Ενα τοπίο σε ταξιδεύει πραγματικά όταν, ενώ το κοιτάζεις ως ενήλικος, σε κάνει να αισθάνεσαι σαν παιδί. Κι ένα τέτοιο τοπίο περνά γρήγορα έξω από το παράθυρο του μικρού, ελικοφόρου αεροπλάνου, καθώς αυτό χαμηλώνει με ορμή πάνω από το λιμάνι της Κάσου για να προσγειωθεί στον αεροδιάδρομο που έχει κατεύθυνση προς τα Αρμάθια, αντίθετα με την πορεία των τρεχαντηριών που επιστρέφουν από τις βραδινές καλάδες των ατέρμονων παραγαδιών αυτή την εποχή της άνοιξης της φύσης και των ψυχών. Κυριακή των Βαΐων σήμερα και οι παραγαδίσιες ψαριές έχουν την τιμητική τους στα αρχοντικά στρωμένα τραπέζια. Ψαρόσουπα από «άσπρα» ψάρια, τα οποία παλαιότερα αρμάθιαζαν, όπως οι δύο νεαροί ψαράδες της τοιχογραφίας του Ακρωτηρίου στη Σαντορίνη, σχίζοντας το φύλλο της βαγιάς στη μέση, αυτό το ίδιο φύλλο, με το οποίο ο παπάς πλέκει τους σταυρούς που μοιράζει στους μυημένους στην εκκλησία, διακοσμημένους και με ένα ανθισμένο κλαδάκι ελιάς.
Υπάρχει μια χιλιόχρονη εμπειρία, ένα αδιόρατο νήμα μεγάλης αντοχής που συνδέει τα χρωμοσώματά μας με το παρελθόν, που είναι πάντα παρόν. Να, στο μητάτο του Αντώνη, της Ποθητής και του Βασίλη στις Τρούλλες πάμε τη Μεγάλη Δευτέρα, αλλά μας ταξιδεύει χωρίς ενδιάμεσους σταθμούς στη σπηλιά του Κύκλωπα Πολύφημου, όπως την περιγράφει ο θείος Ομηρος στην «Οδύσσεια». Από τα κατάμαυρα από την καπνιά των ξύλων που καίγονται στην παρανιστιά ακατέργαστα δοκάρια κρέμονται οι τάβλες επάνω στις οποίες στεγνώνουν τα τυριά. Στο μεγάλο χάλκινο, σφυρήλατο, καζάνι –αυτό που μαγειρεύουν και τα φαγητά του γλεντιού – ο Βασίλης ανακατεύει με ένα κλαδί σκίνου το τυρόγαλο μαζί με πλήρες γάλα, το οποίο μόλις άρμεξε για να πήξει μυζήθρα που ο Αντώνης στοιβάζει στο τουπί με κουτάλι καμωμένο από κέρατο κριαριού.
Πόσο ευωδιάζουν το γλυκύ έαρ και τα μεσογειακά φρύγανα που καίγονται στον παραδοσιακό, ολόλευκο, φούρνο! Είναι, βλέπετε, η Μεγάλη Τετάρτη των τουρτών και των κουκνούκων. Οι γυναίκες φλυαρούν γύρω από το μεγάλο τραπέζι καθώς τα χέρια τους πηγαινοέρχονται αδιάκοπα για να ανοίξουν τα πιτάκια που γεμίζουν με το μείγμα της μυζήθρας, των αβγών, της μαστίχας και των μπαχαρικών. Πόσα διαφορετικά σχήματα και στο τέλος μια «σφραγίδα» με το κοκαλάκι από το κότσι του αρνιού. Παλιές συνήθειες. «Να κάνουμε και μια όφεντρα» λέει η Μαίρη, καθώς πλάθει έναν ευμεγέθη κλώνο ζύμης για να δημιουργήσει έναν δρακόμορφο κούκνουκα. Στη μία άκρη ανοίγει ένα μεγάλο στόμα που χωρά ένα κόκκινο αβγό και μετά κάνει τα φοβερά λέπια του θηρίου με το ψαλίδι. Για μάτια βάζει δυο μοσκοκάρφια. Πάντα το κακό το ξορκίζεις όταν φτιάχνεις το ομοίωμά του…
Πολύ παράξενο, αλλά το Πάθος προσομοιάζει πολύ με την άνοιξη. Κυκλοφορούν κρυφά οι χυμοί της ζωής κάτω από την παγωνιά, μπουμπουκιάζουν οι ελπίδες και τελικά εκρήγνυνται θριαμβευτικά με μια ανάσταση χρωμάτων, αρωμάτων και συναισθημάτων. Η Φούλα-Μαρία, η Υπαπαντή και τα άλλα κορίτσια μαζεύουν μαργαρίτες για να τις κάνουν «ζόλια», ένα ολάνθιστο περιδέραιο που το κρεμούν το βράδυ στον λαιμό του Εσταυρωμένου, σε αντίστιξη με το ακάνθινο στεφάνι. Λουλούδια, πανέρια ολόκληρα, μεγάλωναν και άνθιζαν μέχρι τη Μεγάλη Πέμπτη στις αλιτάνες στις αυλές των φρεσκοασπρισμένων σπιτιών, για να στολίσουν τον Επιτάφιο. Οι γυναίκες που στολίζουν τον Επιτάφιο διαφωνούν, συνήθως, για τη στυλιστική γραμμή που θα ακολουθήσουν, αλλά, εν τέλει, πάντα παρουσιάζουν ένα έργο που σπρώχνει προς τα πάνω την ψυχή. Είναι παλιά συνήθεια οι ενθουσιώδεις νέοι να μπαίνουν στους κήπους και να κλέβουν αγκινάρες, κουκιά και μούσμουλα, τα οποία φέρνουν στην εκκλησία για να φιλέψουν τις γυναίκες που στολίζουν τον Επιτάφιο και ξενυχτούν τον Χριστό, λέγοντας το μοιρολόι της Κεράς «Σήμερο μαύρος ουρανός»…
Το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής όλα είναι έτοιμα και το τάμα στη θέση του. Δυο γιρλάντες από μπουμπούκια λεμονιάς γύρω από το φωτοστέφανο του νεκρού Χριστού και το περίλυπο πρόσωπο της Μητέρας Του. Δίπλα στα μνήματα, στην ώρα των νεκρών, η θλίψη είναι διάχυτη, αλλά κερνούν κουλούρια, γλυκά και φρούτα για συγχώρεση. Και μετά ο γύρος των Επιταφίων. Πόλι, Παναγία, Φρυ, Αγία Μαρίνα, Αρβανιτοχώρι. Ο καθένας με το δικό του χρώμα και τη δική του ατμόσφαιρα. Ολοι κατάφορτοι με κεριά που θα ανάψουν μόλις βγουν στον γύρο του χωριού. Σε μια κοινωνία ταξιδιωτών και ναυτικών κρατά ακόμη η πίστη ότι τα κεριά του Επιταφίου που μοιράζουν μετά την περιφορά, αν τα ανάψεις, γαληνεύουν τις θάλασσες.
Μέγα Σάββατο και εν αναμονή της εκρηκτικής Ανάστασης ετοιμάζεται το οφτό –αρνί ή κατσίκι γεμιστό με ρύζι, ψιλοκομμένα συκωτάκια και μπαχαρικά –το οποίο θα σιγοψηθεί στον παραδοσιακό φούρνο που καίει με ξύλα μέχρι το μεσημέρι της Λαμπρής, οπότε και θα μπει στο κέντρο του πασχαλιάτικου τραπεζιού. Η άνοιξη των νησιών είναι κι εδώ παρούσα, με τα σχέδια των αγριολούλουδων στα βαμμένα αβγά που πετυχαίνουν οι νοικοκυρές στερεώνοντας επάνω τους την ώρα που βάφουν πραγματικά φύλλα ή άνθη. Και οι Αναστάσεις και οι ανατάσεις συνεχίζονται με τον εμπρησμό του Ιούδα στο Αρβανιτοχώρι και μετά στη χάρη του Αϊ-Γιώργη, του χαϊδεμένου αγίου των Κασιωτών, στο μοναστήρι του στις Χαδιές. Δόξα στην άνοιξη, στην ελπίδα, στην αναγέννηση, στη ζωή, από το τέρμα της άγονης γραμμής.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 24 Απριλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ