Η κιβωτός μας, σε επίκαιρο σημείο της αγκαλιάς του Ορνού, έμοιαζε με κασέλα περιηγητή γεμάτη μυστήρια που μόλις αποβίβασαν οι ναύτες από το ντελικάτο ξύλινο σκαρί «Prince» (φωτό), του οποίου τα πανιά φαντάζει να γεμίζει ο αγέρας περασμένων καιρών, καθώς περνά πάνω από τον μέλανα πόντο και ξεσηκώνει μυριάδες μόρια πελάγους από τις κορφές των κυμάτων και με αυτά ραντίζει τα όνειρά μας. Απέναντι από το αρχοντικό καράβι (yachtprince.gr), σε κάθε γωνιά του Kivotos Luxury Boutique Hotel (www.kivotosmykonos.com) παραμονεύει το πνεύμα των ταξιδιών –ο Σπύρος Μιχόπουλος έχει συλλέξει πλήθος αναμνήσεων από ταξίδια, βαλίτσες, μπαούλα και άλλα αντικείμενα από μακρινά εμπορεία, συνθέτοντας ένα παλίμψηστο εμπειριών, μέσα στο οποίο μπορείς να το ζήσεις και να το αισθανθείς. Ο,τι ακριβώς είναι και η Μύκονος, που το φιλοξενεί πάνω στο σώμα της.
Οπως και η πιο λαµπερή σταρ της Μυκόνου, η πλέον φωτογενής στον πλανήτη, η Παραπορτιανή, είναι ένα παλίμψηστο εκκλησιών, τειχών και πύργων του Κάστρου της Χώρας, μια ζωγραφιά του φωτός με λευκά και γκρίζα πάνω στο γαλάζιο του ουρανού και το θαλασσί του πελάγους. Τα πιο καλλίγραμμα σώματα του Αιγαίου, με τις πλέον αισθησιακές καμπύλες, είναι των εκκλησιών. Κι εδώ δεν μιλάμε για μία εκκλησία, αλλά για πέντε, τέσσερις στη βάση –ο Αγιος Ευστάθιος, οι Αγιοι Ανάργυροι (η παλαιότερη, λένε, από τον 14ο αιώνα), ο Αγιος Σώζων και η μικρή Αγία Αναστασία –και μία στον τρούλο, η Παναγία Παραπορτιανή. Παλιά, προτού γίνουν εκκλησίες, αυτό το σύμπλεγμα ήταν το τμήμα του μεσαιωνικού τείχους της Μυκόνου όπου βρισκόταν το παραπόρτι, η μικρή πύλη του Κάστρου, και ο πύργος που το φύλαγε. Ο αρχιτέκτονας χρόνος συσσώρευσε αυτά τα οικοδομήματα και τα διακόσμησε αριστοτεχνικά με τυχαίες φθορές, αυτό το θερινό πανηγύρι των γραμμών.
Οι γραµµές του ασβέστη κατεβαίνουν και ανταμώνουν με το γκρίζο των σοκακιών και έτσι αντάμα μπαίνουν στον λαβύρινθο της Χώρας για να βγουν στους Κάτω Μύλους ή στα θαλασσινά αγνάντια, απέναντι στο ηλιοβασίλεμα της Μικρής Βενετίας. Τα κύματα του Βοριά προσπαθούν να ανέβουν στη στενή προκυμαία και ραντίζουν με τις αρμυρές σταγόνες τους τα τραπεζάκια και τα χρωματιστά μπαλκόνια καμιά φορά.
Ετσι ραίνουν με την ουσία του καλοκαιριού τα κύματα και το «Prince», που σήκωσε άγκυρα και έβαλε τη σπαθωτή πλώρη του με το αιχμηρό μπαστούνι του πάνω στη Δήλο. Ταξιδεύουμε με ένα χαρτάκι στη χούφτα επάνω στην κουπαστή. Θα μπορούσε να είχε γραφεί στο φορητό γραφειάκι που βρίσκεται στην πλωριά καμπίνα του γιοτ, αν δεν ήταν τόσο σύγχρονο: «Η νύχτα έχει πέσει όταν κατεβαίνουμε στη Μύκονο. Τόσες εκκλησίες όσα και τα σπίτια. Κατάλευκα… Το πρωί ένα θεϊκό φως πέφτει πάνω στα ασβεστωμένα σπίτια της Μυκόνου. Βάζουμε πλώρη για τη Δήλο…». Σημείωμα του Αλμπέρ Καμύ.
Η εστία των Κυκλάδων νήσων είναι χιλιάδες χρόνια μονίμως αγκυροβολημένη εκεί με θέλημα Θεού. Οι αρχαίοι, που πρώτοι λάτρεψαν τόσο πολύ το ταξίδι σε αυτές τις θάλασσες, πίστευαν ότι και τα νησιά ταξιδεύουν. Η Δήλος γυρνούσε από ‘δώ και από ‘κεί αθέατη, μέχρι που οι θεοί την έδεσαν με άγκυρες στον βυθό. Ετσι από άδηλη έγινε Δήλος και η Λητώ πήγε εκεί για να γεννήσει σε αθέατο τόπο τον Απόλλωνα. Το μικρό βραχονήσι έλαμψε σαν χρυσό και δεν σταμάτησε ποτέ να λάμπει. Ούτε και τώρα που περπατάμε ανάμεσα στα λαμπρά ερείπια και φανταζόμαστε τα χάλκινα μαλλιά του Κολοσσού των Ναξίων να αστράφτουν από τις ακτίνες που έστελνε ο Απόλλωνας και να φαίνονται από το πέλαγος. Και οι λέοντες δοξολογούσαν τον θεό του φωτός που τον υποδέχονταν και τον αποχαιρετούσαν πρωί και απόγευμα.
Επιστροφή από την υπέρβαση της Δήλου στα ενδότερα της Μυκόνου. Το παλίμψηστο γεύσεων, κομμάτι της εμπειρίας της. Το ζήσαμε στην «Κιβωτό». Σε συνάφεια με τις εξελιγμένες γεύσεις του εστιατορίου, λαβράκι με άγρια χόρτα βρασμένα σε γάλα καρύδας και κουρκουμά ή κριθαρώτο λεμονάτο με μάγουλα σφυρίδας, λαχανικά και άρωμα από μάραθο του Ντέιβιντ, με τη μυκονιάτικη μόστρα με παξιμάδι, κοπανιστή και καππαρόμηλα ή τάρτα με μους ξινότυρο και λιαστή ντομάτα του Χριστόφορου στο πρωινό.
Η κοπανιστή και το ξινότυρο προέρχονται από τα ενδότερα της Μυκόνου. Πήραμε, λοιπόν, τον δρόμο προς την Ανω Μερά για να τα αναζητήσουμε. Στο Παλαιόκαστρο, δίπλα στο μοναστήρι, βρήκαμε στο Τυροκομείο Μυκόνου (www.tyrokomiomykonou.gr) τον Θοδωρή και τη μητέρα του Ειρήνη, οι οποίοι μας μύησαν στα επίπονα μυστικά της διάσημης κοπανιστής, από τα πλέον ιδιαίτερα προϊόντα της Μυκόνου, με την έντονα πικάντικη γεύση και το πλούσιο άρωμα. Μήνες ολόκληρους, από τον καθαρισμό του γάλακτος έως τη συσκευασία της, η κοπανιστή περνά από εννέα διαδοχικά στάδια επεξεργασίας, πιέζεται και ζυμώνεται, για να πάρει αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αναδεικνύονται στην περίφημη μυκονιάτικη μόστρα, το ελαφρώς βρεγμένο παξιμάδι πάνω στο οποίο απλώνονται η κοπανιστή και η ψιλοκομμένη ντομάτα, αρτυμένη με λάδι και με ρίγανη. Το τυροκομείο πήζει ακόμη από δικό τους αγελαδινό γάλα τυροβολιά, το φρέσκο μαλακό τυρί που βάζουν στην κρεμμυδόπιτα και στη μελόπιτα, το ξινότυρο για τις σαλάτες και το παραδοσιακό στραγγιστό γιαούρτι.
Ο παράδεισος του μυκονιάτικου παξιμαδιού, του άλλου συστατικού της μόστρας, είναι στον ξυλόφουρνο του Γιώρα στη Χώρα, αλλά τα βρήκαμε και στον Παλιό Φούρνο στην Ανω Μερά, κοντά στο μοναστήρι της Τουρλιανής. Αυτή η εκκλησιά με την επιβλητική εικόνα από κερί και μαστίχα πάνω στο ολόγλυφο, απίστευτα διακοσμημένο τέμπλο είναι μια υπερβατική σκάλα προς άλλους κόσμους, πολύ διαφορετικούς από αυτούς που σε τριγυρνούν μέχρι να περάσεις την πόρτα του. Ομως το μοναστήρι έχει και την πραγματικά γήινη διάστασή του, τα αμπέλια του στη Μαού, που τα ενοικιάζει ο Νίκος Ασημομύτης και τα ενσωματώνει στα δικά του για να φτιάξει το οικολογικό αγρόκτημα Μυκόνου Βίωμα (www.mykonosvioma.gr), το μοναδικό που παράγει τρεις ετικέτες κρασιού στο νησί, το λευκό και κόκκινο Παραπορτιανό και το λιαστό Ηλιόφιλος. Οι ποικιλίες Μανδηλαριά κυρίως, αλλά και Ασύρτικο, Αθήρι, Μονεμβασιά και Μαλαγουζιά, κάνουν τον φυσικό τους κύκλο χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση και τα σταφύλια πατιούνται με τα πόδια. Το κτήμα είναι επισκέψιμο (τηλ. 6974 120 069) και η γευσιγνωσία των κρασιών συνοδεύεται από βιολογικά κηπευτικά που καλλιεργούνται εκεί, κοπανιστή, ξινότυρο, λούζα και άλλα προϊόντα της μυκονιάτικης γης. Από εδώ ξεκινούν και απίθανες βόλτες με ποδήλατο που οργανώνει η Δήμητρα, με πιο ωραία αυτή προς τον Φωκό.

Η φωτογράφιση έγινε με Olympus OM-D E-M1 και φακούς M. Zuiko ED 12-40 mm και 40-150 mm PRO.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 29 Μαΐου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ