάστηκαν κυρίως στο πεδίο της πολιτικής δράσης και στο σημείο αυτό θα αναφέρουμε μία από τις πιο ενδιαφέρουσες συνεργασίες τους, που παραμένει σχεδόν άγνωστη. Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1982, ο Σάινμπαουμ έπαθε σοκ βλέποντας σε περίοπτη θέση στους «New York Times» μια φωτογραφία που έδειχνε τον Ανδρέα να αγκαλιάζει τον Γιάσερ Αραφάτ, τον ηγέτη της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), στο λιμάνι του Πειραιά. Ο έλληνας πρωθυπουργός είχε πάει να υποδεχθεί τον παλαιστίνιο ηγέτη, ύστερα από την εκδίωξη της PLO από τον Λίβανο, μετά την επέμβαση των Ισραηλινών. Ενώ ο Σάινμπαουμ είχε διαφωνήσει, ήδη από το 1948, με την απέλαση των Παλαιστινίων από τους Ισραηλινούς, θεώρησε την απόφαση του Ανδρέα να διασώσει τον Αραφάτ από τον Λίβανο (κάτι που κανένα αραβικό κράτος δεν είχε φανεί πρόθυμο να πράξει) μια καταστροφική ενέργεια πρώτης τάξεως για τις σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ, όπου το ισραηλινό λόμπι ασκούσε καθοριστική επίδραση στο Αμερικανικό Κογκρέσο. Ο Σάινμπαουμ πέταξε την επόμενη μέρα για Αθήνα αποφασισμένος να συγκρουστεί μαζί του. Ομως ο Ανδρέας κατάφερε να τον πείσει ότι ο Αραφάτ, κατά βάση, επιθυμούσε μια διευθέτηση του Παλαιστινιακού με τους Ισραηλινούς και, σε κάποια φάση, έφερε τους δύο άνδρες σε άμεση επαφή. Ετσι ξεκίνησε μια μακρά και περίπλοκη πρωτοβουλία του Σάινμπαουμ που, σε συνεργασία με τον Στεν Αντερσον, υπουργό Εξωτερικών της Σουηδίας (και παλιό φίλο του Ανδρέα) και μια ομάδα εβραϊκών προσωπικοτήτων της Αμερικής που στρατολόγησε, κατέληξε το 1988 στη διαπραγμάτευση με τον Αραφάτ του κειμένου της ιστορικής Διακήρυξης της Στοκχόλμης, η οποία άνοιξε τον δρόμο για την αναγνώρισή του από τη διεθνή κοινότητα ως του επίσημου εκπροσώπου των Παλαιστινίων.
Ενα τελευταίο σχόλιο για τη φύση της «αδελφικής» πολιτικής φιλίας των δύο ανδρών. Η έλλειψη ιδιοτέλειας του Σάινμπαουμ δεν σημαίνει ότι δεν έτρεφε προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες. Αντιθέτως, πολιτεύτηκε δύο φορές (το 1966 και το 1968) στις ΗΠΑ για μια έδρα στο Κογκρέσο. Και τις δύο φορές απέτυχε, γεγονός που φάνηκε να οδηγεί στη ματαίωση εκείνων των φιλοδοξιών. Ωστόσο, η ανάμειξή του στην υπόθεση διάσωσης του Ανδρέα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αλλαγή πορείας του. Οπως ομολογεί ο ίδιος, «το επεισόδιο Παπανδρέου με δίδαξε ότι θα μπορούσα να είμαι σημαντικός παίκτης στις διεθνείς υποθέσεις, παρόλο που δρούσα μόνος μου, ακριβώς διότι η ανεξαρτησία μού έδινε μια ελευθερία κινήσεων που οι επίσημοι αξιωματούχοι δεν μπορούν ποτέ να έχουν». Κατόπιν, συνεχίζει, «έμαθα πώς να μη με απασχολεί πλέον η προσωπική μου ανέλιξη και πώς να χρησιμοποιώ την ικανότητά μου να αλληλεπιδρώ με κάθε είδους ανθρώπους, ώστε να τους φέρνω σε επαφή και να προξενώ αποτελέσματα». Και εδώ, κατά τη γνώμη μου, υπάρχει το κλειδί για τον υπαρξιακό πυρήνα της σχέσης τους. Σημειώνω ότι και ο Ανδρέας είχε δηλώσει, στα δεκαεπτά του χρόνια, ότι ενδιαφερόταν, ως πρώτη προτεραιότητα, να γίνει πολιτικός, επειδή «εκπροσωπεί τη δράση, αυτό με τραβάει πιο πολύ». Είναι αξιοσημείωτο ότι η σχέση με τον Σάινμπαουμ υπερέβαινε τις δραματικές μεταβολές στην οικονομική πολιτική του ΠαΣοΚ, στις διεθνές ισορροπίες με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, καθώς και στην οικογενειακή κατάσταση του Παπανδρέου. Το κεντρικό συνεκτικό στοιχείο της μακροχρόνιας φιλίας τους ήταν το κοινό πάθος για πολιτική δημιουργία, ένα πάθος, πέρα από οποιοδήποτε πολιτικό πιστεύω, να αλλάξουν το κόσμο.
Στη δεκαετία του 1990 μέχρι τον θάνατο του Ανδρέα, οι επαφές των δύο ανδρών λιγόστεψαν. Ομως ο Ανδρέας φρόντισε να τον κρατά ενήμερο για τη δίκη του σκανδάλου Κοσκωτά στο Ειδικό Δικαστήριο που ξεκίνησε στις 11 Μαρτίου 1991. Μία ημέρα μετά την αθώωσή του (στις 16 Ιανουαρίου 1992), ο Ανδρέας, σε ένα χειρόγραφο fax στον Σάινμπαουμ, ανέφερε ότι η δικαστική απόφαση «αλλάζει ριζικά την πολιτική προοπτική. Ελπίζω ότι σύντομα θα έχουμε εκλογές και μια κυβέρνηση ΠαΣοΚ».
Αλλά και οι συνεργασίες συνεχίστηκαν, με μία από τις τελευταίες να λαμβάνει χώρα στις 4 Φεβρουαρίου 1994, όταν ο Σάινμπαουμ ανέλαβε τον ρόλο του άτυπου διαμεσολαβητή («back channel»), μεταφέροντας ένα προφορικό μήνυμα από τον έλληνα πρωθυπουργό στον πρόεδρο Μπιλ Κλίντον, με τον οποίο ο Σάινμπαουμ είχε αναπτύξει στενές πολιτικές σχέσεις. Στο μήνυμα, ο Παπανδρέου ανέφερε ότι «εμείς θεωρούμε τις Ηνωμένες Πολιτείες την εναλλακτική κάρτα στο παιχνίδι με την Ευρώπη» και εξηγούσε τους λόγους για τους οποίους οι ΗΠΑ δεν έπρεπε να αναγνωρίσουν τα Σκόπια ως «Μακεδονία».
Στις 26 Ιουνίου 1996, ο Στάνλεϊ Σάινμπαουμ ήταν ο μόνος Αμερικανός που προσκλήθηκε να μιλήσει στην κηδεία του χαμένου του φίλου.
Το βιβλίο του Σπύρου Δραΐνα «Ανδρέας Παπανδρέου: Η γέννηση ενός πολιτικού αντάρτη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ